Μνησικακία και συγχωρητικότητα (Αγ. Ιωάννης ο Χρυσόστομος)

“Ομιλία εικοστή”

Ερμηνευτική απόδοση: Αδελφότης Ι. Μ. Τιμίου Προδρόμου Καρέα.

(Εκδόσεις “Ετοιμασία“)

Προλογικά

Ἡ μνησικακία θεωρεῖται καί εἶναι «λέπρά της ψυχῆς». Ἀνήκει στά πάθη ἐκεῖνα πού ἀναφέρονται στήν ἐπιθετικότητα τῆς ψυχῆς καί εἶναι τέκνο τοῦ θυμοῦ καί τῆς ὀργῆς.

Ἡ ἐπιθετικότητα ὅμως τῆς μνησικακίας, στρέφεται βέβαια πρός τόν πλησίον, ἀλλά περισσότερο φθείρει καί καταστρέφει ψυχοσωματικά ἐκεῖνον πού τήν ἐγκολπώνεται καί τήν ἐνεργεῖ. Ὁ μνησίκακος ἄνθρωπος ταλαιπωρεῖται καί ζεῖ κόλαση πρίν ἀπό τήν μέλλουσα κόλαση, διότι διακατέχεται ἀπό ψυχική ἀκαταστασία καί, σάν τούς παράφρονες καί τούς μανιακούς, δέν μπορεῖ ποτέ νά χαρεῖ γαλήνη καί τήν ἐσωτερική ἡσυχία.

Ἄλλα πώς εἶναι δυνατόν νά χαρεῖ κανείς τήν εἰρήνη τῆς ψυχῆς, ἄν ἔχει ἐξορίσει ἀπό μέσα του τήν ἀγάπη; Διότι «ὅπως οὐκ ἔστιν ἰδεῖν ἐν βορβόρῳ ἀρώματα, οὕτως οὐδέ ἕν ψυχῇ μνησίκακου ἀγάπης εὐωδίαν».

Ὁ μνησίκακος ζεῖ μέσα σ’ ἕνα συνεχές σκοτάδι, τό σκοτάδι τῶν παθῶν, διότι μέ τή διαρκή του κακία ἀποδιώχνει ἀπό τήν ταλαίπωρη ψυχή του ὄλο τό σμῆνος των ἀρετῶν. Στήν οὐσία πρόκειται γιά νοσηρή καί ἔντονη φιλαυτία, ἀποκλεισμό καί λατρεία τοῦ ἐγώ. Ὁ μνησίκακος δέν «συνχωρεῖ», δηλαδή δέν δέχεται νά συνυπάρξει καί νά συμπορευθεῖ μέ τόν ἀδελφό καί πλησίον του. Ἔτσι ἀπομονώνεται καί ζεῖ στήν κόλαση τῆς μοναξιᾶς του, χωρίς χαρά καί χωρίς νόημα, ματαιοπονώντας καί χάνοντας τό χρόνο του ἔξω ἀπό τή μετάνοια πού ὁδηγεῖ στό φῶς τῆς δόξας του Χριστοῦ.

Ὁ ὅσιος Νεῖλος ὁ Ἀσκητής μας λέει πώς ὅσοι ἐπισωρεύουν μέσα τους λύπες καί μνησικακίες «ὅμοιοί εἰσι τοῖς ὕδωρ αντλοῦσι καί εἰς πίθον τετρημένον βάλλουσιν». Δηλαδή, ὅλοι ὅσοι εἶναι σφικταγκαλιασμένοι μέ τή μνησικακία, ματαιοπονοῦν καί ἐκτελοῦν σισύφειο ἔργο, γιατί βάζουν το νερό πού ἀντλοῦν σέ τρύπιο πιθάρι.

Ὁ ἄνθρωπος πού τρέφει μέσα στήν ψυχή του τή μνησικακία, δέν μπορεῖ νά λειτουργήσει τη μετάνοια, διότι συνεχῶς ἔχει μπροστά του καί ἐξετάζει τά σφάλματα τοῦ ἀδελφοῦ, ἐνῶ τα δικά του τά δικαιολογεῖ καί τά ρίχνει πίσω του. Γι’ αὐτό πρέπει νά ξέρουμε ὄτι «αὐτός πού διατηρεῖ τήν ἔχθρα στήν καρδιά του καί νομίζει ὅτι ἔχει μετάνοια, ὁμοιάζει μ’ αὐτόν πού βλέπει στόν ὕπνο του ὅτι τρέχει».

Φυσικά, ὄχι μόνο στή μετάνοια, ἀλλά οὔτε στήν προσευχή δέν μπορεῖ νά ἐπιδοθεῖ αὐτός πού ἐγκολπώθηκε τή μνησικακία. «Ἡ γὰρ μνησικακία ἀμαυροῖ τὸ ἡγεμονικὸν τοῦ προσευχομένου καὶ σκοτίζει τούτου τὰς προσευχάς». Γιατί, «ἄν ὀργίζεται ὁ ἐραστής της προσευχῆς ἤ μνησικακεῖ, εἶναι ὅμοιος μ’ ἐκεῖνον πού θέλει νά βλέπει καθαρά καί ὅμως ταράζει ὁ ἴδιος τα μάτια του». Προφανῶς λοιπόν «ὁ μνησικακῶν οὔπω καθαρῶς προσεύχεται» .

Γι’ αὐτό, ὁ ἄνθρωπος πού μνησικακεῖ πρός τόν πλησίον του μέ ἀφορμή πρόσκαιρα πράγματα, «Ὁ τοιοῦτος λατρεύει τὴν κτίσιν παρὴ ταὴν Κτίσαντα», θά μᾶς πεῖ ὁ ἅγιος Μάξιμος, ὁ Ὁμολογητής.

Καί, ὅπως ἀναφέρεται στήν Κλίμακα τοῦ ὁσίου Ἰωάννου τοῦ Σιναΐτου, «Ἡ μνησικακία γίνεται συχνά καί ἐρμηνευτής των Γραφῶν, ἐξηγώντας τα λόγια τοῦ Ἁγίου Πνεύματος κατά τίς δικές της διαθέσεις. Ἄς τήν καταισχύνει ὅμως ἡ προσευχή πού μᾶς παρέδωσε Ὁ Ἰησοῦς, τό “Πάτερ ὑμῶν”, τήν ὁποία δέν μποροῦμε νά τήν ποῦμε ἄν μνησικακοῦμε».

Ὁ Κύριός μας Ἰησοῦς Χριστός, ὅπως διαφαίνεται στά τέσσερα Εὐαγγέλια, δέν θέλει νά τρέφουμε μίσος καί μνησικακία γιά κανέναν ἄνθρωπο. Ἀντίθετα, θέλει νά εἴμαστε μακρόθυμοι, ἀνεξίκακοι καί συγχωρητικοί,

ὅπως εἶναι καί Ἐκεῖνος πρός ἐμᾶς. «Γίνεσθε οὖν οἰκτίρμονες, καθὼς καὶ ὁ πατὴρ ὑμῶν οἰκτίρμων ἐστί».

Αὐτή μας ἡ στάση ἡ ἀγαπητική πρός τόν ἀδελφό, μᾶς βοηθᾶ νά Τοῦ ὁμοιάσουμε καί νά γίνουμε «θεοί κατά χάριν», μέσα ἀπό τήν πρακτική ζωή. Γι’ αὐτό καί οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας μας μᾶς προτείνουν διάφορες μεθόδους, μέ τίς ὀποῖες θά μπορέσουμε, ἄν θέλουμε, νά ἁπαλλαγοῦμε ἀπό τό φοβερό αὐτό πάθος πού καταδυναστεύει καί λυμαίνεται τίς ἀνθρώπινες σχέσεις καί δέν μᾶς ἀφήνει νά χαροῦμε οὔτε σ’ αὐτή τή ζωή, ἀλλά οὔτε καί θά ἐπιτρέψει νά ἀπολαύσουμε τή μέλλουσα.

