Σκέψεις περί θανάτου (Ανδρέας Θεοδώρου, τ. Καθ. Πανεπ. Αθηνών)

Ο θάνατος είναι σημείο οριακό για κάθε ζωντανή ύπαρξη. Είναι γεγονός που την ορίζει, την περιορίζει και την εξαντλεί. Είναι το τέρμα μιας πορείας, μιας ζωτικής διαδικασίας. Ο θάνατος ορίζει το είναι, οριοθετεί το υπάρχειν. Σ’ αυτόν σταματά κάθε κίνηση, παύει κάθε λειτουργία· επικρατεί η αδράνεια, η απόλυτη σιωπή! Ο θάνατος βρίσκεται σε σχέση στερητική προς τη ζωή. Εί­ναι μία άρνηση, μία άρση. Όπως το σκοτάδι είναι στέρηση του φωτός και η κακία στέρηση της αρετής [“Διότι αυτή καθ’ εαυτήν η κακία ουκ εστιν, αλλ’ η του καλού ανυπαρξία, κακία γίνεται” (Γρηγ. Νύσσης, PG 44, 48Α). “Το γαρ κακόν ανυπόστατον, ότι εκ του μη όντος την υπόστασιν έχει. το δε εκ του μη όντος μη ον, ουδέ εστι πάντως κατά την ιδίαν φύσιν” (αυτ., 637C). “Ουδέ γαρ έστιν άλλη τις κακού υπόστασις, ει μη ο χωρισμός του βελτίονος” (αυτ., 797Α)], έτσι και ο θάνατος εί­ναι στέρηση της ζωής. Τότε μόνον εμφανίζεται, όταν εκείνη παύσει να υπάρχει. Δεν έχει επομένως δική του υπαρκτική οντό­τητα. Δεν είναι ουσιαστικό στοιχείο του είναι. Είναι μία πιστο­ποίηση ότι η ζωή —η συγκεκριμένη ζωή— δεν υπάρχει πια. Έπαυσε να υφίσταται αυτό που ως τώρα υπήρχε. Ο θάνατος δημιουργεί ένα ρήγμα, ανοίγει ένα κενό. Ατενίζοντάς τον, κα­τανοούμε τη φθορά που συντελέστηκε, αυτό που ανεπανόρθωτα χάθηκε, που εξαντλήθηκε. Η ζωή είναι άρση τού θανά­του και ο θάνατος άρση τής ζωής. Και τα δύο μαζί δεν μπο­ρούν να συνυπάρχουν. Η ταυτόχρονη θέση τους αποτελεί αν­τίφαση. «Ζωηφόρος θάνατος» ή «θανατηφόρα ζωή» είναι αν­τίφαση στους όρους, κάτι αδιανόητο, ένας αλλόκοτος συλλογι­σμός, μία υπαρκτική ανακολουθία. Αμφότερα συνθέτουν δυο αντίθετες καταστάσεις, αντιφατικές και αλληλαναιρούμενες.

