Ο Ακάθιστος Ύμνος εις την Κωνσταντινούπολιν (Υπό Ακακαίου του Σαββαΐτου)

«Ὑ­πῆρ­χεν εἰς τὴν Κων­σταν­τι­νού­πο­λιν κά­ποιο ἀν­δρῶ­ον μο­να­στή­ρι­ον λε­γό­με­νον τοῦ Ἀ­βάσ­σου(*). Ἡ ὀ­νο­μα­σία του αὐ­τὴ ἴ­σως νὰ προ­έρ­χε­ται ἀ­πὸ τὸ ὄ­νο­μα τοῦ κτί­το­ρος, ὅ­μως ἦ­ταν ἀ­φι­ε­ρω­μέ­νον εἰς τὴν Ὑ­πε­ρέν­δο­ξον Δέ­σποι­ναν ἡ­μῶν, τὴν Θε­ο­τό­κον, ἡ ὁ­ποία ἐ­κεῖ ὀ­νο­μά­ζε­ται «Ἀ­βασ­σι­ώ­τισ­σα» καὶ ἐ­πι­τε­λεῖ πάμ­πολ­λα θαύ­μα­τα. Συ­νή­θι­ζαν λοι­πὸν ὅ­λοι οἱ καλ­λί­φω­νοι ψάλ­ται νὰ με­τα­βαί­νουν ἐ­κεῖ, διὰ τὴν ἀ­γρυ­πνί­αν τοῦ «Ἀ­κα­θί­στου», ὡς λέ­γε­ται. Προ­κα­λοῦ­σαν ὅ­μως θό­ρυ­βον καὶ με­γά­λην ἀ­να­τα­ρα­χὴν εἰς τὸ μο­να­στή­ρι­ον. Οἱ μο­να­χοὶ θέ­λον­τες, κα­τὰ τὴν τά­ξιν, νὰ δι­α­φυ­λά­ξουν τὴν κα­τά­νυ­ξιν τῆς ἁ­γί­ας Τεσ­σα­ρα­κο­στῆς, ἀ­γα­να­κτοῦ­σαν. Τὸ ἔ­θος ὅ­μως ἦ­το πα­λαι­όν, καὶ οἱ μο­να­χοὶ δὲν εἶ­χαν τί νὰ κά­μουν.

Κά­πο­τε λοι­πὸν ἔ­γι­νε ἡ­γού­με­νος ἕ­νας πο­λὺ εὐ­λα­βὴς καὶ ἐ­νά­ρε­τος ἱ­ε­ρεύς, πλὴν ἄ­μου­σος. Αὐ­τὸς εἶ­πε πρὸς τοὺς μο­να­χοὺς τοῦ μο­να­στη­ρί­ου του: «Παι­διά μου, θέ­λω νὰ γνω­ρί­ζε­τε ὅ­τι δὲν θὰ ἐ­πι­τρέ­ψω τὴν κατ’ ἔ­θος προ­σέ­λευ­σιν ἐ­δῶ τῶν καλ­λι­φώ­νων». Τό­τε, οἱ μο­να­χοὶ θυ­μω­μέ­νοι τοῦ ἀ­πήν­τη­σαν: «Ἂν κά­μῃς ἔτ­σι, ποι­ός θὰ ψά­λῃ τοὺς οἴ­κους;» Καὶ ὑ­πο­κρι­νό­με­νοι τὰ ἄ­φω­να ὄν­τα, τοῦ εἶ­παν: «Ψά­λε τους ἐ­σύ!». Ὁ ἡ­γού­με­νος μὲ ἁ­πλό­τη­τα τοὺς εἶ­πεν: «Ἐ­γώ, τέ­κνα μου, σὺν Θεῷ! Ἐ­γὼ θὰ προ­σφέ­ρω εἰς τὸν Θε­ὸν ὁ­λό­κλη­ρον τὸ σέ­βας τῆς ἑ­ορ­τῆς». Ὅ­ταν λοι­πὸν ἔ­φθα­σεν ἡ ἡ­μέ­ρα, καὶ ἦλ­θεν ἡ νύ­κτα, εἶ­πεν ὁ ἡ­γού­με­νος πρὸς τὸν θυ­ρω­ρὸν τοῦ μο­να­στη­ρί­ου: «Κλεῖ­σον μὲ ἀ­σφά­λει­αν τὴν πύ­λην, καὶ οὐ­δε­νὸς νὰ ἐ­πι­τρέ­ψῃς τὴν εἴ­σο­δον, ἄλ­λως θὰ ἔ­χῃς ἐ­πι­τί­μι­ον». Ὁ θυ­ρω­ρὸς ἀ­μέ­σως ἐ­πῆ­γε καὶ ἀ­σφά­λι­σε τὴν πύ­λην, συμ­φώ­νως πρὸς τὴν ἐν­το­λήν. Ἦλ­θαν τό­τε οἱ καλ­λί­φω­νοι ἐμ­πρὸς εἰς τὸν πυ­λῶ­να καί, ἐ­πει­δὴ ηὗ­ραν τὴν εἴ­σο­δον κλει­στήν, σκαν­δα­λι­σθέν­τες ἔ­φυ­γαν, λέ­γον­τες πολ­λὲς ἀ­πει­λὲς κα­τὰ τῶν μο­να­χῶν. Ἀλ­λὰ καὶ κά­ποι­οι μο­να­χοί, ἀ­πὸ ἐ­κεί­νους ὁ­πού συ­να­νε­στρέ­φον­το μὲ τοὺς καλ­λι­φώ­νους, χά­ριν τῶν ὁ­ποί­ων, λύ­ον­τες τὸν κα­νό­να τῆς νη­στεί­ας, ἔ­πι­ναν καὶ ἔ­τρω­γαν μετ’ αὐ­τῶν, ἔ­λε­γαν κρυ­φί­ως με­τα­ξύ των, μὲ βα­ρεῖ­αν δι­ά­θε­σιν κα­τὰ τοῦ ἡ­γού­με­νου: «Νὰ ἰ­δοῦ­με, τί θὰ κά­μῃ αὐ­τὸς ὁ ἄ­φω­νος ἰ­χθύς!».