Πρῶτα – πρῶτα, οἱ ἅγιοι Πατέρες μᾶς παροτρύνουν νά ἔχουμε κατά νοῦν τήν ἀνάμνηση τῶν παθημάτων τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστού. Ἡ ἀνάμνηση αὐτή θά θεραπεύσει τήν ψυχή πού μνησικακεῖ, διότι «θά αἰσθάνεται ὑπερβολική ἐντροπή, καθώς θά ἀναλογίζεται τή δική Του ἀνεξικακία»”.

Ἔπειτα οἱ Πατέρες μας συνιστοῦν, ἄν τρέφουμε μνησικακία πρός κάποιο πρόσωπο, νά προσευχόμαστε γι’ αὐτό πρός τόν φιλάνθρωπο Θεό. Ἔτσι, μέ τή χάρη τῆς προσευχῆς θά ἁπαλύνεται ἡ ἀνάμνηση τοῦ κακοῦ πού μᾶς ἔκανε ὁ πλησίον καί θά ἐκδιώκεται ἀπό τήν ψυχή ἡ μνησικακία.

Ἄλλοτε πάλι μᾶς προτρέπουν νά πλησιάζουμε τόν ἀδελφό πού μᾶς λύπησε, νά τοῦ δείχνουμε ἀγάπη, νά τόν συγχωροῦμε, νά καταθέτουμε ταπεινή συμπεριφορά ἀπέναντί του καί ὅσο τό δυνατόν νά τόν πλησιάζουμε καί ἔτσι θά συνεργήσουμε καί θά βοηθήσουμε τόν ἑαυτό μας, ἀλλά καί τόν ἀδελφό νά ἁπαλλαγοῦν ἀπό τό πάθος τῆς μνησικακίας.

«Ἐάν μὲν σὺ μνησικακῇς τινι, προσεύχου ὑπὲρ αὐτοῦ, καὶ ἱστᾶς τὸ πάθος τῆς κινήσεως, χωρίζων τὴν λύπην διὰ τῆς προσευχῆς, ἐκ τῆς μνήμης τοῦ κακοῦ, οὗπερ σοι ἐποίησεν· ἀγαπητικὸς δὲ γενόμενος καὶ φιλάνθρωπος, παντελῶς ἐκ τῆς ψυχῆς τὸ πάθος ἐξαφανίσῃς. Ἐὴν δὴ ἄλλος σοι μνησικακῇ, χαριστικὸς γενοῦ πρὸς αὐτὸν καὶ ταπεινὸς καὶ καλῶς συναυλίζου καὶ ἀπαλλάττεις αὐτὸν τοῦ πάθους».

Ἡ παράδοση τῆς Ἐκκλησίας μας ἀναφέρει ὅτι ὁ ἀπόστολος Ἰάκωβος, ὁ ἀδελφός τοῦ Εὐαγγελιστοῦ Ἰωάννου, τήν ὥρα πού ὁδηγεῖτο στό μαρτύριο, συνάντησε στό δρόμο ἐκεῖνον πού τόν εἶχε καταδώσει. Τόν σταμάτησε καί τόν φίλησε λέγοντας:

-Εἰρήνευε, ἀδελφέ.

Βλέποντας ἐκεῖνος τήν τόση ἀνεξικακία, ἐθαύμασε κι ἐφώναξε μέ ἐνθουσιασμό:

-Χριστιανός εἶμαι ἀπό σήμερα κι ἐγῶ.

Ὕστερα ἀπ’ αὐτή τήν ὁμολογία, τόν ἀποκεφάλισαν μαζί μέ τόν Ἀπόστολο.

Ὅλα αὐτά τα σημεῖα τα σχετικά μέ τήν ἀνεξικακία τά ἀναλύει διεξοδικά ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος στό λόγο του «Περί μνησικακίας καί συγχωρητικότητας», πού ἀκολουθεῖ. Ὁ ὄντως «χρυσοῦς τῇ γλώττῃ» ἅγιος Ἰεράρχης, χειρίζεται τό θέμα τῆς μνησικακίας μέ τήν ἀπαράμιλη τέχνη τῆς ρητορικῆς του ἱκανότητας καί μᾶς ἀφήνει ἐμβρόντητους καί ἄφωνους. Μᾶς ἀποδεικνύει, τή φοβερότητα τοῦ πάθους τῆς μνησικακίας, καί συγχρόνως μᾶς ὑπογραμμίζει τήν ἀνεξικακία, τή μακροθυμία καί τή συγχωρητικότητα τοῦ Πανάγαθου Θεοῦ πρός ἐμᾶς. Ἐπιπλέον μᾶς τονίζει τά εὐεργετικά ἐπακόλουθα πού θά ἔχουμε στήν ὕπαρξή μας, ἄν κινηθοῦμε πρός τήν κατεύθυνση τῆς συγχωρητικότητας καί ἐντέλει μᾶς προτρέπει νά λειτουργήσουμε τή σπουδαία αὐτή ἀρετή, γιά νά ἀξιωθοῦμε ἔτσι τῆς ἀφέσεώς των ἁμαρτιῶν μας, ἀλλά καί τοῦ λαμπροῦ Παραδείσου πού θά δημιουργήσουμε γιά τόν ἑαυτό μας, στρεφόμενοι πρός τήν ἀγάπη καί τή συγχώρηση τοῦ ἀδελφοῦ. Διότι «ὅποιος ἀπεδίωξε ἀπό μέσα του τή μνησικακία, εὑρῆκε τήν ἄφεση τῶν ἁμαρτιῶν του. Ὅποιος ἀντιθέτως προσκολλᾶται σ’ αὐτήν, ἐστερήθηκέ τούς οἰκτιρμούς τοῦ Θεοῦ.

(Αδελφότης Ι. Μ. Τιμίου Προδρόμου Καρέα)

“Η Άλλη Όψις θα ήθελε ταπεινά να ευχαριστήσει την γερόντισσα της Ιεράς Μονής Τιμίου Προδρόμου Καρέα, για την ευλογία της για την δημοσίευση του περιεχομένου του βιβλίου, που πιστεύουμε πως θα είναι πολύ ωφέλιμο για όλους τους αναγνώστες του.”