Όμως, παρά την οντολογική του ανυποστασία, το ειδικό βάρος τού θανάτου είναι σημαντικά μεγάλο, τραγικά συντρι­πτικό. Είναι δε σε σχέση ευθέως ανάλογη προς τη σημασία και τη σημαντικότητα της ζωής. Η ζωή είναι το μέγιστο αγαθό που κατέχουμε. Είναι αυτό που οι ίδιοι είμαστε, χαράσσοντας την πορεία μας στο χρόνο, και καταξιώνοντας την ύπαρξή μας πάνω στη γη. Είναι το υπέρτατο δώρο που μας δόθηκε από το Δημιουργό. Χωρίς αυτή βρισκόμαστε στο σκοτεινό και αδιάγνωστο χάος, στη σκοτεινή μήτρα τού μηδενός και της ανυ­παρξίας. Επομένως ο θάνατος, ως καταλύτης τού θείου δώρου τής ζωής, είναι το μέγιστο κακό. Είναι η τραγική διάλυση της υπάρξεως, η βιολογική φθορά και η μεταχώρηση στην ανυπαρ­ξία. Ο άνθρωπος —ο οποιοσδήποτε άνθρωπος— φρικιά μπρο­στά στη στυγνή αυτή θανατική πραγματικότητα. Ατενίζοντας την τραγική του κατάληξη, το τέλος το θλιβερό και αδυσώπητο, συγκλονίζεται εκ βαθέων. Τόση δυναμικότητα —αλήθεια— τό­ση δραστηριότητα, τόσα οράματα, τόσες συγκινησιακές εκρή­ξεις, τόσες χαρές και τόσες λύπες, τόσες χρυσίζουσες ελπίδες, τόσες χλοάζουσες φιλοδοξίες, τόσα επιστημονικά και πολιτι­στικά επιτεύγματα, τόσες αρετές και κακίες, τόση ευγενικότητα και τόση μοχθηρία, όλα αυτά τα ποικίλματα, τα άλλοτε φωτει­νά και άλλοτε σκοτεινά, που σαν ψηφίδες στολίζουν το μωσαϊ­κό τής ζωής τού θεόμορφου ζώου, σε μια δεδομένη στιγμή πετιούνται σαν πτωματικά σκύβαλα στη σκοτεινή χοάνη τού θανά­του! Ο άνθρωπος, η θαυμάσια αυτή μηχανή, το στεφάνι τής δημιουργίας, σε κλάσμα δευτερολέπτου παύει να ζει. Ένα τίναγμα, και μετά η σιγή. Η ύπαρξη ντυμένη στο σκοτεινό σά­βανο του θανάτου!

Όμως το ζωικό ένστικτο το τόσο βαθιά ριζωμένο στην ύ­παρξη, δε φαίνεται να σκοτίζεται και πολύ μπροστά στην τρα­γικότητα αυτή του θανάτου. Ένας καρπός έπεσε από το ό­μορφο και καρπερό δέντρο, το ριζωμένο αγέρωχα στη γη, ξεκόλλησε από τα κλαδιά και κύλησε στο χώμα. Σάπισε και διαλύ­θηκε. Ποιός συγκινήθηκε από την πτώση του; Ποιός ένοιωσε τη συμφορά του; Το δέντρο, απαθές και ασυγκίνητο, υπακούει στους δικούς του ρυθμούς, συνεχίζοντας αδιάκοπα τη ζωτική λειτουργία του. Τη θέση τού καρπού που έπεσε θα πάρει άλλος πιο όμορφος και πιο ζωτικός. Εκείνος για πάντα χάθηκε. Δε χά­θηκε όμως και η ζωή. Αυτή συνεχίζει τη λειτουργία της, αποδίδοντας τα σπέρματά της με συνέπεια και πίστη στο δημιουργι­κό πρόσταγμα του πλάστη της.

Αλλά και ένας άλλος καρπός έπεσε τη φορά αυτή από το ανθρώπινο δέντρο τής ζωής. Ένας άνθρωπος ετελεύτησε. Κύ­λησε κι αυτός στο χώμα. Σάπισε και διαλύθηκε. Ένας άνθρωπος, που ως τώρα ήταν όρθιος και σφριγηλός, αφανίστηκε δη­μιουργώντας ένα κενό στο περιβάλλον του. Αν εξαιρέσουμε τους λιγοστούς γνωστούς και φίλους που έκλαψαν το χαμό τού αγαπημένου, πόσοι άλλοι άραγε αισθάνθηκαν το κενό που δη­μιούργησε ο θάνατος εκείνος; Η ορμητική παλίρροια της ζωής επούλωσε σύντομα τα λιγοστά τραύματα γης που σκέπασαν το άψυχο σώμα εκείνο. Κι η λήθη γρήγορα αφάνισε τα ίχνη του νεκρού από τις ψυχές των λιγοστών φίλων του. Ποιός άραγε να θυμάται τον «τάδε» άνθρωπο, που έζησε και απέθανε πριν από εκατοντάδες χρόνια; Τί απέγινε το υπόλειμμα εκείνο; Πού να βρίσκονται τα ίχνη του; Η ζωή κι εδώ συνεχίζει αδυσώπητα και ασυγκίνητα το ρυθμό της. Ανθρωποι έρχονται και παρέρ­χονται, ζουν και πεθαίνουν, και τη θέση τους παίρνουν συνεχώς άλλοι. Αλλά και αυτοί με τη σειρά τους φεύγουν και νέοι καρποί φυτρώνουν στο τεράστιο δέντρο τής ζωής, που πειθή­νια κι εδώ υπακούει στο αιώνιο πρόσταγμα του φυσικού προο­ρισμού του. Η ζωή απωθεί το θάνατο, ο θάνατος εγκλωβίζει και αποκόπτει τη ζωή. Οποίος μακάβριος εναγκαλισμός!