Ὅ­ταν, τέ­λος πάν­των, ἔ­φθα­σεν ἡ ὥ­ρα, κτυ­πή­σαν­τες τὸ σή­μαν­τρον συ­νή­χθη­σαν ὅ­λοι οἱ μο­να­χοί, πε­ρὶ τοὺς ἑ­βδο­μή­κον­τα, εἰς τὴν ἐκ­κλη­σί­αν. Καὶ ὅ­λοι πα­ρα­τη­ροῦ­σαν διὰ νὰ ἰ­δοῦν, τί θὰ κά­μῃ ὁ ἡ­γού­με­νος, ἐ­νῷ ὅ­σοι ἤ­ξευ­ραν νὰ ψά­λουν, πα­ρή­κου­σαν τὴν ἐν­το­λήν του γι­νό­με­νοι ἀ­φω­νό­τε­ροι τῶν ἰ­χθύ­ων. Ὅ­ταν λοι­πὸν ἦλ­θεν ἡ στι­γμὴ ὁ­πού, κα­τὰ τὴν τά­ξιν, ἔ­πρε­πε νὰ ἀρ­χί­σουν οἱ οἶ­κοι τῶν «Χαι­ρε­τι­σμῶν», ὁ ἡ­γού­με­νος ἐ­φώ­να­ξε τὸν ἐκ­κλη­σι­άρ­χην καὶ τοῦ εἶ­πεν: «Νὰ μοῦ φέ­ρῃς ἐ­δῶ τὸ ἐ­πι­τρα­χή­λι­ον καὶ τὸν φε­λώ­νην». Ἐ­κεῖ­νος τοῦ τὰ ἔ­φε­ρε, καὶ τό­τε αὐ­τός, πλη­σι­ά­σας εἰς τὴν εἰ­κό­να τῆς Θε­ο­μή­το­ρος, ἔ­κα­με τρεῖς με­τα­νοί­ας, ὡς εἴ­θι­σται εἰς τοὺς μο­να­χούς, ἀ­πε­κά­λυ­ψε τὴν κε­φα­λήν του, ἐ­νε­δύ­θη τὰ ἱ­ε­ρα­τι­κὰ ἄμ­φια, καὶ ἐ­στά­θη ἔμ­προ­σθεν τῆς εἰ­κό­νος τῆς Θε­ο­τό­κου. Δὲν ἐ­ζή­τη­σεν ἀ­πὸ τὴν Μη­τέ­ρα τοῦ Κυ­ρί­ου νὰ τοῦ δώ­σῃ καλ­λι­φω­νί­αν, ἂν καὶ αὐ­τὴ τοῦ ἔ­δω­σεν. Ἐ­γνώ­ρι­ζεν ὁ γέ­ρων ὅ­τι εἶ­ναι ἐ­πι­κίν­δυ­νον εἰς τοὺς μο­να­χοὺς νὰ ἐ­πι­δί­δων­ται εἰς αὐ­τά.