1. Ηδη ο καιρός σπεύδει προς το τέλος της νη­στείας, γι’ αυτό κι εμείς ας εντείνουμε τις δυ­νάμεις μας, για να προχωρήσουμε στην αρετή. Διότι, όπως δεν έχουν καμία ωφέλεια από τα πολλά τρεξίματα εκείνοι που αγωνίζονται στο στάδιο αγώνα δρόμου, αν χάσουν τελικά τα βρα­βεία, έτσι κι εμείς δεν θα έχουμε κανένα κέρδος από τους πολλούς κόπους και τους ιδρώτες που καταθέσαμε χάριν της νηστείας, αν δεν μπορέσουμε με καθαρή συνείδηση να απολαύ­σουμε την Ιερά Τράπεζα. Γι’ αυτό ακριβώς προηγούνται και η νη­στεία και η Σαρακοστή και οι λατρευτικές Συνάξεις τόσων ημερών και οι ακροάσεις των θεί­ων λόγων, και οι προσευχές και οι διδασκαλίες. Ωστε με τη σπουδή αυτή που επιδεικνύουμε, με κάθε δηλαδή τρόπο, να αποπλύνουμε τα αμαρτήματα που επισωρεύτηκαν στην ψυχή μας κατά τη διάρκεια όλου του προηγούμενου χρό­νου. Για να μπορέσουμε με τον αγώνα μας αυτό να κάνουμε βίωμα τις εντολές του Θεού, να κα­θαρισθούμε από καθετί εφάμαρτο και με παρ­ρησία πνευματική να μετάσχουμε με ευλάβεια στην αναίμακτη εκείνη θυσία της Αναστάσιμης Θείας Λειτουργίας. Διότι, αν δεν γίνει τούτο, μάταια και άσκοπα και χωρίς ωφέλεια, έχουμε υποστεί τόσο κόπο. Ο καθένας λοιπόν ας εξετάσει κατ’ ιδίαν ποιο ελάττωμα διόρθωσε, ποια αρετή απέκτη­σε, ποια αμαρτία απέβαλε και κατά τι έγινε καλύτερος. Και αν μεν βρει ότι κάτι κέρδισε από τη νηστεία, αυτή την καλή πνευματική συναλ­λαγή, και διαπιστώσει ότι πολύ επιμελήθηκε τα τραύματα της ψυχής του, ας προσέρχεται για να κοινωνήσει. Αν όμως έμεινε ράθυμος και έχει μόνο τη νηστεία του να επιδείξει, αλλά τίποτα από τα υπόλοιπα δεν έχει κατορθώσει, ας απέχει από το Μυστήριο. Τότε μόνο να εισέλθει, ό­ταν καθαρισθεί απ’ όλα του τα αμαρτήματα. Κανείς να μη στηρίζεται μόνο στη νηστεία, αν έμεινε αδιόρθωτος στα υπόλοιπα πάθη. Διό­τι εκείνος που δεν νηστεύει, είναι φυσικό να συγχωρηθεί, όταν ο κύριος λόγος που δεν νή­στεψε είναι η ασθένεια του σώματος. Εκείνος όμως που δεν διόρθωσε τα παραπτώματά του, είναι δύσκολο να βρει κάποια απολογία. Δεν νήστεψες λόγω της σωματικής σου ασθένειας. Πες μου όμως, για ποιό λόγο δεν συμ­φιλιώθηκες με τους εχθρούς σου; Μήπως και εδώ έχεις να προβάλλεις κάποια σωματική αδυ­ναμία; Αν εξακολουθείς επίσης να έχεις φθό­νο και ζήλεια, πες μου, τί απολογία θα δώσεις; Διότι γι’ αυτά τα ελαττώματα δεν μπορείς να προβάλλεις λόγους σωματικής ασθένειας. Είναι βέβαια έργο της φιλανθρωπίας του Χριστού, το ότι η εφαρμογή των σπουδαιότερων εντολών, που συνέχουν την πνευματική μας ζωή, δεν πα­ρεμποδίζεται από τη σωματική ασθένεια. Επειδή λοιπόν είναι ανάγκη να τηρούμε όλες τις εντολές εξίσου, και μάλιστα εκείνη που αναφέρει να μην έχουμε κανέναν εχθρό, ούτε να αφήνουμε να χρονίζει στην καρδιά μας η οργή και η μνησικακία, αλλά να συμφιλιωνό­μαστε αμέσως με τον πλησίον, εμπρός λοιπόν, ας μιλήσουμε σήμερα γι’ αυτή την εντολή. Οπως εκείνος που πορνεύει και βλασφη­μεί είναι αδύνατον να συμμετάσχει στην Αγία Τράπεζα, έτσι και αυτός που κάνει κάποιον εχθρό του και μνησικακεί, είναι αδύνατον να μετάσχει στη Θεία Κοινωνία. Και αυτό είναι πο­λύ λογικό. Διότι αυτός που έπεσε στην πορνεία και στη μοιχεία, μαζί με την ικανοποίηση της σαρκικής επιθυμίας, έδωσε τέλος και στην ενέρ­γεια της αμαρτίας· και αν θελήσει να ανανήψει και να σηκωθεί από την πτώση του αυτή και να μετανοήσει, έχει κάποια παρηγοριά. Εκείνος όμως που μνησικακεί, κάθε μέρα ενεργεί την αμαρτία και ουδέποτε δίνει τέλος σ’ αυτήν. Στην περίπτωση της σαρκικής αμαρτίας, έπεσε κά­ποιος στο παράπτωμα, σηκώθηκε, και πήρε τέ­λος η αμαρτία. Εδώ, στο θέμα της μνησικακίας, καθημερινά και ακατάπαυστα επιτελείται η αμαρτία. Πες μου λοιπόν, ποιά συγνώμη θα έχου­με, αφού παραδίδουμε τους εαυτούς μας, με τη θέλησή μας, σε τέτοιο πονηρό θηρίο; Και πώς θέλεις να είναι προς εσένα ο Δεσπότης Χριστός γλυκύς και πράος, όταν εσύ γίνεσαι σκληρός προς τον συνάνθρωπό σου και δεν τον συγχω­ρείς; Αλλά θα μου πεις ότι σε έβρισε ο συνάν­θρωπός σου. Ομως κι εσύ βρίζεις τον Θεό πο­λύ συχνά και επαναληπτικά. Και πώς είναι δυ­νατόν να εξισώνεται ο δούλος προς τον Δεσπό­τη; Ας αφήσουμε το ότι μπορεί να σε έβρισε ο σύνδουλός σου επειδή εσύ πρώτος τον αδίκησες. Παρόλα αυτά όμως εσύ οργίστηκες ενα­ντίον του. Και ξεχνάς ότι κι εσύ βρίζεις τον Δε­σπότη Χριστό, ενώ Εκείνος δεν σε έχει αδική­σει σε τίποτε, ούτε σε έχει βλάψει, αλλά αντί­θετα σε ευεργετεί καθημερινά. Προσπάθησε να καταλάβεις ότι αν μέτραγε ο Θεός όλα εκείνα τα σφάλματά μας που διαπράττουμε προς Αυτόν, δεν θα μπορούσα­με να ζήσουμε ούτε μία ημέρα. Διότι λέει ο προ­φήτης Δαβίδ: «Εάν, Κύριε, Κύριέ μου, παρα­τηρήσεις και εξετάσεις με αυστηρότητα τις ανομίες μας, και δεν τις παραβλέψεις, ποιός μπορεί να βαστάξει το βάρος της δικαιοσύνης Σου;» (Ψαλμ. 129, 3). Και ας αφήσω όλα τα άλλα, όσα γνωρίζει η συνείδηση του καθενός, τα οποία δεν τα ξέ­ρουν οι άλλοι άνθρωποι, αλλά τα γνωρίζει μο­νάχα ο Θεός, και ας σταθώ στα φανερά και ομολογημένα αμαρτήματα. Αν μας ζητηθεί λόγος για όλα αυτά, ποιά συγχώρηση θα βρούμε; Αν, για παράδειγμα, εξετάσει ο Θεός τη ραθυμία που επιδεικνύουμε την ώρα της προ­σευχής και την ολιγωρία και το ότι, ενώ στεκό­μαστε ενώπιόν Του και τον παρακαλούμε, δεν Του αποδίδουμε ούτε τόση ευλάβεια και τιμή, όση αποδίδουν οι δούλοι στους κυρίους τους, ή οι στρατιώτες στους άρχοντες, ή οι φίλοι στους φίλους τους, ποιά άραγε συγχώρηση θα έχου­με; Διότι, όταν συζητάς με τον φίλο σου, το κάνεις με κάθε προσοχή, όταν όμως προσεύχε­σαι στον Θεό και τον παρακαλείς για τα αμαρτήματά σου, και ζητάς συγχώρηση για τα τόσο μεγάλα σου πλημμελήματα, το κάνεις, πολλές φορές, με ραθυμία. Και, ενώ είσαι γονατισμένος μπροστά Του, αφήνεις το νου σου να πλανάται σε διάφορα μέρη της αγοράς και της οικίας σου, και οι προσευχές που λέει το στόμα σου είναι άσκοπες και μάταιες. Και αυτό δεν το παθαίνουμε μια και δυο, αλλά πολλές φορές. Αν λοι­πόν τούτο μόνο ήθελε να εξετάσει ο Θεός, άρα­γε θα λάβουμε συγχώρηση, άραγε θα μπορέ­σουμε να απολογηθούμε; Εγώ πάντως δεν το γνωρίζω.