Ο θάνατος είναι γεγονός καθολικό και παγκόσμιο. Κανένας δεν μπόρεσε να ξεπεράσει την εμβέλειά του. Είναι το κοινό τέρμα, η κοινή κατάληξη. Σε κάθε γέννηση αντιστοιχεί και ένας θάνατος. Η μήτρα, η φύτρα αυτή της ζωής, μόλις γεννήσει τον καρπό της συνδέεται μυστικά με τον τάφο που είναι ο βέβαιος αποδέκτης τού καρπού της. Μήτρα και τάφος. Μοιάζουν με συγκοινωνούντα δοχεία σε μια μακάβρια σύνδεση και αλλη­λουχία. Η ζωή λίκνο του θανάτου: Το σάβανο σπάργανο της ζωής! Καμιά δεν χωρεί αυταπάτη. Όσες ζωές και τόσοι θάνα­τοι. Χωρίς καμιά εξαίρεση. Κανένας δεν μπορεί να κατέβει από το κοινό τραίνο που προχωρεί σιωπηλά και πένθιμα, να πάρει άλλο, ν’ αλλάξει κατεύθυνση, να φύγει μακριά. Όλες οι ζωές στιβαγμένες ακολουθούν βουβές την κοινή μοίρα τους, κλώθουν πένθιμα τον ιστό τού κοινού προορισμού τους. Όλοι οι άνθρωποι, πλούσιοι και φτωχοί, δυνατοί και αδύνατοι, μορφω­μένοι και αμόρφωτοι κουβαλάνε την ύπαρξή τους στενάζοντας, μέχρις ότου την αποθέσουν στην κοινήν ανάλυση, στην επιμι­ξία πάσης σποδού. Δεν υπάρχει αξία που μπορεί να καταβληθεί ως λύτρο για την εξαγορά τού μοιραίου καταντήματος. Το μνή­μα, ψυχρό και ασυγκίνητο, αρνείται να δεχθεί οποιαδήποτε συν­αλλαγή. Μπαίνει κανείς μέσα χωρίς συζητήσεις και αντίρρηση, σπρώχνεται χωρίς διαμαρτυρίες και αντίδραση. Όλος ο μά­ταιος και επαχθής εκείνος φόρτος που σέρνει αγκομαχώντας στους ώμους του ο άνθρωπος, η αγερωχία, το πάθος, η αλαζονεία, η δύναμη, η εξουσία, ο πλούτος, η δυνάστευση, ο κροτα­λισμός και οι ιαχές τής δαιμονοποιημένης ζωής του, αλλά και η αρετή και η ευγένειά του δε μπορούν να κρατήσουν ανάνοιχτο τον τάφο. Τα σπλάχνα τής γης θα τιναχτούν για να δεχτούν μέ­σα τους το άθλιο απομεινάρι τής ζωής, το ερειπωμένο λείψανο.