Ἀ­σφα­λῶς, καὶ ὁ μα­κά­ρι­ος Ρω­μα­νὸς ἀ­πὸ τὴν Πα­να­γί­αν ἔ­λα­βε τὸ χά­ρι­σμα καὶ ὠ­νο­μά­σθη Με­λῳ­δός, αὐ­τὸς ὁ­ποὺ προ­η­γου­μέ­νως ἦ­το τε­λεί­ως ἄ­φω­νος, παρ’ ὅ­τι ἦ­το κλη­ρι­κὸς τῆς Με­γά­λης Ἐκ­κλη­σί­ας, κα­τα­γό­με­νος ἀ­πὸ εὐ­γε­νεῖς γο­νεῖς καὶ κο­σμη­μέ­νος μὲ ὅ­λες τὶς ἀ­ρε­τές, ὅ­πως τὴν παρ­θε­νί­αν, τὴν σω­φρο­σύ­νην τῶν αἰ­σθή­σε­ων, τὴν πρα­ό­τη­τα καὶ τὴν ἐ­λε­η­μο­σύ­νην. Τὸ μο­να­δι­κόν του μει­ο­νέ­κτη­μα ἦ­το ἡ πα­ρα­φω­νία, διὰ τὴν ὁ­ποί­αν καὶ τὸν πε­ρι­γε­λοῦ­σαν οἱ συ­νά­δελ­φοί του κλη­ρι­κοί. Τί ἆ­ρα­γε θὰ ἠμ­πο­ροῦ­σε νὰ κά­μῃ αὐ­τὸς διὰ τοῦ­το τὸ μει­ο­νέ­κτη­μά του; Κα­τα­φεύ­γει λοι­πὸν εἰς τὴν σκέ­πην καὶ τὴν βο­ή­θει­αν τῆς Γορ­γο­ε­πη­κό­ου Πα­νά­γνου Μη­τρὸς τοῦ Σω­τῆ­ρος Χρι­στοῦ, εἰς αὐ­τὴν ὁ­ποὺ ἔ­χει ὅ­λους τοὺς θη­σαυ­ροὺς τῶν χα­ρι­σμά­των. Νη­στεύ­ει καὶ τὴν πα­ρα­κα­λεῖ νὰ λυ­θῇ τὸ δι­ά­φρα­γμα τῆς κα­κο­φω­νί­ας του. Ἔτ­σι ἔ­κα­με. Καὶ κά­ποια νύ­κτα, ἐ­νῶ ἀ­γρυ­πνοῦ­σε καὶ ἔ­ψαλ­λε δε­ό­με­νος, ἐ­γο­νά­τι­σεν ὀ­λί­γον ἀ­πὸ τὴν κού­ρα­σιν, καὶ ἔτ­σι τὸν ἐ­πῆ­ρεν ἕ­νας ὕ­πνος γλυ­κύς. Ἀ­νε­κά­θι­σεν ὅ­μως μετ’ ὀ­λί­γον καὶ βλέ­πει, ἔ­ξυ­πνος, ὄ­χι εἰς τὸν ὕ­πνον, παρ’ ὅ­τι καὶ εἰς τὸν ὕ­πνον ἡ πο­λυ­μέ­ρι­μνος ψυ­χὴ δὲν ἀ­πο­κοι­μᾶ­ται εὐ­κό­λως, βλέ­πει νὰ ἔρ­χε­ται ἡ Πα­νά­μω­μος Μη­τέ­ρα τοῦ Κυ­ρί­ου καὶ νὰ τοῦ λέ­γῃ: «Τί σοῦ συμ­βαί­νει καὶ θλί­βε­σαι, εὐ­λο­γη­μέ­νον τέ­κνον, Ρω­μα­νέ;». Καὶ ἐ­κεῖ­νος ἀ­παν­τᾷ: «Διὰ τὴν κα­κο­φω­νί­αν μου αὐ­τὴν, Δέ­σποι­να Κυ­ρία, δι­ό­τι ὅ­λοι μὲ πε­ρι­γε­λοῦν». «Καὶ ἂν σοῦ χα­ρί­σω φω­νὴν με­λω­δι­κήν, τί μοῦ ὐ­πό­σχε­σαι; Θὰ γί­νῃς μο­να­χός;» «Ναί, Κυ­ρία μου», ἀ­παν­τᾷ ἐ­κεῖ­νος, «ἐφ’ ὅ­σον αὐ­τή, ἐξ ἄλ­λου, εἶ­ναι ἡ ἐ­πι­θυ­μία μου». Καὶ ἡ Δέ­σποι­να τοῦ ἀ­πο­κρί­νε­ται: «Καὶ ἐ­γὼ γνω­ρί­ζω ὅ­τι εἶ­σαι ἐ­λεύ­θε­ρος ἀ­πὸ τὰ κο­σμι­κά, ὅ­μως τὸ χά­ρι­σμα ἠμ­πο­ρεῖ νὰ βλά­ψῃ ὅ­σους δὲν προ­σέ­χουν. Ἂν θέ­λῃς νὰ σοῦ δο­θῇ τὸ χά­ρι­σμα, πρό­σε­ξε νὰ μὴ γί­νῃ γνω­στὸν τὸ μυ­στή­ρι­ον. Δι­α­μοί­ρα­σον ὅ,τι ἔ­χεις εἰς τοὺς πτω­χούς, καὶ πή­γαι­νε εἰς τὸ ἀ­γα­πη­τόν μου ἀ­νά­κτο­ρον, τὴν Μο­νὴν τοῦ Ἀ­βάσ­σου, καὶ νὰ γί­νῃς ἐ­κεῖ μο­να­χός. Τό­τε θὰ ἔλ­θω ἐ­κεῖ, καὶ θὰ σὲ ἐ­πι­σκε­φθῶ». Λοι­πόν, εὐ­θὺς ὁ­ποὺ ἐ­ξύ­πνη­σεν, ἠ­σθάν­θη τὴν καρ­δί­αν του πλή­ρη συ­νέ­σε­ως καὶ γλυ­κύ­τη­τος, καὶ ἔ­σπευ­σε νὰ ἐκ­πλη­ρώ­σῃ ὅ,τι τοῦ εἶ­χε ζη­τη­θῆ. Ὅ­ταν ὡ­λο­κλή­ρω­σε τὴν δι­α­νο­μὴν τῶν ὑ­παρ­χόν­των του, ἀ­νε­χώ­ρη­σε διὰ τὸ μο­να­στή­ρι­ον, φυ­λάτ­των πάν­το­τε κα­λῶς ὡς μυ­στι­κὸν ἀ­δη­μο­σί­ευ­τον τὸ μυ­στή­ρι­ον. Ἐ­κά­ρη μο­να­χός, καὶ ἀ­πέ­βα­λε με­τὰ τῶν τρι­χῶν τῆς κε­φα­λῆς του καὶ ὅ­λες τὶς κο­σμι­κὲς ἐ­πι­θυ­μί­ες, γε­νό­με­νος ἔτ­σι κα­θα­ρὸν σκεῦ­ος τοῦ ἁ­γί­ου Πνεύ­μα­τος. Ἀ­νέ­με­νεν, ὅ­μως, ἐν σι­ω­πῇ τὴν ἐκ­δή­λω­σιν τῆς ὑ­πο­σχέ­σε­ως τῆς Πα­να­γί­ας. Κά­ποι­αν νύ­κτα, λοι­πόν, ἐμ­φα­νί­ζε­ται πά­λιν ἡ Πα­νά­μω­μος Παρ­θέ­νος καὶ τοῦ λέ­γει: «Χαί­ροις, τέ­κνον εὐ­λο­γη­μέ­νον, Ρω­μα­νέ! Ἐφ’ ὅ­σον με­τὰ πά­σης προ­θυ­μί­ας ἐ­ξε­πλή­ρω­σες ὅ­λα, ὅ­σα σοῦ ὑ­πέ­δει­ξα, λά­βε τώ­ρα τὸν καρ­πὸν τῆς ὑ­πα­κο­ῆς σου. Ἄ­νοι­ξον τὸ στό­μα σου». Καὶ τοῦ ἔ­δω­σε τό­τε νὰ φά­γῃ τὴν σε­λί­δα ἑ­νὸς βι­βλί­ου, ὄ­χι ὁ­λό­κλη­ρον κε­φά­λαι­ον ὅ­πως εἰς τὸν Ἰ­ε­ζε­κι­ήλ, οὔ­τε ὅ­πως εἰς τὸν Ἐ­φραὶμ τὸν Σύ­ρον, ἀλ­λὰ σε­λί­δα κα­τά­γρα­φον «ἔ­σω­θεν καὶ ἔ­ξω­θεν». Τὸ ση­μεῖ­ον τοῦ­το ἐ­δή­λω­νε διὰ τοῦ ἔ­σω­θεν μὲν τὸν φω­τι­σμὸν τῆς ψυ­χῆς καὶ τῆς καρ­δί­ας, διὰ δὲ τοῦ ἔ­ξω­θεν τὴν καλ­λι­φω­νί­αν πρὸς δό­ξαν τοῦ Θε­οῦ, διὰ τῶν γνω­στῶν εἰς ὅ­λους κον­τα­κί­ων τοῦ ἀν­δρός.