2. Αλήθεια τί θα γίνει, αν ο Κύριος φέρει στην Κρίση τις κακολογίες και τις κατηγορίες, τις οποίες καθημερινά λέμε ο ένας για τον άλλο, και τις ανάρμοστες κρίσεις και επικρίσεις, με τις οποίες κατακρίνουμε τον πλησίον μας, χω­ρίς να υπάρχει κανένας λόγος, αλλά το κάνου­με μόνο και μόνο επειδή είμαστε φιλοκατήγοροι και μεμψίμοιροι; Τί θα μπορέσουμε τότε να απολογηθούμε και να πούμε; Και αν εξετάσει τα περίεργα βλέμματά μας και τις πονηρές επιθυμίες που έχουν έρει­σμα την καρδιά μας, αφού πολύ συχνά αποδε­χόμαστε αισχρούς και ακάθαρτους λογισμούς —οι οποίοι με τη σειρά τους προέρχονται από τα απρόσεκτα και χωρίς νήψη βλέμματά μας— πόση καταδίκη θα επιφέρουμε στην ψυχή μας; Αν πάλι μας ζητήσει λόγο για τις ύβρεις —διότι, καθώς λέει ο Κύριος, «αυτός που θα πει με μίσος και κακία τον αδελφό του βλά­κα, θα είναι ένοχος και άξιος για τη γέεννα του πυρός» (Ματθ. 5, 22)— άραγε θα μπορέσουμε να ανοί­ξουμε το στόμα μας για να απολογηθούμε ή θα μείνουμε με ανοικτό το στόμα εξαπορούμενοι, και θα επινοήσουμε κάτι τιποτένιο ή υπερβολικό για να το φέρουμε ως δικαιολογία; Επί­σης, αν εξετάσουμε την κενοδοξία που μας κα­ταλαμβάνει όταν προσευχόμαστε και νηστεύ­ουμε ή όταν δίνουμε ελεημοσύνη και την ερευ­νήσουμε —δεν λέω ο Θεός, αλλά εμείς που πέ­φτουμε συχνά σ’ αυτό το αμάρτημα— άραγε θα μπορέσουμε να σηκώσουμε τα μάτια μας προς τον Ουρανό; Για τους δόλους πάλι που εξυφαίνουμε ο ένας προς τον άλλο —άλλοτε με το να επαι­νούμε τον αδελφό, όταν είναι παρών και να του συμπεριφερόμαστε σαν να είναι φίλος και άλ­λοτε, όταν είναι απών, με το να τον κατηγο­ρούμε— άραγε θα μπορέσουμε να σηκώσουμε τις κολάσεις για όλη αυτή τη συμπεριφορά μας; Τί να πω τώρα για τους όρκους, τί να πω για τα ψέματα, για τις επιορκίες, για τους άδι­κους θυμούς, το φθόνο που τρέφουμε γι’ αυτούς που είναι επιτυχημένοι, οι οποίοι δεν είναι εχθροί, αλλά φίλοι μας; Τί να πω για το ότι αι­σθανόμαστε χαρά, όταν οι άλλοι υποφέρουν και θεωρούμε παρηγοριά της δικής μας συμ­φοράς την ξένη δυστυχία; Επίσης αν μας ζητηθεί ευθύνη και για την αμέλεια που μας κυριεύει και δεν προσερ­χόμαστε στις Συνάξεις της Εκκλησίας, τί θα απολογηθούμε; Αλλά και στις Συνάξεις της Εκκλησίας, όταν προσερχόμαστε, ενώ πολλές φορές ο Θεός μας ομιλεί με τα προφητικά ανα­γνώσματα, εμείς προτιμάμε να ανοίξουμε μα­κρά συζήτηση με τον διπλανό μας για θέματα που δεν μας αφορούν και καθόλου δεν μας ωφε­λούν. Αν λοιπόν όλα τ’ άλλα τα παραλείψει ο Θεός και θελήσει μόνο γι’ αυτή την αμαρτία να μας ζητήσει λόγο, θα έχουμε ελπίδα σωτηρίας; Μήπως νομίζεις ότι είναι μικρό το αμάρτημα αυτό; Αν θέλεις να εννοήσεις το μέγεθός του, εφάρμοσέ το στους ανθρώπους, και τότε θα κα­ταλάβεις τη σημασία του. Τόλμησε, ενώ σου μι­λάει ένας άρχοντας, ή μάλλον κάποιος φίλος σου, που είναι κάπως επίσημος, να τον αφήσεις και να μιλάς με τον υπηρέτη του. Τότε θα διαπιστώσεις τι αλλόκοτο πράγμα είναι αυτό που κάνεις στον Θεό. Διότι, αν αυτός είναι κάποιος από τους σπουδαίους και τους επίσημους, θα απαιτήσει και την τιμωρία σου για την προ­σβολή που του έκανες. Ο Θεός όμως, αν και υβρίζεται κάθε μέρα, με ύβρεις και περιφρο­νήσεις μεγαλύτερες απ’ αυτές, και όχι από έναν και δυο και τρεις ανθρώπους, αλλά σχεδόν απ’ όλους μας, μας ανέχεται και μακροθυμεί, όχι μόνο γι αυτά, αλλά και για άλλα, πολύ χειρό­τερα απ’ αυτά. Ολα αυτά τα αμαρτήματα που ανέφερα είναι ολοφάνερα και παραδεκτά απ’ όλους, και όλοι μας πέφτουμε σ’ αυτά. Υπάρχουν βέβαια και άλλα αμαρτήματα, τα οποία τα γνωρίζει η συνείδηση του καθενός. Αν όλα αυτά τα ανα­λογισθούμε και τα εννοήσουμε, έστω κι αν εί­μαστε οι πιο σκληροί και οι