Χωρίο του θανάτου είναι το κοιμητήρι· σπιτάκια του οι τά­φοι. Μια πόλη πένθιμη και ήσυχη. Τα μνήματα στημένα πλάι-πλάι χαιρετίζουν φιλιωμένα το ένα το άλλο, σιωπηλά και ήσυ­χα, ντυμένα στη μελαγχολική κατήφεια του θανάτου. Και τί ει­ρωνεία· φυτεμένα στην πολυθόρυβη και πολύβουη πόλη! Νη­σίδες απόκοσμης αταραξίας και αναπαύσεως. Οι ένοικοί τους μπαίνοντας σ’ αυτές αποθέτουν κάθε βιοτικό φόρτο, κάθε βά­ρος επαχθές και άχρηστο, όλη την κραυγαλέα οικοσκευή τής υπάρξεως. Παραδομένοι στη μητέρα γη, αγκαλιασμένοι με το συγγενές χώμα, δεν ερίζουν ούτε μάχονται, ούτε διεκδικούν, ούτε κτυπιούνται: ούτε ανοηταίνουν, ούτε ασχημονούν. Στην ηρεμία των νεκρών δε φτάνει ο απόηχος τής ζωντανής πόλεως, η κόλαση της φωτιάς των πυρωμένων πόλεων, οι αλαλαγμοί και οι φωνές και οι κροταλισμοί των δαιμονισμένων πλασμάτων, οι σκουπιδότοποι του είναι, ό,τι παράλογο και ό,τι φοβερό, αλλά και ό,τι τερπνό και ευχάριστο συνθέτουν τη ζωή των ανθρώπων. Πόσοι ζωντανοί-νεκροί δεν θα ζήλευαν την απόκοσμη ηρεμία και γαλήνη των τάφων! Πόσες πληγωμένες υπάρξεις, κτυπημένες αλύπητα από τη μοίρα τους, δεν θά ‘θελαν την απόλυτη ανάπαυση του μνήματος! Δεν θα ζήλευαν τους νεκρούς με τη γαλήνη, την αφωνία και την αταραξία τους! Οι τάφοι βέ­βαια, οι μελαγχολικές αυτές θήκες τού θανάτου, δεν είναι όλοι οι ίδιοι. Δεν έχουν όλοι την ίδια οικοσκευή τού θανάτου. Υ­πάρχουν τάφοι μικροί και απέριττοι; βαρείς και περίκομψοι, τα­πεινοί και προπετείς, χωμάτινοι και μαρμαρόκτιστοι, τάφοι για τους φτωχούς και τους πλούσιους, τους ισχυρούς και τους αδύνατους, τους άρχοντες και τους αρχόμενους, που σημαδεύουν ειρωνικά την καταγωγή, την κοινωνική θέση και το αξίωμα των ενταφιαζομένων. Οι κοινωνικές διακρίσεις και στο χωρίο ακόμη των νεκρών! Υπάρχουν δε και πελώρια περικαλλή μνήματα: μαυσωλεία αγέρωχα, στα οποία αποτίθενται —κατά σχήμα οξύ­μωρο— όλες οι ματαιότητες και όλα τα ψιμίθια της ανθρώπινης μωρίας και απόνοιας. Έτσι, ενώ οι τάφοι με την πένθιμη πα­ρουσία τους τονίζουν τη ματαιότητα των εγκοσμίων, οι ζώντες αποθέτουν σ’ αυτούς τα ίχνη τής δικής τους ματαιότητος, την κουφή επιδειξιομανία και κενοδοξία τους. Οι νεωτερισμοί του θανάτου προέκταση των νεωτερισμών τής ζωής! Η χλεύη αντιπαρατίθεται στη χλεύη. Ο τάφος χλευάζει τη ματαιότητα και η ματαιότητα χλευάζει τον τάφο! Σημάδι κι αυτό της πνευματι­κής σχιζοφρένειας του λογικού όντος. Πόσο —στ’ αλήθεια— καλύτερα και αναπαυτικότερα θα ήταν το άψυχο σώμα να χω­νόταν στο φρεσκοσκαμμένο χώμα, αποθέτοντας την υλικότητά του στην αγκάλη τής μητέρας γης, να χωνευόταν στη φύτρα του, σμίγοντας με το δομικό υλικό του, αναπαυμένο στον τόπο τής φυσικής καταγωγής του…