Ὅ­λα αὐ­τά, τὰ εἴ­πο­μεν, διὰ νὰ δεί­ξω­μεν πὼς οὔ­τε ἡ Μή­τηρ τοῦ Κυ­ρί­ου, οὔ­τε ὁ Υἰ­ὸς αὐ­τῆς συ­νερ­γά­ζον­ται με­τὰ τῶν ὑ­πε­ρη­φά­νων, ἀλ­λὰ δί­δουν τὴν χά­ριν εἰς τοὺς τα­πει­νούς. Δὲν κα­τη­γο­ρῶ, βε­βαί­ως, τὴν τέ­χνην τῆς μα­θή­σε­ως, ὄ­χι· ἀλ­λὰ πρέ­πει νὰ ἐμ­πι­στευ­ώ­με­θα εἰς τὸν Θε­όν, ὁ­ποὺ εἶ­πεν: «Χω­ρὶς ἐ­μοῦ οὐ δύ­να­σθε ποι­εῖν οὐ­δέν». Ἂς ἐ­πι­στρέ­ψω­μεν ὅ­μως εἰς τὴν συ­νέ­χει­αν τῆς δι­η­γή­σε­ως, ἐκ τῆς ὁ­ποί­ας μᾶς ἀ­πε­μά­κρυ­νεν ἡ ἀ­γά­πη μας πρὸς τὸν ἅ­γι­ον Ρω­μα­νὸν καὶ τὰ πε­ρι­στα­τι­κὰ τοῦ βί­ου του.

