Τα πλούτη φέρνουν άραγε και υγεία; (Γιάννης Τούντας Αναπλ. Καθηγητής Κοινωνικής Ιατρικής)

Πώς επηρεάζει η κοινωνική και η οικονομική κατάσταση του πληθυσμού μιας χώρας την υγεία του; Είναι ένα ερώτημα το οποίο απασχολεί τους ερευνητές, κυρίως μάλιστα κατά τις περιόδους κατά τις οποίες η οικονομία μιας χώρας παρουσιάζει διακυμάνσεις. Ζουν άραγε περισσότερο οι πλούσιοι και λιγότερο οι φτωχοί; Μελέτες, πάντως, έχουν δείξει ότι όσο πλουσιότεροι γίνονται οι πλούσιοι, τόσο χειροτερεύει η υγεία τους. Πώς και γιατί συμβαίνει αυτό; Ας το δούμε…

H αποκλειστική χρήση ως κριτηρίου του κατά κεφαλήν ΑΕΠ, όπως αναφέραμε στο προη­γούμενο άρθρο για τη σχέση της οικονομίας με την υγεία, δεν εκφράζει τη διάρθρωση της οικονομίας, δεν προσμετρά τις κοινωνικές δαπάνες ως πόρο ανάπτυξης και πλούτου, αγνοεί τις περιβαλλοντικές ή τις παθογόνες επιπτώσεις της παραγωγής, ενσωματώνει τις εξωτερικές αρνητικές οικονομικές εξελίξεις. Γι’ αυτό ορισμένοι οικονομολόγοι τα τε­λευταία χρόνια έχουν προχωρήσει στη διαμόρφωση εναλλακτικών προς το ΑΕΠ κριτηρίων μέτρησης της κοινωνικοοικονομικής ευμάρειας.
Για τις αναπτυγμένες χώρες χρησιμοποιείται ο δείκτης της κοινωνικοοικονομικής κατάστασης (SocioEconomic Status, SES). Το SES αξιολογεί εισόδημα, ε­πάγγελμα, εκπαίδευση, προσδιορίζοντας πολύπλευ­ρα τη σχέση του ατόμου με την οικονομία. Οι υπηρεσίες του ΟΗΕ χρησιμοποιούν το δείκτη ανθρώπινης ανάπτυξης (Human Development Index), που συνδυά­ζει ΑΕΠ, προσδόκιμο ζωής και επίπεδο εκπαίδευσης.
 Τα τελευταία χρόνια, οι καλύτεροι δείκτες υγείας πα­ρατηρούνταν σε χώρες, όπως η Ιαπωνία και η Σουηδία, που απολαμβάνουν τα αγαθά μιας εύρωστης οικονομίας με πλήρη σχεδόν απασχόληση. Χώρες όπως η Ελλάδα, η Ισλανδία και η Ιταλία έχουν μεγα­λύτερο προσδόκιμο ζωής απ’ ό,τι πλουσιότερες χώρες, όπως οι ΗΠΑ και η Γερμανία.
Οι ΗΠΑ, ενώ έχουν το μεγαλύτερο κατά κεφαλήν ΑΕΠ, παρουσιάζουν τους χειρότερους δείκτες υγείας μεταξύ των χωρών του ΟΟΣΑ. Στις αρχές της δεκαετίας του 1980, οι δείκτες βρεφικής θνησιμότητας αυ­ξήθηκαν σε 11 Πολιτείες και σε πολλές γειτονιές των αμερικανικών μεγαλουπόλεων. Η αύξηση αυτή είχε ασφαλώς σχέση με τη φτώχεια που έφερε η οικονο­μική ύφεση του 1982. Όμως, οι βασικές αιτίες ανάγο­νται στις περικοπές των κοινωνικών παροχών και των διατροφικών προγραμμάτων.