πιο ωμοί απ’ όλους τους ανθρώπους, επειδή θα διαπιστώσουμε το πλήθος των αμαρτιών μας, από το φόβο και την αγωνία μας, ούτε καν θα μπορέσουμε να θυμη­θούμε την ύβρη που μας έκαναν οι άλλοι αδελ­φοί μας. Αναλογίσου τον πύρινο ποταμό, το σκουλίκι το φαρμακερό, τη φοβερή Κρίση, στην οποία όλα θα είναι γυμνά και εντελώς ξεσκεπασμένα. Κατάλαβέ το, αδελφέ, ότι, όσα απ’ τα αμαρτήματά μας είναι τώρα κρυμμένα, θα απο­καλυφθούν την Ημερα εκείνη. Αν λοιπόν συγχωρήσεις τα αμαρτήματα του πλησίον σου, τα δικά σου τα αμαρτήματα, τα οποία πρόκειται να αποκαλυφθούν τότε, όλα θα διαγραφούν από εδώ και θα φύγεις απ’ αυτή τη ζωή, χωρίς να σε συνοδεύει κανένα α­μάρτημα απ’ όσα έκανες. Ωστε λοιπόν παίρνεις περισσότερα απ’ όσα δίνεις. Διότι είναι αλή­θεια ότι πολλές φορές έχουμε υποπέσει σε αμαρτήματα, τα οποία κανείς άλλος έκτος από μας δεν τα γνωρίζει. Επειτα, αν σκεφθούμε ότι την Ημέρα της Κρίσεως θα σταθούν τα αμαρτήματά μας μπροστά στα μάτια όλων, σ’ αυτό το κοινό θέ­ατρο όλης της Οικουμένης, πονάμε και υποφέ­ρουμε περισσότερο απ’ όσο θα υποφέρουμε στην Κόλαση, διότι μας πνίγει και μας τύπτει η συνείδηση. Αλλά και αυτή την τόσο μεγάλη ντροπή, τα τόσα αμαρτήματα, την τόσο βαριά κόλαση, είναι δυνατόν να τα πετάξουμε από πάνω μας, με το να συγχωρήσουμε τα αμαρ­τήματα του αδελφού μας. Πράγματι, δεν υπάρ­χει τίποτα πιο σπουδαίο και πιο μεγάλο από την αρετή αυτή της συγχωρητικότητας. Θέλεις να μάθεις τη δύναμη αυτής της αρετής; «Αν σταθούν ο Μωυσής και ο Σαμου­ήλ», λέει, «ενώπιόν μου (για να ζητήσουν συγνώμη για το λαό), δεν θα διατεθεί η ψυχή μου ευμενώς προς αυτούς» (Ιερ. 15, 1). Αλλ’ όμως αυτούς που δεν μπορούσαν ο Μωυσής και ο Σαμουήλ να τους απαλλάξουν από την οργή του Θεού, έχει τη δύναμη να τους απαλλάξει αυτή η εντολή. Γι αυτό σ’ εκείνους που είπε τα προηγούμενα λό­για, συνεχώς τους νουθετούσε λέγοντας: «Ας μην έχει κανείς από σας μνησικακία στην καρ­διά του εναντίον του αδελφού του και την κα­κία του διπλανού του ας μην την συλλογίζε­ται ο άνθρωπος» (Ζαχ. 7, 10). Δεν είπε μόνο, συγχώρεσε την κακία, αλλά ούτε στο μυαλό σου να την έχεις, ούτε να τη σκέπτεσαι, συγχώρεσε κάθε είδους οργή, εξαφάνισε την πληγή. Διότι, ενώ σου φαίνεται ότι με το να κρατάς μνησικακία εκδικείσαι τον αδελφό σου, στην ουσία βασα­νίζεις τον εαυτό σου και, σαν άλλο δήμιο, έχεις βάλει μέσα σου το θυμό να σου ξεσκίζει τα σπλάγχνα. Αλήθεια, υπάρχει χειρότερο πράγμα από τον μνησίκακο άνθρωπο που συνεχώς οργίζεται; Οπως οι μανιακοί και οι παράφρονες, δεν μπο­ρούν ποτέ να χαρούν τη γαλήνη και την ησυχία, έτσι και αυτός που μνησικακεί και έχει εχθρό, ουδέποτε απολαμβάνει κάποια ειρήνη, επειδή συνεχώς οργίζεται και αυξάνει καθημερινά τη ζά­λη των λογισμών του. Συνεχώς θυμάται τα λόγια και τις πράξεις του εχθρού του και αποστρέ­φεται υπερβολικά εκείνον που τον λύπησε. Πραγματικά, και μόνο το όνομα να ανα­φέρεις του εχθρού του, γίνεται θηρίο και υπο­φέρει η ψυχή του υπερβολικά. Κι αν μοναχά το πρόσωπό του αντικρύσει, φοβάται και τρέμει σαν να του συμβαίνει το μεγαλύτερο κακό. Κι αν δει κάποιον που συνδέεται με τον εχθρό του, ή κάποιο ένδυμά του ή το σπίτι του, ή το δρο­μάκι που οδηγεί εκεί, απ’ όλα αυτά βασανίζε­ται. Διότι, όπως εκείνων των ανθρώπων που αγαπούμε, και τα ενδύματα και τα πρόσωπα και τα υποδήματα και τα σπίτια και οι παράδρομοι που οδηγούν στο σπίτι τους, μας δίνουν φτερά μόλις τα αντικρύσουμε, έτσι και των εχ­θρών μας και εκείνων που μισούμε, αν δούμε τον υπηρέτη τους ή τον φίλο τους ή το σπίτι τους, ή το δρόμο τους ή οτιδήποτε άλλο, απ’ όλα ενοχλούμαστε και δημιουργούνται πληγές μέσα μας μόλις τα αντικρύσουμε.