Ἐ­λέ­γα­με λοι­πὸν πε­ρὶ τοῦ ἡ­γου­μέ­νου τῆς Μο­νῆς Ἀ­βάσ­σου, καὶ πῶς ἐμ­πό­δι­σε τὴν εἴ­σο­δον τῶν κα­λι­φώ­νων εἰς αυ­τήν, καὶ πῶς ἀν­τέ­δρα­σαν οἱ μο­να­χοί. Ἔτ­σι, ἐ­φθά­σα­μεν εἰς τὸ ση­μεῖ­ον ὁ­ποὺ ἐ­φό­ρε­σε τὸν φε­λώ­νην, καὶ ὡς κα­κό­φω­νος ὁ­ποὺ ἦ­το ἐ­στά­θη ἐ­νώ­πι­ον τῆς εἰ­κό­νος τῆς ἀ­χράν­του Ἀ­ει­παρ­θέ­νου. Τό­τε, λοι­πόν, ὁ κα­νο­νάρ­χης ἐ­ξε­φώ­νη­σεν: «Ἄγ­γε­λος πρω­το­στά­της!». Καὶ ὁ ἡ­γού­με­νος, ὡς ἄ­νοι­ξε τὸ στό­μα του, δί­χως κἂν νὰ ἀ­κου­σθῇ φω­νή –ἴ­σως τὸ ἄ­νοι­ξε κα­τὰ τὸ ψαλ­μι­κὸν λό­γι­ον: «Ἄ­νοι­ξον τὸ στό­μα σου, καὶ πλη­ρώ­σω αὐ­τό»– εὐ­θὺς κρου­νοὶ δα­κρύ­ων ἀ­πὸ τοὺς ὀ­φθαλ­μούς του, ὡς στα­λα­γμα­τι­ὲς βρο­χῆς ἢ μᾶλ­λον ὡς ρυ­ά­κια, ἔ­τρε­ξαν ἐ­πὶ τῆς ἀ­α­ρω­νί­τι­δος ἐ­κεί­νης γε­νει­ά­δος, ὁ­ποὺ ἔ­φθα­σαν ἕ­ως τῶν ἐν­δυ­μά­των του καὶ αὐ­τοῦ ἀ­κό­μη τοῦ ἐ­δά­φους. Ἀλ­λὰ τὴν ἴ­δι­αν στι­γμὴν ἀ­κού­σθη­σαν καὶ τό­σοι καρ­δι­α­κοὶ ἀ­να­στε­να­γμοὶ καὶ κτύ­ποι τοῦ στή­θους βα­θυ­τά­της συν­τρι­βῆς, ὁ­ποὺ τίς ἠμ­πο­ρεῖ νὰ κα­τα­γρά­ψῃ; Ὁ­λό­κλη­ρος ὁ να­ὸς ἀν­τη­χοῦ­σεν ἀ­πὸ τοὺς θρή­νους. Ὁ ἡ­γού­με­νος ὅ­μως οὐ­δό­λως ἐ­σα­λεύ­θη, ἀλλ’ ἐ­στή­λω­σε τὸ σῶ­μά του ὡς ἄλ­λος Σα­μου­ήλ, καὶ κα­τώρ­θω­σε νὰ εἰ­πῇ τοὺς οἴ­κους ὅ­λους. Οἱ μο­να­χοὶ ἐ­κεῖ­νοι, ὁ­ποὺ προ­η­γου­μέ­νως κυ­ρι­ευ­μέ­νοι ἐκ τοῦ φθό­νου εἶ­χαν ἐ­ναν­τι­ω­θῆ πρὸς τὸν πα­τέ­ρα τους, βλέ­πον­τες τώ­ρα τὴν χά­ριν τοῦ Θε­οῦ νὰ σκε­πά­ζῃ τὸν ἡ­γού­με­νόν τους, κα­τε­νύ­γη­σαν τό­σον, ὥ­στε, θὰ ἠμ­πο­ροῦ­σε κα­νεὶς νὰ εἰ­πῇ ὅ­τι, ἐ­βλε­πεν ἕ­να πλῆ­θος μο­να­χῶν βυ­θι­σμέ­νων εἰς τὴν χαρ­μο­λύ­πην. Ἔ­ψα­λαν λοι­πὸν ὅ­λοι εἰς τοὺς χο­ροὺς καὶ ἐ­με­γά­λυ­ναν τὴν Μη­τέ­ρα τοῦ Σω­τῆ­ρος, εὐ­χα­ρι­στοῦν­τες τὸν ἡ­γού­με­νον, ὁ­ποὺ ἐ­γι­νεν αἰ­τία νὰ ἀ­πο­λαύ­σουν τό­σα ἀ­γα­θά.