Στις χώρες της πρώην Σοβιετικής Ένωσης, το προσ­δόκιμο ζωής μειώθηκε κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1970, που υπήρξε περίοδος οικονομικής ύφεσης και κρίσης για τις χώρες αυτές. Παράλληλα, η ραγδαία αύξηση των οικονομικών ανισοτήτων μετά την κατάρρευση των κομουνιστικών καθεστώτων οδήγησε σε μείωση του προσδόκιμου ζωής κατά 5 χρόνια στις επτά από τις δεκαοκτώ νεοϊδρυθείσες Δημοκρατίες, την περίοδο 1989-95.
Χαρακτηριστική είναι και η περίπτωση της Ελλάδας: ενώ έχει μικρότερο ΑΕΠ από άλλες αναπτυγμένες χώρες, οι κάτοικοί της έχουν πολύ καλύτερους δείκτες υγείας. Χάρη στο κλίμα, τη μεσογειακή διατροφή, τη ζωή στην ύπαιθρο, κ.τ.λ., οι Έλληνες είμαστε από τους πιο μακρόβιους λαούς στον κόσμο και η βρεφι­κή θνησιμότητα στη χώρα μας πλησιάζει τα χαμηλά ε­πίπεδα των δυτικοευρωπαϊκών χωρών.
Πιο συγκεκριμένα, στην Ελλάδα η βρεφική θνησι­μότητα επηρεάστηκε διαχρονικά από την οικονομική ανάπτυξη περισσότερο απ’ ό,τι η νεογνική θνησιμό­τητα. Κι αυτό επειδή η τελευταία εξαρτάται περισσό­τερο από τις παρεχόμενες ιατρικές φροντίδες και λι­γότερο από ευρύτερους κοινωνικούς και οικονομικούς παράγοντες, που καθορίζουν το βιοτικό επίπε­δο, το εκπαιδευτικό επίπεδο, τις συνθήκες κατοικίας, υγιεινής, ύδρευσης, αποχέτευσης, κ.λπ.
Ενώ, όμως, οι δείκτες υγείας δεν παρουσιάζουν ισχυ­ρή συσχέτιση με το ΑΕΠ των πλούσιων χωρών, σχε­τίζονται σημαντικά με οικονομικές διαφορές που πα­ρατηρούνται στον πληθυσμό της ίδιας χώρας. Σε με­γάλη έρευνα το 1984-85, στη Μ. Βρετανία, διαπιστώ­θηκαν σημαντικές διαφορές ως προς όλες τις διαστά­σεις της υγείας (σωματική, ψυχική, κοινωνική) ανάλο­γα με το εισόδημα.
Οι διαφορές στην υγεία επηρεάζονταν περισσότερο από το εισόδημα στους άνδρες παρά στις γυναίκες, και ιδιαίτερα στις ηλικίες 40-59 ετών. Γι’ αυτή την ηλι­κιακή κατηγορία των ανδρών, η επίδραση του εισοδήματος στην υγεία ήταν σαφώς μεγαλύτερη απ’ ό,τι η επίδραση της κοινωνικής τάξης, που αντικατοπτρίζει περισσότερο την επαγγελματική κατηγορία. Το ίδιο, αλλά σε μικρότερο βαθμό, ίσχυε και για τις άλλες πληθυσμιακές κατηγορίες πλην των νέων γυναικών, στις οποίες η κοινωνική τάξη επηρέαζε την υγεία πε­ρισσότερο απ’ ό,τι το εισόδημα.
Επίσης, διαπιστώθηκε ότι για τους πολύ πλούσιους οι δείκτες υγείας παρουσίαζαν επιδείνωση όσο αυξανό­ταν το εισόδημα. Το 1994 διαπιστώθηκε ότι το φτω­χότερο 10% του πληθυσμού παρουσίαζε τετραπλάσια θνησιμότητα απ’ ό,τι το πλουσιότερο 10%.
Στις ΗΠΑ, όπου υπάρχουν μεγάλες οικονομικές ανισότητες, ένα από τα πιο εντυπωσιακά ευρήματα της μεγάλης έρευνας MRFIT (Multiple Risk Factor Intervention Trial) ήταν η συσχέτιση που παρουσίαζαν οι δείκτες θνησιμότητας με τις δεκατρείς εισοδηματικές κατηγορίες στις οποίες είχε χωριστεί ο πληθυσμός των 300.000 λευκών ανδρών της μελέτης.