***

3. Γιατί λοιπόν υφιστάμεθα τέτοια πο­λιορκία, τόσα βάσανα και τέτοιου είδους κό­λαση; Στ’ αλήθεια, κι αν ακόμη δεν είχε προαγγελθεί κόλαση σε όσους έχουν καταληφθεί από το πάθος της μνησικακίας και μόνο από το μαρ­τύριο που υποφέρει ο μνησίκακος από την ενέρ­γεια της μνησικακίας, θα έπρεπε να τον κάνει να συγχωρεί τα αμαρτήματα όσων τον λύπησαν. Οταν όμως οι τιμωρίες και οι κολάσεις είναι ατελεύτητες, τί θα ήταν πιο ανόητο από το να τιμωρεί κανείς τον εαυτό του και εδώ και εκεί, και ωστόσο να νομίζει ότι τιμωρεί τον εχθρό του; Διότι, αν δούμε τον εχθρό μας να προκόβει, πεθαίνουμε από τη λύπη. Αν τον δούμε να δυ­στυχεί, ανησυχούμε και αγχωνόμαστε μήπως συμβεί και επανέλθει πάλι σε καλή κατάσταση. Και για τα δυο αυτά βέβαια έχουμε να λάβου­με κόλαση και τιμωρία αναπόφευκτη. Διότι «για την αδυναμία και τη δυστυχία του εχθρού σου», λέει η Αγία Γραφή, «να μη χαίρεσαι και να μη χοροπηδάς» (Παροιμ. 24, 17). Και μη μου προβάλλεις ως δικαιολογία το μέγεθος των αμαρτημάτων και των αδικημάτων του εχθρού σου. Διότι δεν είναι αυ­τός ο λόγος που σε κάνει να παραμένεις εσύ στην οργή, αλλά παραμένεις επειδή δεν θυμάσαι τα δικά σου αμαρτήματα, ούτε έχεις μπροστά στα μάτια σου τη γέεννα του πυρός, ούτε βιώ­νεις το φόβο του Θεού. Και για να καταλάβεις ότι αυτό που σου λέω είναι αληθινό, θα προσπαθήσω να σου το αποδείξω, παίρνοντας παράδειγμα απ’ αυτά που συνέβηκαν αυτές τις ημέρες σ’ αυτήν εδώ την πόλη. Τότε δηλαδή που οδηγήθηκαν στο δι­καστήριο όλοι αυτοί οι οποίοι ήταν υπεύθυνοι για τις παρανομίες εκείνες τις παράτολμες, όπου έκαιγε φωτιά και οι δήμιοι στέκονταν δίπλα τους και τους ξέσκιζαν τις πλευρές. Αν εκεί κά­ποιος τους πλησίαζε από τα πλάγια και τους έλεγε, «αν έχετε κάποιους εχθρούς, συγχωρέστε τους και τότε και εμείς θα μπορέσουμε να σας απαλλάξουμε από κάθε τιμωρία», άραγε δεν θα έπεφταν να τους φιλήσουν τα πόδια; Ακό­μη και δούλους αν τους έλεγε κάποιος πως θα τους κάνει, δεν θα αρνούνταν. Αφού λοιπόν η ανθρώπινη τιμωρία και καταδίκη, η οποία έχει τέλος, μπορεί να συμβάλλει στο να ξεπεραστεί η οργή, πολύ περισσότερο η μέλλουσα κόλαση, αν αυτή ήταν συνεχώς στο νου μας, όχι μόνο τη μνησικακία, αλλά κάθε πονηρό λογισμό θα από­διωχνε από την ψυχή μας. Αλλά, πες μου, υπάρχει ευκολότερο πρά­γμα από το να συγχωρήσουμε αυτόν που μας λύπησε; Πραγματικά, μήπως πρόκειται να υπο­βληθούμε σε κόπο να κάνουμε μακρινό ταξίδι, μήπως θα δαπανήσουμε χρήματα, μήπως θα μπούμε στον κόπο να παρακαλέσουμε άλλους να μας κάνουν κάποια χάρη; Αρκεί να θελήσουμε μόνο, και το κατορθώνουμε στη στιγμή. Αλήθεια, ποιας κολάσεως είμαστε άξιοι! Διότι, όταν πρόκειται για πράγματα της ζωής αυτής, αναλαμβάνουμε δουλειές που αρμόζουν σε δούλους και κάνουμε υπηρεσίες που είναι απρεπείς για μας. Καταναλώνουμε τότε χρήμα­τα, πιάνουμε κουβέντα με θυρωρούς, για να κο­λακέψουμε αχρείους ανθρώπους, και κάνουμε τα πάντα και λέμε τα πάντα, αρκεί μόνο να επι­τύχουμε το σκοπό μας. Για χάρη όμως των εν­τολών του Θεού, δεν δεχόμαστε να συγχωρή­σουμε τον αδελφό μας που μας λύπησε και θε­ωρούμε ντροπή να τρέξουμε πρώτοι σ’ αυτόν. Ντρέπεσαι, πες μου, όταν πρόκειται σε μια επιχείρηση να βγεις πρώτος στο κέρδος; Θα ‘πρεπε όμως να ντρέπεσαι που παραμένεις στο πάθος της μνησικακίας και περιμένεις να έλθει πρώτος για συμφιλίωση εκείνος που σε λύπη­σε. Διότι αυτό είναι ντροπή και όνειδος και ζη­μιά πολύ μεγάλη. Και πρέπει να ξέρεις ότι ε­κείνος που θα πάει πρώτος να ζητήσει συγνώ­μη, εκείνος θα έχει τη μέγιστη ευλογία. Διότι αν αφήσεις την οργή, επειδή σε παρακάλεσε ο άλλος, σ’ εκείνον υπολογίζεται η αρετή. Και αυτό συμβαίνει επειδή εσύ δεν τήρησες την εντολή από σεβασμό προς τον Θεό, αλλά χαρίστηκες σ’ αυτόν που σε παρακάλεσε και το έκανες. Αν όμως, από δική σου απόφαση, χωρίς να έλθει εκείνος που σε λύπησε να σε παρακαλέσει, μό­νος σου εσύ αν τρέξεις πρώτος προς αυτόν —πετώντας από πάνω σου όλο το βάρος της οργής και αφήνοντας κατά μέρος τη ντροπή και το δισταγμό— και συμφιλιωθείς μαζί του, τότε ολόκληρο το κατόρθωμα γίνεται δικό σου και θα λάβεις όλο το μισθό και την ευλογία. Αν σου πω, νήστεψε, πολλές φορές μου προβάλλεις ως δικαιολογία την ασθένεια του σώματος. Αν σου πω, δώσε στους φτωχούς, μου λες ότι είσαι φτωχός και έχεις να αναθρέψεις παιδιά. Αν σου πω, να έρχεσαι τακτικά στις Συ­νάξεις της Εκκλησίας, μου λες έχω διάφορες μέριμνες. Αν σου πω, πρόσεχε αυτά που λέγο­νται στην Εκκλησία και κατανόησε το βάθος των λόγων του Θεού, μου προβάλλεις ως δικαιολογία την έλλειψη μορφώσεως. Αν σου πω, φρόντισε να βοηθήσεις ψυχικά τον αδελφό σου, μου λες ότι δεν υπακούει όταν τον συμβουλεύω, αφού πολλές φορές του μίλησα και περιφρό­νησε τα λόγια μου. Βέβαια, δεν ευσταθούν οι προφάσεις αυτές και όλα αυτά είναι χλιαρά λό­για, αλλά, παρά ταύτα, μπορείς να προφασίζεσαι. Αν όμως σου πω, άφησε την οργή και συγχώρεσε τον αδελφό σου, ποιά από τις προ­φάσεις αυτές μπορείς να χρησιμοποιήσεις; Διό­τι, νομίζω, δεν μπορείς να φέρεις ως πρόφαση ούτε ασθένεια σώματος, ούτε φτώχεια, ούτε α­μάθεια, ούτε απασχόληση και μέριμνα, ούτε τί­ποτε άλλο. Γι’ αυτό, απ’ όλες σου τις αμαρτίες, αυτή η αμαρτία θα σου είναι ασυγχώρητη. Αλήθεια, πώς θα μπορέσεις να υψώσεις τα χέρια σου στον Ουρανό; Πώς θα κινήσεις τη γλώσσα σου να προσευχηθείς; Πώς θα ζητήσεις συγνώμη; Ακόμη κι αν θέλει ο Θεός να σου συγ­χωρήσει τις αμαρτίες, δεν Του το επιτρέπεις εσύ, επειδή δεν συγχωρείς τις αμαρτίες του αδελφού σου. Αλλά προφασίζεσαι επίσης ότι ο εχθρός σου είναι σκληρός και άγριος, σαν θηρίο, και του χρειάζεται τιμωρία και εκδίκηση! Ε, γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο πρέπει να τον συγχω­ρήσεις. Εχεις αδικηθεί πολύ απ’ τον εχθρό σου και έχεις στερηθεί πολλά και σ’ έχει κακολογή­σει και σ’ έχει ζημιώσει σε πολύ σπουδαίες υποθέσεις, και γι’ αυτό θέλεις να τον δεις να τιμωρείται. Αλλά και σ’ αυτό το σημείο είναι χρήσι­μο για σένα να τον συγχωρήσεις. Διότι, αν εσύ ο ίδιος εκδικηθείς και επιτεθείς εναντίον του, είτε με λόγια, είτε με ανάλογες συμπεριφορές, είτε με κατάρες, ο Θεός δεν θα επέμβη πλέον, αφού εσύ ανέλαβες την τιμωρία του. Και όχι μόνο δεν θα επέμβη, αλλά και από σένα θα ζη­τήσει λόγο, διότι φέρθηκες υβριστικά προς Αυτόν.