Καὶ ἰ­δοὺ τὸ θαυ­μα­στὸν ἐ­πι­στέ­γα­σμα τῆς δι­η­γή­σε­ως. Ὅ­ταν ὁ ἡ­γού­με­νος ἔ­φθα­σεν εἰς τὸ τέ­λος τῶν οἴ­κων καὶ ἄρ­χι­σε νὰ ψά­λη τό: «Ὦ Πα­νύ­μνη­τε», ποῖ­ος νὰ πε­ρι­γρά­ψῃ τοὺς ἀ­να­στε­να­γμοὺς ἐ­κεί­νους καὶ τὰ κτυ­πή­μα­τα εἰς τὸ στῆ­θος! Ὅ­ταν μά­λι­στα ὡ­λο­κλή­ρω­σε τοὺς οἴ­κους, τὰ γό­να­τά του ἔ­πα­θαν ἀγ­κύ­λω­σιν καὶ δὲν ἐ­κάμ­πτον­το, ὡς καὶ αὐ­τὴ ἡ σπον­δυ­λι­κή του στή­λη –δι­ό­τι, ἐκ τῆς προ­σπα­θεί­ας τὰ νεῦ­ρα εἶ­χαν ἀ­πο­ναρ­κω­θῆ καὶ δὲν τὸν ἄ­φη­ναν νὰ σκύ­ψη, νὰ βά­λῃ ἐ­δα­φι­αί­αν με­τά­νοι­αν εἰς τὴν Θε­ο­τό­κον. Ἐ­στά­θη λοι­πὸν ὀρ­θός, ἀ­κί­νη­τος, καί –ὢ τῶν θαυ­μα­σί­ων σου, Δέ­σποι­να Θε­ο­το­κε, τίς δύ­να­ται νὰ ἐ­ρευ­νή­σῃ τὰ ἐ­λέη τῶν ἀ­πεί­ρων οἰ­κτιρ­μῶν σου, οἱ ὁ­ποῖ­οι κάμ­πτον­ται εἰς τοὺς τα­πει­νοὺς καὶ συν­τε­τριμ­μέ­νους τῇ καρ­δίᾳ– ἔτ­σι λοι­πὸν ὡς ἐ­στέ­κε­το, μία ἤ­ρε­μος φω­νή, ἐ­ξελ­θοῦ­σα ἀ­πὸ τῆς θε­ο­τυ­πώ­του εἰ­κό­νος τῆς Πα­να­χράν­του καὶ Θε­ο­μή­το­ρος, εἶ­πεν: «Εἰ­ρή­νη εἰς ἐ­σέ, τὸν ἱ­ε­ρέα μου! Εἰ­ρή­νη εἰς ἐ­σέ, καὶ εἰς τὴν ζω­ὴν αὐ­τὴν καὶ εἰς τὴν ἄλ­λην!».

Ἔ­κτο­τε, ὁ ἱ­ε­ρο­μό­να­χος ἐ­κεῖ­νος πα­ρη­τή­θη τῆς ἡ­γου­με­νί­ας καὶ δὲν ἐ­ξῆλ­θε τοῦ μο­να­στη­ρί­ου ἐ­πὶ τρι­ά­κον­τα ἓξ ἔ­τη. Δί­χως νὰ ἀ­σθε­νή­ση, ἐ­κοι­μή­θη ἐν εἰ­ρή­νῃ καὶ ἀ­νε­παύ­θη κα­τὰ τὴν ὑ­πό­σχε­σιν τῆς Πα­νά­γνου Θε­ο­τό­κου».

—————————-

Σχό­λια:

(*) Μο­νὴ Ἀ­βάσ­σσου: Πρό­κει­ται διὰ τὴν Μο­νὴν «τῶν Βάσ­σου», (ἐκ πα­ρα­φθο­ρᾶς εἰς «Ἀ­βάσ­σου»). Πε­ρὶ αὐ­τῆς ἀ­να­φέ­ρει ὁ Ρ. Ζα­νὲν ( κ­κλη­σι­α­στι­κ γε­ω­γρα­φία τς Βυ­ζαν­τι­νς Α­το­κρα­το­ρί­ας, τ. Γ΄, σ. 61-62, ἐν Πα­ρι­σι­οις, 1969), τὰ ἑ­ξῆς:

«Ἱ­ε­ρὰ Μο­νὴ τῶν Βάσ­σου, πα­τρι­κί­ου καὶ ἐ­πό­πτου τοῦ Πραι­τω­ρί­ου (δι­κα­στη­ρί­ου) ἐ­πὶ αὐ­το­κρά­το­ρος Ἰ­ου­στι­νι­α­νοῦ. Με­τέ­πει­τα, οἰ­κο­δο­μή­θη ἐ­κεῖ Μο­να­στή­ρι­ον, κα­τὰ τὸ α΄ τοὐ­λά­χι­στον ἥ­μι­συ τοῦ Θ΄ (9) αἰ­ῶ­νος, κα­θὼς ἤ­δη ὑ­φί­στα­το πρὸ τῆς γεν­νή­σε­ως τῆς αὐ­το­κρά­τει­ρας Θε­ο­φα­νοῦς, συ­ζύ­γου τοῦ Λέ­ον­τος Ϛ’ τοῦ Σο­φοῦ, συμ­φώ­νως πρὸς τὴν βι­ο­γρα­φί­αν τῆς πριγ­κι­πίσ­σης αὐ­τῆς ὑ­πὸ τοῦ Νι­κη­φό­ρου Γρη­γο­ρᾶ. Ἐν­τὸς τῆς ἐκ­κλη­σί­ας αὐ­τῆς, τῆς ἀ­φι­ε­ρω­μέ­νης εἰς τὴν Θε­ο­τό­κον, οἱ γο­νεῖς τῆς Θε­ο­φα­νοῦς ἐ­προ­σευ­χή­θη­σαν διὰ νὰ τὴν ἀ­πο­κτή­σουν, καὶ τὴν ἀ­φι­έ­ρω­σαν ἐ­κεῖ. Εἰς τὸν Βί­ον της ἀ­να­φέ­ρε­ται, ἐ­πί­σης, ὅ­τι ὑ­πῆρ­χεν ἐ­κεῖ μία ἀν­δρῶα Μο­νή, καὶ ὅ­τι ἡ εἰ­κὼν τῆς Παρ­θέ­νου εὑ­ρί­σκε­το εἰς τὸ δε­ξι­ὸν κλῖ­τος τῆς ἐκ­κλη­σί­ας.

Γνω­ρί­ζο­μεν ἐ­λά­χι­στα γε­γο­νό­τα σχε­τι­κῶς μὲ τὸ ἱ­ε­ρὸν τοῦ­το Φρον­τι­στή­ρι­ον, τὸ ὁ­ποῖ­ον ἐν τού­τοις δι­ε­τη­ρή­θη μέ­χρι τῆς πτώ­σε­ως τῆς Βυ­ζαν­τι­νῆς αὐ­το­κρα­το­ρί­ας. Τὴν 10ην Μα­ΐ­ου τοῦ 1363, ὁ ἱ­ε­ρο­μό­να­χος καὶ κα­θη­γού­με­νος (τῆς μο­νῆς) «τῶν Βάσ­σου», Ὑ­ά­κιν­θος, εἶ­ναι ἕ­νας ἐκ τῶν ἡ­γου­μέ­νων, ὁ­ποὺ πι­στο­ποι­οῦν τὴν αὐ­θεν­τι­κό­τη­τα κά­ποι­ων ἀ­γο­ρα­σθέν­των ἱ­ε­ρῶν Λει­ψά­νων εἰς τὴν Κων­σταν­τι­νού­πο­λιν. Πα­ρόν­τες ἦ­σαν, ἐ­πί­σης, ὁ ἐκ­κλη­σι­άρ­χης Νεῖ­λος καὶ οἱ ἱ­ε­ρο­μό­να­χοι Με­λέ­τι­ος καὶ Ἀν­τώ­νι­ος τοῦ ἰ­δί­ου μο­να­στη­ρί­ου.

Τὸν Μά­ϊ­ον τοῦ 1400, ὁ Πα­τρι­άρ­χης Ματ­θαῖ­ος Α΄ πα­ρε­χώ­ρη­σε τὸ μο­να­στή­ρι­ον αὐ­τὸ εἰς τὸν Ἰ­ω­άν­νην Καλ­λι­κρη­νί­την, ἀ­ξι­ω­μα­τοῦ­χον εἰς τὴν ὑ­πη­ρε­σί­αν τῆς Βα­σι­λίσ­σης, μὲ τὴν συγ­κα­τά­θε­σιν αὐ­τῆς, ἡ ὁ­ποία ἦ­το καὶ ἡ κά­το­χός του, καὶ ὑ­πὸ τὴν προ­ϋ­πό­θε­σιν νὰ προ­βῇ εἰς τὶς ἐ­πι­δι­ορ­θώ­σεις ἐ­κεῖ­νες, ὅ­που ἦ­σαν ἐ­πεί­γου­σες, καθ’ ὅ­τι ἦ­το ἑ­τοι­μόρ­ρο­πον. Τὸ Μο­να­στή­ρι­ον θὰ ἀ­νέ­κτη­σεν, ἀ­ναμ­φι­βό­λως, νέ­αν πνο­ὴν ζω­ῆς, κα­θὼς ἐ­δῶ, «ἐν τῇ σε­βα­σμίᾳ Μο­νῇ τοῦ Βάσ­σου», οἱ Βυ­ζαν­τι­νοὶ ἐ­συ­ζή­τη­σαν μὲ τοὺς ἀν­τι­προ­σώ­πους τῆς συ­νό­δου τῆς Βα­σι­λεί­ας, καὶ τοῦ μελ­λον­τι­κοῦ ρω­μαι­ο­κα­θο­λι­κοῦ ἐ­πι­σκό­που Κο­ρώ­νης Χρι­στό­φο­ρου Γκα­ρα­τό­νι, ἀ­πε­σταλ­μέ­νου τοῦ πά­πα Εὐ­γε­νί­ου Δ΄ διὰ νὰ χει­ρι­σθῇ τὴν ὑ­πό­θε­σιν τῆς με­λε­τω­μέ­νης συ­νό­δου τοῦ 1437.