Ο περίκομψος εξωτερικά τάφος, παρά τις ομορφιές και τα στολίδια του, καλύπτει ένα μακάβριο περιεχόμενο. Όλοι το διαισθανόμαστε. Στα μνήματα καταλήγουν τα απόβλητα της ζωής. Αφού η φύση λειτουργήσει, αποθέτει στους τάφους τα πτωματικά της περιττώματα. Η νεκρή σάρκα παραδίδεται στο χωνευτήρι τής φθοράς. Ανάμεσα στα σκουλήκια και τη δυσω­δία στήνεται το αποκρουστικό συμπόσιο του θανάτου. Ο τυμ­πανισμός και οι αφόρητες εκροές σημαδεύουν αλύπητα το κα­τάντημα της τρυφερής και θαλερής σάρκας, που έσταζε σφρί­γος και δροσιές στα όμορφα διαμερίσματα τού βίου. Κατάντη­μα πραγματικά ελεεινό και σπαραξικάρδιο. Η αντιαισθητικότητα του θανάτου, ντυμένη στα ράκη τής φθοράς, χλευάζει κά­θε αισθητική αξία τής ανθρώπινης ζωής. Μυκτηρίζει τις ευαισθησίες τού ζώντος πλάσματος, τις πλαστικές καλαισθησίες του, τις ποιητικές διαθέσεις και τις καλλωπιστικές του λεπτότη­τες. Βλέποντας κανείς τον εαυτό του στον απαίσιο καθρέφτη τού τάφου γεμίζει από μελαγχολική απελπισία και κατήφεια, κυριεύεται από τρομώδεις συσπάσεις, συγκλονίζεται από το σπαρακτικό μυκηθμό τού αγριεμένου όντος. Να είναι άραγε αυτός ο λόγος που οδηγεί μερικούς —αδικαιολόγητα βέβαια και ά­κριτα— να προτιμούν αντί του φυσικού ενταφιασμού, την καύση τού νεκρού σώματός τους; Μήπως όμως και η καύση ωραίζει το θλιβερό κατάντημα;

Ο τάφος, παρά τη μελαγχολική αγριάδα του, είναι πρυτα­νείο αληθινής σοφίας. Παρ’ όλον ότι τα άνθη τής ανθρώπινης σοφίας μαραμένα σκορπίζονται στην ψυχρή πλάκα του, όμως από την ομιχλώδη του παγερότητα φυτρώνουν άλλα άνθη, μιας άλλης καινούργιας απόκοσμης σοφίας. Ο τάφος αναδίδει την αληθινότητα του όντος. Οι κεραίες του εκπέμπουν πολυσήμα­ντα μηνύματα. Αφήνει διάτορη κραυγή σ’ αυτούς που έχουν ανοικτά τα πνευματικά τους αισθητήρια. Σπουδάζοντας το μνή­μα ο άνθρωπος οδηγείται σε συναίσθηση της αλήθειας τής φύσεώς του. Βλέπει τις υπαρκτικές ρίζες του γυμνές —χωρίς τους κλάδους και τα φύλλα τής ζωής— να σαλεύονται άγρια από τον επιδρομέα θάνατο. Βλέπει τη δική του αλήθεια και αναλή­θεια. Κατανοεί τη βαθύτερη ουσία του γυμνωμένη από τη ψευ­τιά και την απάτη τής εγκόσμιας ζωής. Ο τάφος τον