***

4. Διότι, πράγματι, κάτι τέτοιο το βλέ­πουμε να λαμβάνει χώρα μέσα στις ανθρώπι­νες σχέσεις, να αγανακτεί δηλαδή ο κύριος αν κτυπήσουμε τον υπηρέτη του, που στο κάτω κάτω είναι ξένος γι’ αυτόν, και να θεωρεί τη συ­μπεριφορά μας αυτή σαν ύβρη προς τον εαυτό του. Γιατί, το ξέρουμε, πως αν μας αδικήσει κά­ποιος δούλος ή και ελεύθερος, πρέπει να α­πευθυνθούμε στους άρχοντες και να περιμέ­νουμε την απόφασή τους. Αφού λοιπόν δεν εί­ναι ασφαλές να διεκδικούμε το δίκιο μας μόνοι μας στις μεταξύ μας σχέσεις, πολύ περισσότερο ισχύει κάτι τέτοιο, όταν κρίνει και διευθετεί τις υποθέσεις ο Θεός. Αλλά θα μου πεις ότι ο πλησίον σου σε έχει αδικήσει και σε έχει λυπήσει και σου έχει προξενήσει μύρια κακά. Ούτε όμως τότε δεν πρέπει να επιτεθείς εναντίον του, για να μη προσβάλλεις με τη συμπεριφορά σου αυτή τον Δεσπότη σου Χριστό. Αφησέ το στον Θεό και Εκείνος θα διευθετήσει την υπόθεση πολύ κα­λύτερα απ’ ό,τι εσύ θέλεις. Σε σένα έδωσε εντο­λή μόνο να προσεύχεσαι γι’ αυτόν που σε λύ­πησε. Το πως τώρα ο Θεός θα παιδαγωγήσει εκείνον, αυτό σε πρόσταξε να το αφήσεις σ’ Αυ­τόν. Εσύ δεν μπορείς να βρεις μόνος σου το δί­κιο σου τόσο, όσο μπορεί ο Θεός να σου το αντα­ποδώσει, αρκεί μόνο να αναθέσεις το θέμα σ’ Αυτόν. Να μην καταρασθείς εκείνον που σε λύ­πησε, αλλά να αφήσεις τον Θεό να βγάλει Ε­κείνος την απόφαση. Διότι, κι αν ακόμη εμείς συγχωρήσουμε αυτούς που μας αδίκησαν, κι αν ακόμη συμφιλιωθούμε μ’ αυτούς και προσευ­χηθούμε στον Θεό γι’ αυτούς, ο Θεός δεν τους συγχωρεί, αν δεν αλλάξουν και αυτοί και δεν γί­νουν καλύτεροι. Δεν τους συγχωρεί δηλαδή ο Θεός, γιατί αποβλέπει στο συμφέρον τους. Εσέ­να βέβαια σε επαινεί και δέχεται τη στάση σου, έρχεται όμως εναντίον εκείνου, για να μη γίνει χειρότερος από τη δική σου διαλλακτική συ­μπεριφορά. Ωστε είναι περιττός ο λόγος που συνε­χώς προβάλλουν σαν επιχείρημα οι πολλοί. Δη­λαδή κάποιοι άνθρωποι, όταν τους παρατηρή­σαμε που δεν υποχώρησαν και δεν πείστηκαν να συμφιλιωθούν με τους εχθρούς τους, ενώ εκείνοι τους είχαν εκλιπαρήσει γι’ αυτό, αυτή τη δικαιολογία πρόβαλλαν σαν πρόσχημα της πονηρίας τους: «Δεν θέλω να συμφιλιωθώ», λέ­νε, «με τον εχθρό μου για να μην τον κάνω χει­ρότερο με την υποχώρησή μου, να μην τον κά­νω σκληρότερο, για να μη φθάσει να με περι­φρονήσει περισσότερο μετά από τη στάση μου αυτή». Πολλές φορές μάλιστα προσθέτουν και αυτό εδώ: «Πολλοί θα νομίσουν», λένε, «ότι, το να έρχομαι πρώτος εγώ προς τον εχθρό μου και να του προσπέφτω για συμφιλίωση, το κάνω από αδυναμία και μόνο». Αυτά όλα είναι ανόητα λόγια. Διότι ο ακοί­μητος οφθαλμός γνωρίζει τη διάθεσή σου. Γι’ αυτό δεν πρέπει να προσέχεις τι θα πουν οι συνάνθρωποί σου, αφού εσύ, με την πνευματική σου κατάσταση, έχεις ήδη πείσει τον Κριτή σου, Εκείνον που πρόκειται να εξετάσει τα έργα σου. Αν τώρα φροντίζεις να μη γίνει χειρότερος ο εχθρός σου, λόγω της δικής σου υποχωρητικό­τητας και επιείκειας, πρέπει να ξέρεις και τούτο: Αυτός δεν γίνεται χειρότερος με την επιείκειά σου, αλλά χειροτερεύει από το ότι εσύ δεν συμ­φιλιώνεσαι μαζί του. Διότι, έστω κι αν αυτός είναι ο πιο αχρείος απ’ όλους, έστω κι αν δεν παραδέχεται το λάθος του και δεν το διακηρύτ­τει, όταν μείνει με τον εαυτό του, θα αποδεχθεί και θα εκτιμήσει τη στάση σου και θα ντραπεί μέσα στην καρδιά του εξαιτίας της πραότητας που εσύ έχεις δείξει. Αν δεν το κάνει αυτό και παραμείνει στην κακία του, ενώ του φέρεσαι τιμητικά και τον περιποιείσαι, ε, τότε θα έχει τον Θεό ως μέγα παιδαγωγό. Και, για να μάθετε ότι, έστω κι αν εμείς παρακαλέσουμε τον Θεό να συγχωρήσει τους εχθρούς μας και όσους μας έχουν αδικήσει, ο Θεός δεν τους συγχωρεί, αν πρόκειται να γί­νουν χειρότεροι με τη δική μας ανεξικακία, θα σας διηγηθώ, μια παλαιά ιστορία. Καταλάλησε κάποτε η Μαρία, τον αδελ­φό της, τον προφήτη Μωυσή. Τί έκανε όμως ο Θεός; Επέτρεψε να έλθει επάνω της λέπρα και να γίνει ακάθαρτη, αν και ως προς όλα τ’ άλλα ήταν διακριτική και μετρημένη. Στη συνέχεια, αν και παρακαλούσε ο Μωυσής, που καταλαλήθηκε απ’ αυτή, τον Θεό να παύσει την οργή Του, Εκείνος δεν το δέχθηκε, αλλά τί είπε; «Αν ο πατέρας της την έφτυνε στο πρόσωπο, δεν θα ντρεπόταν; «Ας μείνει», λέει, «έξω από την παρεμβολή επτά ημέρες» (Αριθμ. 12, 14). Μ’ αυτό είναι σαν να του έλεγε ο Θεός: Αν είχε πατέρα και της έλε­γε, φύγε από μπροστά μου, δεν θα υπέφερε το μάλλωμα αυτό; Εσένα μεν Μωυσή, σε επαινώ για τη φιλάδελφη αγάπη σου και για την πρα­ότητα και την καλωσύνη σου, εγώ όμως γνωρί­ζω πότε πρέπει να την απαλλάξω από την επιτίμηση και την τιμωρία. Δείξε λοιπόν κι εσύ καλή διάθεση για τον αδελφό σου και, όταν του συγχωρείς τα αμαρ­τήματά του, να μην του τα συγχωρείς επειδή μέσα σου καλλιεργείς την επιθυμία να τιμωρηθεί περισσότερο, αλλά να τον συγχωρείς από φι­λοστοργία και καλή πνευματική τοποθέτηση απέναντί του. Εκείνο δε να γνωρίζεις σαφώς, ότι όσο περισσότερο σε περιφρονεί, ενώ εσύ τον περιποιείσαι και τον υπηρετείς, τόσο μεγαλύτερη κόλαση δημιουργεί εκείνος για τον εαυτό του. Ισχυρίζεσαι λοιπόν ακόμη ότι ο αδελφός σου γίνεται χειρότερος όταν τον περιποιείσαι; Αυτό είναι γι’ αυτόν μειονέκτημα, και κατηγο­ρία, ενώ για σένα αυτό είναι πλεονέκτημα και εγκώμιο. Διότι, αν και τον βλέπεις να είναι πράγ­ματι τέτοιος, εσύ για την αγάπη του Θεού, δεν σταμάτησες να κρατάς θετική στάση απέναντί του. Και γι’ αυτόν κάτι τέτοιο είναι έγκλημα, αφού δεν τον ωφέλησε η δική σου υποχωρητι­κότητα και δεν έγινε καλύτερος. Ο απόστολος Παύλος λέει ότι είναι προ­τιμότερο να κατηγορούνται οι άλλοι για τα πα­ραπτώματά τους εναντίον μας, παρά εμείς για τα πταίσματά μας προς αυτούς. Δεν αρμόζει επίσης να λες τα ανόητα και χωρίς περιεχόμε­νο εκείνα λόγια. Να λες δηλαδή, αυτό το «μήπως νομίσει ο αδελφός ότι από φόβο έτρεξα πρώτος και του πρόσπεσα και έτσι με περιφρονήσει περισσότερο». Αυτά είναι λόγια που προέρχον­ται από ψυχή ανώριμη και παιδική και τα κι­νεί η ανθρώπινη φιλοδοξία. Ας θεωρήσει ο αδελφός ότι πήγες να συμ­φιλιωθείς μαζί του από φόβο, και θα σου είναι μεγαλύτερος ο μισθός. Διότι, αν και γνώριζες εκ των προτέρων ότι έτσι θα εκλάβει την κίνη­σή σου αυτή προς το πρόσωπό του, για την αγά­πη του Θεού, υπομένεις τα πάντα. Πράγματι, εκείνος που επιδιώκει τη δόξα των ανθρώπων και από ματαιοδοξία συμφιλιώνεται με τον αδελ­φό του, ελαττώνει το κέρδος που θα δεχθεί ως αμοιβή από τον Θεό. Εκείνος όμως που γνω­ρίζει ακριβώς ότι πολλοί θα τον κατακρίνουν και θα γελάσουν εις βάρος του, και παρά ταύτα δεν αποφεύγει τη συμφιλίωση, θα λάβει διπλάσια και τριπλάσια χάρη. Και αυτός είναι κυρίως ε­κείνος που ό,τι κάνει, το κάνει για τον Θεό. Μη μου λες ότι ο αδελφός σ’ αυτό και σ’ εκείνο σε αδίκησε. Διότι, έστω κι αν ακόμα υπο­θέσουμε, ότι αυτός και τη χειρότερη μορφή κακίας την εκτόξευσε προς εσένα, ακόμη και σ’ αυτή την περίπτωση, έχεις εντολή από τον Θεό όλα να του τα συγχωρήσεις.