Οι Πολιτείες των ΗΠΑ με τις μεγαλύτερες οικονομικές ανισότητες παρουσιάζουν και το μικρότερο προσ­δόκιμο ζωής. Η ύπαρξη ισχυρής συσχέτισης μεταξύ εισοδήματος και υγείας στην ίδια χώρα μπορεί να ερμηνευτεί με βάση όχι το απόλυτο αλλά το σχετικό ει­σόδημα, το οποίο παραπέμπει στους κοινωνικούς παράγοντες που προαναφέρθηκαν.
Ενδιαφέρον, επίσης, παρουσιάζει η διαπίστωση ότι, αν παραμείνει σταθερό το εισόδημα του πιο φτωχού 20% του πληθυσμού και αυξηθεί το εισόδημα του πιο πλούσιου 5%, μεγαλώνοντας έτσι την ψαλίδα, θ’ αυξηθεί η βρεφική θνησιμότητα. Τελικά, το απόλυτο εισόδημα παίζει σημαντικό ρόλο πριν από τη σύγ­χρονη νοσολογική μετάβαση (κατά την περίοδο, δη­λαδή, που η έλλειψη βασικών αγαθών εκθέτει την υ­γεία στις απειλές των λοιμωδών νοσημάτων), ενώ το σχετικό εισόδημα επιδρά πιο αποφασιστικά μετά τη μετάβαση, όταν πλέον ικανοποιούνται στοιχειωδώς οι βασικές ανάγκες της πλειονότητας του πληθυσμού, όπως η διατροφή, η στέγαση, η θέρμανση, κ.ά.
Η συσχέτιση οικονομικών ανισοτήτων και υγείας στην ίδια χώρα γίνεται ακόμα πιο αισθητή όταν μελε­τάται η κατανομή του εισοδήματος σε όλο τον πλη­θυσμό και δεν περιορίζεται η σύγκριση μόνο μεταξύ πλουσίων και φτωχών. Για το σκοπό αυτό χρησιμο­ποιούνται κοινωνικοοικονομικοί δείκτες όπως ο δείκτης Gini, που στις μηδενικές τιμές του όλοι έχουν το ίδιο εισόδημα ενώ στις ανώτερες τιμές του όλο το ει­σόδημα πάει σε ένα μόνο άτομο.
Χώρες όπως η Σουηδία, η Ολλανδία και η Νορβηγία, που παρουσίαζαν τις μικρότερες τιμές του δείκτη Gini, είχαν πολύ μεγαλύτερο προσδόκιμο επιβίωσης από χώρες με μεγάλο δείκτη Gini, όπως η Γερμανία, οι ΗΠΑ, η Γαλλία. Τα δεδομένα αυτά έχουν τροποποιη­θεί τα τελευταία 30 χρόνια και το γεγονός ότι η Ιαπω­νία παρουσιάζει, στα τέλη της δεκαετίας του 1990, το μεγαλύτερο προσδόκιμο επιβίωσης στον κόσμο σχε­τίζεται με το γεγονός ότι είναι πλέον και η χώρα με τις μικρότερες οικονομικοκοινωνικές ανισότητες. Μάλι­στα, η μείωση των οικονομικών ανισοτήτων μπορεί να βελτιώνει περισσότερο την υγεία των φτωχότερων στρωμάτων αλλά ταυτόχρονα επιδρά θετικά και στην υγεία του υπόλοιπου πληθυσμού.
Αν και το ακριβές μέγεθος της θετικής αυτής επίδρασης δεν έχει προσδιοριστεί ακόμα, έχει υποστηρι­χτεί ότι η υγεία των πολύ πλούσιων, η οποία, όπως προαναφέρθηκε, χειροτερεύει με την περαιτέρω αύ­ξηση του εισοδήματος, θα μπορούσε να βελτιωθεί μέσω της ανακατανομής του εισοδήματος υπέρ των φτωχών.

(Πηγή: ‘Ε’ ΙΑΤΡΙΚΑ, "Ελευθεροτυπία")

[Ψήφοι: 7 Βαθμολογία: 4]