βοηθεί να γνωρίσει τα πραγματικά μέτρα τής υπάρξεώς του. Νά έλθει σε αυτοσυναίσθηση και αυτογνωσία. Του αφαιρεί το incognito της θολής και πολυτάραχης ζωής. Στη ψυχρότητά του διαλύο­νται οι ομίχλες και τα νέφη τής βιοτικής αυταπάτης. Ο άνθρω­πος βλέπει εαυτόν «ενώπιος ενωπίω». Φθάνει στο βάθος τού εί­ναι του, ψαύει τον πυθμένα τής υπάρξεώς του. Μπροστά στο παγερό μνήμα διαλύεται κάθε ψευδαίσθηση. Πιστοποιείται ότι δεν υπάρχει διαφυγή σε άλλα ενδεχόμενα, ξεστράτισμα σε άλ­λα μονοπάτια. «Τετέλεσται». Με την αφαίρεση της τελευταίας πνοής, τελεία και παύλα στην επίγεια ύπαρξη. Οι διαπιστώσεις αυτές, παρά την τραγικότητά τους, είναι πολύ χρήσιμες και δι­δακτικές για τον άνθρωπο. Του ψαλιδίζουν τα φτερά τής φου­σκωμένης φαντασίας του, την υψηλοφροσύνη και τη ματαιοδοξία του. Του θρυμματίζουν τα δεσμά τής οιήσεως και της αλαζονείας του. Σφυρηλατούν τα μέτρα τής αυτοκριτικής και της αυτογνωσίας του. Το «γνώθι σ’ αυτόν», που τόσο αποφθεγματικά εκήρυσσαν οι αρχαίοι, καταξιώνεται εδώ κατά τον καλύτερο δυνατό τρόπο: ο άνθρωπος στα πραγματικά του όρια, σωφρονών και ιματισμένος, χωρίς άκαιρες υπερβολές και ολιγόψυχες υποβαθμίσεις. Η αλήθεια τού όντος στην απλότητα και το θλιβερό μεγαλείο της. Αλήθεια, πόσο ανθρωπινότερος θα ή­ταν ο άνθρωπος, αν στο αγριεμένο φούσκωμα της αγνωσίας και της πλανεμένης του αυτοπεποιθήσεως, που τόσες συμφο­ρές και πίκρες τον ποτίζουν, αντέτασσε το ήρεμο μέτρο τής αληθινότητός του, όπως φωτογραφικά του το παρουσιάζει ο τά­φος, της αυτογνωσίας εκείνης που τόσο έχει ανάγκη για τη γαλήνευση και την ευδαιμόνια του!

Η φιλίωση με το θάνατο είναι δείγμα μεγάλης σοφίας. Πράγμα βέβαια δύσκολο. Είναι τόσες οι αντιξοότητες της ζωής, τόσες οι ταλαιπωρίες και οι θλίψεις, τόσο το καταθλιπτικό άγ­χος, η συναισθηματική φόρτιση και το πιεστικό στίβαγμα της καθημερινής κακίας, ώστε ο άνθρωπος δικαιολογημένα να ζητά λίγη δροσιά και ξεκούραση, λίγη ανάπαυλα στη στυγνή του καθημερινότητα, κάποια παραθυράκια αναψυχής στο γρανιτένιο κάστρο του, λίγη χαρά και λίγη άνεση, λίγα λουλούδια ελπίδας στο χερσωμένο κήπο τής ψυχής του. Δεν αρκούν άραγε όλα αυτά να προσθέτει στην τόση του κακότητα και την αγχωτική κατήφεια του θανάτου; Αλλωστε το βιολογικό ένστικτο είναι τόσο δυνατό, ώστε από τη φύση του ν’ απωθεί τη θύμη­ση του θανάτου. Πώς, λοιπόν, να συμφιλιωθεί η ζωή με τον α­μείλικτο αντίπαλό της, τον εχθρό και