Αὐτοί μᾶλλον, παρά ἐγώ, ἔχουν ὁμολογήσει τίς ἁμαρτίες μου ἐνώπιον τοῦ κόσμου. Αὐτοί μαστίγωναν κάθε φορά πού ἐγώ δίσταζα νά τιμωρήσω τόν ἑαυτόν μου. Μέ βασάνιζαν, κάθε φορά πού ἐγώ προσπαθοῦσα νά ἀποφύγω τά βάσανα. Αὐτοί μέ ἐπέπληταν, κάθε φορά πού ἐγώ κολάκευα τόν ἑαυτόν μου. Αὐτοί μέ κτυποῦσαν κάθε φορά πού ἐγώ εἶχα παραφουσκώσει ἀπό τήν ἀλαζονεία.
Κάθε φορά πού εἶχα κάνει τόν ἑαυτόν μου σοφό, αὐτοί μέ ἀποκάλεσαν ἀνόητο. Κάθε φορά πού εἶχα κάνει τόν ἑαυτόν μου δυνατό, αὐτοί μέ περιγέλασαν σάν νά εἴμουνα νάνος. Κάθε φορά πού θέλησα νά καθοδηγήσω ἄλλους, οἱ ἐχθροί μέ ἔσπρωξαν στό περιθώριο. Κάθε φορά πού ἔσπευδα νά πλουτίσω, αὐτοί μέ ἐμπόδισαν μέ σιδερένια χέρια. Κάθε φορά πού εἶχα σκεφθεῖ ὅτι θά κοιμόμουν πιά εἰρηνικά, αὐτοί ἄγρια μέ ξύπνησαν. Κάθε φορά πού προσπάθησα νά κτίσω ἑνα σπίτι γιά νά ζήσω ἐκεῖ χρόνια πολλά καί εἰρηνικά, αὐτοί τό κατεδάφισαν καί μέ ἔβγαλαν ἔξω.
Εὐλόγησε τούς ἐχθρούς μου, Κύριε! Ἀκόμη κι ἐγώ τούς εὐλογῶ καί δέν τούς καταριέμαι.
Εὐλογησέ τους καί πλήθυνέ τους!
Ὥστε ἡ καταφυγή μου σέ Σένα νά μήν ἔχει ἐπιστροφή. Νά διαλυθεῖ ἡ κάθε ἐλπίδα μου στούς ἀνθρώπους σάν ἱστός ἀράχνης. Ν’ ἀρχίσει ἀπόλυτη γαλήνη νά βασιλεύει στήν ψυχή μου. Νά γίνει ἡ καρδιά μου τάφος τῶν δύο κακῶν διδύμων ἀδελφῶν μου: τοῦ θυμοῦ καί τῆς ἀλαζονείας. Νά μπορέσω νά ἀποθηκεύσω ὅλους τούς θησαυρούς μου «ἐν τοῖς οὐρανοῖς». Νά μπορέσω γιά πάντα νά ἐλευθερωθῶ ἀπό τήν αὐταπάτη, ἡ ὁποία μέ περιέπλεξε στό θανατηφόρο δίκτυ τῆς ἀπατηλῆς ζωῆς.
(Πηγή: imaik.gr)