Κα­τὰ τὸν ΙΔ΄ (14) αἰ­ῶ­να, ἀ­να­φέ­ρε­ται ὁ ἱ­ε­ρο­μό­να­χος Μα­κά­ρι­ος «ἀ­πὸ τῆς Μο­νῆς τῶν Βάσ­σου». Ἴ­σως πρό­κει­ται πε­ρὶ ἐ­κεί­νου, τοῦ ὁ­ποί­ου τὸν Βί­ον ἔ­γρα­ψεν ὁ Ση­λυ­βρί­ας Φι­λό­θε­ος. Ὁ βι­ο­γρά­φος ἀ­να­φέ­ρει ὅ­τι ἐμ­πνέ­ε­ται ἀ­πὸ τὰ πα­ρα­δεί­γμα­τα τῶν μο­να­χῶν τῆς Μο­νῆς τοῦ ἁ­γί­ου Βάσ­σου, ὅ­πως τὴν ἀ­πο­κα­λεῖ: «τὴν τοῦ Βάσ­σου τοῦ θεί­ου, τῆς πα­νά­χραν­του Θε­ο­μή­το­ρος».

Ὅ­μως, ὅ­λα τὰ με­τα­γε­νέ­στε­ρα ἔγ­γρα­φα, (πα­τρι­αρ­χι­καὶ πρά­ξεις, ἱ­στο­ρία τῆς συ­νό­δου τῆς Φλω­ρεν­τί­ας ὑ­πὸ Συλ­βέ­στρου Συ­ρο­πού­λου), τὴν ἀ­να­φέ­ρουν πάν­το­τε ὡς Μο­νὴν τοῦ Βάσ­σου…

Τέ­λος, ἕ­νας ἱ­ε­ρο­μό­να­χος τῆς «Μο­νῆς τοῦ Βάσ­σου», ὁ Γρη­γό­ρι­ος, ἀν­τέ­γρα­ψε πάμ­πολ­λα χει­ρό­γρα­φα, με­τα­ξὺ τῶν ὁ­ποί­ων ἕ­να σχό­λι­ον εἰς τὸν Εὐ­αγ­γε­λι­στὴν Ματ­θαῖ­ον καὶ μία ὁ­μι­λία τοῦ ἁ­γί­ου Ἰ­ω­άν­νου τοῦ Χρυ­σο­στό­μου (καὶ τὰ δύο κτή­μα­τα τῆς Μο­νῆς τοῦ Χρι­στοῦ Παν­τε­πό­πτου), καὶ ἕ­να σχό­λι­ον εἰς τὸν Εὐ­αγ­γε­λι­στὴν Μάρ­κον (κτῆ­μα τῆς Μο­νῆς τῆς Πα­να­γί­ας τῆς Γορ­γο­ε­πη­κό­ου).

Ἡ θέ­σις τῆς Μο­νῆς «τῶν Βάσ­σου» δὲν ἔ­χει μέ­χρι σή­με­ρον ἐν­το­πι­σθῆ. Θὰ ἦ­ταν ὅ­μως δυ­να­τὸν νὰ προ­τα­θῇ μία θέσις, συμ­φώ­νως πρὸς τὸν ψευ­δο-Κω­δι­νόν, ὁ ὁ­ποῖ­ος τὴν το­πο­θε­τεῖ με­τα­ξὺ τῶν συ­νοι­κι­ῶν «τὰ Καρ­πι­α­νοῦ» καὶ «Ὀ­ξείας». «Τὰ Καρ­πι­α­νοῦ» εὑ­ρί­σκον­ται ἐ­πὶ τοῦ «Χρυ­σοῦ Κέ­ρα­τος» εἰς τὰ πέ­ριξ τοῦ Ζιν­τὰν-Κα­πί, ἐ­νῷ ἡ «Ὀ­ξεῖα» ἐ­πὶ τοῦ ὑ­ψώ­μα­τος νο­τι­ο­δυ­τι­κῶς. Πι­θα­νὸν λοι­πὸν ἐ­πὶ τῆς κα­τω­φε­ρεί­ας, τῆς κα­τερ­χο­μέ­νης ἀ­πὸ τὴν ἀ­να­το­λι­κὴν πλα­γι­ὰν τοῦ λό­φου, πρέ­πει νὰ ἐν­το­πι­σθῇ ἡ συ­νοι­κία «τὰ Βάσ­σου» καὶ τὸ ὁ­μώ­νυ­μον Μο­να­στή­ρι­ον τῆς Θε­ο­τό­κου».

———————-

Με­τε­φρά­σθη ὑ­πό τι­νος ἱ­ε­ρο­μο­νά­χου

(Πηγή: Εφημερίς «Ο Εκκλησιολόγος» 09-04-2011)

[Ψήφοι: 0 Βαθμολογία: 0]