τον καταλυτή της; Και ό­μως, παρά τη λογικοφάνεια των επισημάνσεων αυτών, η φιλί­ωση με το θάνατο δεν παύει να είναι η αμείλικτη αντιμετώπιση της πραγματικότητος του όντος. Ο στρουθοκαμηλισμός σε τέ­τοια ακραία υπαρξιακά ζητήματα σε τίποτα δεν ωφελεί. Το να κρύβεις την πραγματικότητα με τα πέπλα τής φαντασίας σου, κινδύνους μόνον εγκυμονεί, απογοητεύσεις, ανώμαλες προσ­γειώσεις, σύγχυση και ταραχή. Γιατί η διάθεση αυτή μπορεί μεν προσωρινά να καθησυχάζει τον άνθρωπο, όμως ταυτόχρονα του στερεί τη δυνατότητα της σωστικής αντιδράσεως. Τον οδηγεί ανύποπτα στην καταστροφή. Τί ουσιαστικό λοιπόν έχει να κερδίσει; Όμοια και στην περίπτωση του θανάτου που —ό­πως είπαμε— είναι τόσο αληθινός όσο και η ζωή. Είναι κάτι που δεν μπορείς να αποφύγεις, είναι η σκιά σου, ο μαγνήτης εκείνος που αδυσώπητα σε τραβά κοντά του, παρά τις όποιες αντιδράσεις σου, τους κοπετούς και τους ολοφυρμούς σου. Προς τί λοιπόν η εθελοτυφλία και ο στρουθοκαμηλισμός; Δεν είναι κα­λύτερα, την ανάγκη φιλοτιμία ποιούμενος, να έχεις φίλο σου το θάνατο, παρά αντίπαλό σου και εχθρό; Πολλά δε έχεις να ωφεληθείς από τη φιλίωση αυτή. Θα μετριάσεις κάπως τον πόνο και τη σύγχυση της τραγικής σου υπάρξεώς. Θα απαλύνεις την ταραχή τού επικείμενου θλιβερού τέλους σου. Θα φιλοσοφή­σεις την κοινή μοίρα σου. Θα εξιχνιάσεις, στο μέτρο τού δυνα­τού, το σκοτεινό και αβυσσαλέο μυστήριο. Θα κλέψεις δυο λό­για από την αμίλητη σφίγγα τού μνήματος. Αλλά —το σημαν­τικότερο— θα βοηθηθείς να γίνεις ανθρωπινότερος. Να προσθέ­σεις κάποια ποιότητα στη ζωή σου— κι ας φαίνεται αυτό παρά­δοξο— να την κάνεις ομορφότερη και ωραιότερη. Η μνήμη τού θανάτου, όταν είναι βαθιά ριζωμένη στην ψυχή σου, θα σε απαλλάξει από πολλές ασχήμιες και κακότητες. Θα σου τονίζει διαρκώς το φευγαλέο και μάταιο της επίγειας ζωής. Ότι βασι­κά είσαι ένα «τίποτα». Και δε θα το λες αυτό ευκαιριακά μόνο και επιπόλαια —σε μια κηδεία λόγου χάρη— που βγαίνοντας από το ναό γρήγορα θα λησμονήσεις. Αλλά θα είναι εντύπωση βαθιά χαραγμένη στο μυαλό σου, αναπόσπαστα δεμένη με την ψυχή σου. Έτσι, ποίαν ουσιαστικήν έννοια θα έχει πια για σένα η ταραχώδης προσπάθεια των εγκοσμίων, η ακόρεστη δίψα τής σάρκας, η ολοσχερής απορρόφηση από την ύλη, το δέσιμο με τη φθορά, το ασταμάτητο κυνηγητό τού πλούτου, η ακόρεστη θήρευση της δόξας, οι τόσες στενόκαρδες περηφάνιες, οι ανόητες επιδείξεις, οι άδειοι κομπασμοί, οι μωρές φιλοδοξίες, οι ψεύτικοι βαυκαλισμοί, που ξεφτίζουν τον άνθρωπο, τον ασχημίζουν, τον καθιστούν πρόστυχο και κούφο; Παράλληλα η αί­σθηση της μηδαμινότητας του βίου θα απαλύνει σε μεγάλο βαθμό την καρδιά σου, θα μαλακώσει τη θηριωδία σου. Μπροστά στο θέαμα ενός νεκρού συνήθως μαλάσσεται η σκληράδα τού ζώου. Ο θάνατος απαλύνει τις καρδιές. Γιατί να μη συμβαίνει το ίδιο καθ’ όλη τη διάρκεια τής ζωής; Γιατί να μη βλέπουμε τον άνθρωπο σαν συνάνθρωπο, με τον οποίο μοιραζόμαστε μαζί τη ζωή και το θάνατο, την ίδια γέννηση και τον ίδιο τάφο, σαν κάτι φιλικό και αγαπητό, αλλά να τον βλέ­πουμε σαν κάτι ξένο, σαν δοχείο υποδοχής όλης της βρωμερότητος των λυμάτων τής ψυχής μας; Πόσες κακότητες άραγε, πό­σες ταραχές και πολύνεκρες αναστατώσεις, πόσοι αιματηροί πό­λεμοι και συγκρούσεις, πόσες δυναστεύσεις και καταπιέσεις, πό­σες αδικίες και εκμεταλλεύσεις, πόσα δάκρυα και οιμωγές, πόσοι πόνοι βουβοί και δράματα κραυγαλέα και τόσα άλλα κακά που μετατρέπουν τις κοινωνίες μας σε άντρα ανθρωπόμορφων δαιμόνων, δε θα αποφεύγονταν, αν οι άνθρωποι έβλεπαν τη ζωή τους σαν ένα κινούμενο μηδενικό φορτωμένο ματαιότητα και μοχθηρία; Αλλά και σε κάτι άλλο, όχι λιγότερο σημαντικό, θα βοηθούσε η φιλίωση με το θάνατο. Θα ανακούφιζε τη σάρ­κα από τις χυδαιότητες και τα ρυπαρά πάθη της. Σαν τροχοπέ­δη ανασταλτική θα ανέκοπτε την αχαλίνωτη σαρκομανία, τους έρωτες τους σκοτεινούς και ασέληνους, τις τόσες καταχρήσεις και τις τόσες πρόστυχες ανωμαλίες, το άγριο χρεμέτισμα της ηδονής, τη ρυπαρότητα της αισθησιακής ακαθαρσίας, το σαρκι­κό πόλεμο του ζώου ενάντια στο ζώο, την ασχήμια που υποδουλώνει και καταρρακώνει τον άνθρωπο. Όταν είναι βιωμα­τική σοφία, καθαίρει τον άνθρωπο, τον περιτειχίζει από το στοιχείο το πρωτόγονο και απάνθρωπο, διοχετεύει τη ζωτική ορμή στα φυσικά κανάλια τής υπάρξεως, περικόπτει τ’ αγκάθια τής σύμφυτης κακίας, αποδαιμονοποιεί τον άνθρωπο, τόν το­ποθετεί στό γνήσιο βιολογικό βάθρο του. Η φιλίωση με το θά­νατο είναι δείγμα πραγματικής σοφίας, όταν βέβαια είναι φιλί­ωση αληθινή, βίωμα φωτισμένο και καθαρό, και όχι μια θολή και αρρωστημένη διάθεση, που προέρχεται από ύποπτες κατα­στάσεις και πλέγματα ψυχής.

(Πηγή: «ΑΜΩΜΟΙ ΕΝ ΟΔΩ ΑΛΛΗΛΟΥΪΑ», Εκδόσεις Αποστολικής Διακονίας της Εκκλησίας της Ελλάδος)

ΣΧΕΤΙΚΟ:

Χριστιανικές σκέψεις περί θανάτου (Ανδρέας Θεοδώρου, τ. Καθηγητής Πανεπ. Αθηνών)

[Ψήφοι: 0 Βαθμολογία: 0]