***

5. Λοιπόν, το λέω εκ των προτέρων και διαμαρτύρομαι και φωνάζω με δυνατή φωνή: Κανένας απ’ αυτούς που εξακολουθεί να έχει εχθρό να μην πλησιάσει στην Αγία Τράπεζα και να μη δεχθεί τη Θεία Κοινωνία. Κανένας να μην προσέλθει στη Θεία Κοινωνία, αν έχει κάνει κάποιον εχθρό του. Εχεις εχθρό; Μην προσέρ­χεσαι να κοινωνήσεις. Θέλεις να προσέλθεις να κοινωνήσεις; Συμφιλιώσου, και τότε να προ­σέλθεις να αγγίξεις τα Αγια Μυστήρια. Και δεν τα λέω εγώ αυτά, αλλά ο Δεσπότης Χριστός που σταυρώθηκε για μας. Εκείνος, για να σε συμ­φιλιώσει προς τον Θεό Πατέρα και να επαναφέρει τη σχέση σου προς Αυτόν στην προπτωτική κατάσταση, δεν αρνήθηκε ακόμη και να σφαγιασθεί και να χύσει το Αίμα Του. Κι εσύ, για να συνδιαλλαγείς με τον συνάνθρωπό σου, δεν θέλεις ούτε λέξη να βγάλεις απ’ το στόμα σου, ούτε να προστρέξεις πρώτος; Ακουσε τι λέει ο Κύριος γι’ αυτούς που βρίσκονται σε τέ­τοια κατάσταση: «Αν προσφέρεις το δώρο σου στο θυσιαστήριο, και εκεί θυμηθείς ότι ο αδελ­φός σου έχει κάτι εναντίον σου» —δεν είπε, περίμενέ τον εκείνον να έλθει σε σένα για συμφι­λίωση, ούτε είπε, μίλησε σε κάποιον άλλο να μεσολαβήσει, ούτε παρακάλεσε κάποιον άλλο— αλλά «εσύ ο ίδιος τρέξε προς τον αδελφό σου». Διότι λέει: «Πήγαινε πρώτα να συμφιλιωθείς με τον αδελφό σου» (Ματθ. 5, 24). Ω τι υπερβολή είναι αυτή! Ο Κύριος δεν θεωρεί ότι είναι περιφρόνηση στο πρόσωπό Του το να εγκαταλείψεις το δώρο και να φύγεις, κι εσύ θεωρείς ότι είναι υποτιμητικό να τρέξεις πρώτος να συγχωρεθείς με τον συνάνθρωπό σου. Πώς λοιπόν αυτές οι καταστάσεις θα είναι άξιες συγνώμης, πες μου; Αν δεις ένα μέλος σου κομμένο, δεν κά­νεις τα πάντα ώστε να το ενώσεις με το σώμα σου; Αυτό κάνε και στην περίπτωση των αδελφών. Οταν τους δεις να κόβουν την αδελ­φική σχέση και φιλία μαζί σου, γρήγορα σπεύσε να τους επαναφέρεις. Μην περιμένεις να έλθουν πρώτα αυτοί, αλλά εσύ σπεύσε να λάβεις πρώ­τος τη χάρη, να πάρεις τα βραβεία. Ενα μόνο εχθρό μας επέτρεψε ο Θεός να έχουμε, τον διάβολο. Με αυτόν ουδέποτε να συμφιλιωθείς. Προς τον αδελφό σου όμως πο­τέ να μην έχεις βαριά καρδιά, αλλά, έστω και αν παρεμβληθεί μεταξύ σας κάποια ψυχρότη­τα, αυτή να είναι παροδική και να μην υπερβαίνει το διάστημα μιας ημέρας. Διότι λέει ο Κύριος: «Ο ήλιος να μη δύει και να σας βρί­σκει σε κατάσταση οργής και θυμού» (Εφεσ. 4, 26-27). Διότι, αν συμφιλιωθείς με τον αδελφό σου πριν να βραδιάσει, τότε μπορεί να έχεις από τον Θεό κάποια συγνώμη. Αν όμως εξακολουθείς να πα­ραμένεις στην κατάσταση της έχθρας και μετά τη δύση του ηλίου, τότε πλέον η απέχθειά σου αυτή δεν είναι αποκύημα του θυμού και της οργής, που καταλαμβάνει αιφνιδίως την ψυχή, αλλά προέρχεται από φθονερή καρδιά και από ψυχή εμπαθή που ζει στην πονηρία και τρέφει την κακία. Και δεν είναι μόνο αυτό το κακό, αλλά η καθυστέρηση της συνδιαλλαγής με τον αδελφό, κάνει δυσκολότερη και τη συμφιλίωση. Πράγ­ματι, αν περάσει μία ημέρα, η ντροπή που αισθάνεσαι γίνεται μεγαλύτερη. Και αν προστεθεί και δεύτερη ημέρα, αυτή αυξάνεται περισσότερο. Κι αν φθάσεις στην τρίτη και στην τέταρτη ημέρα, σίγουρα θα προσθέσεις και πέμπτη. Ετσι οι πέ­ντε γίνονται δέκα, οι δέκα είκοσι, οι είκοσι εκα­τό ημέρες. Και τελικά η πληγή στο τέλος μένει αθεράπευτη. Πραγματικά, όσο περνά ο χρόνος, τόσο περισσότερο απομακρυνόμαστε από τη συμφιλίωση και την αγάπη. Σε κανένα απ’ αυτά τα παράλογα πάθη να μην πέσεις, αδελφέ. Να μην ντραπείς ούτε να κοκκινίσεις αλλά και ούτε ποτέ να πεις στον εαυτό σου: Πριν από λίγο είπαμε ο ένας προς τον άλλο τόσες βρισιές, αναρίθμητα λόγια, άρρη­τα ρήματα, και τώρα θα τρέξω να συμφιλιωθώ; Και ποιός δεν θα μου κατηγορήσει την τόση ελαφρότητα; Κανένας σκεπτόμενος άνθρωπος δεν θα σου κατηγορήσει την καλή σου διάθεση. Αλ­λά, αν μείνεις αδιάλλακτος, τότε όλοι θα γε­λάσουν εις βάρος σου, τότε θα δώσεις πολύ τό­πο στον διάβολο. Γιατί δεν γίνεται δυσκολοδιάλυτη η έχθρα μόνο όταν χρονίζει στην ψυχή, αλλά επιβαρύνεται και από τις καταστάσεις που παρεμβάλλονται. Πράγματι, όπως η αγά­πη καλύπτει πλήθος αμαρτιών, έτσι και η έχθρα υποστασιοποιεί ανύπαρκτα αμαρτήματα. Και έτσι όλοι οι φιλοκατήγοροι αποδεικνύονται αξιόπιστοι και χαίρονται για τα κακά των άλ­λων και διαπομπεύουν τις ασχημοσύνες τους. Εχοντας λοιπόν αυτά υπόψη σου, πρό­λαβε και κράτησε τον αδελφό σου, προτού να τον χάσεις τελείως. Και αν παραστεί ανάγκη να τρέξεις ολόγυρα στην πόλη, την ημέρα εκείνη που θα ψυχρανθείς με τον αδελφό, ακόμη και να βγεις έξω από την πόλη και να βαδίσεις πο­λύ δρόμο, αφήνοντας όλες τις εργασίες σου, να το κάνεις. Και να ασχοληθείς εκείνη την ημέρα μόνο μ’ αυτό το θέμα, με το πως δηλαδή θα συμφιλιωθείς με τον αδελφό. Αν αυτό σε δυσκολεύει, σκέψου ότι όλα αυτά τα υφίστασαι για την αγάπη του Θεού και θα λάβεις παράκληση. Αν η ψυχή σου βυθίζεται και υποχωρεί και διστάζει και κοκκινίζει και ντρέπεται, να την παρακινείς λέγοντάς της συνεχώς τα εξής: Γιατί βραδύνεις και υποχω­ρείς και διστάζεις; Δεν πρόκειται για χρήματα, ούτε για τίποτε άλλο από τα φθαρτά και επί­γεια, αλλά ο στόχος είναι η σωτηρία μας. Ο Θε­ός έδωσε εντολή, να τα πράξουμε αυτά, και όλα τ’ άλλα ας είναι δεύτερα, ας έχουν πάντα προ­τεραιότητα για σένα οι εντολές Του. Η υπόθεση αυτή είναι ένα είδος πνευμα­τικού εμπορίου. Ας μην αμελούμε και ας μην είμαστε ράθυμοι. Ας δώσουμε στον εχθρό μας να καταλάβει ότι αγωνιστήκαμε πολύ για την υπόθεση της συνδιαλλαγής μαζί του, μόνο και μόνο για να κάνουμε το θέλημα του Θεού. Κι αν, παρά ταύτα, πάλι μας βρίζει και μας κτυπά και κάνει ό,τι χειρότερο υπάρχει, ας τα σηκώ­νουμε όλα με υπομονή και γενναιότητα. Και μ’ αυτή μας τη στάση, δεν ωφελούμε φυσικά εκείνον, αλλά τον εαυτό μας. Γιατί πρέπει να ξέ­ρουμε ότι απ’ όλα μας τα αγωνίσματα τούτο κυ­ρίως θα σταθεί ενώπιόν μας εκείνη την Ημέρα. Αμαρτήσαμε με πολλές και μεγάλες αμαρ­τίες και ήλθαμε στα χέρια με τον συνάνθρωπό μας και μ’ όλα αυτά παροργίσαμε τον Δεσπότη μας. Εκείνος μας έδωσε, λόγω της φιλανθρωπίας Του, αυτό το δρόμο της συναλλαγής και της συγχωρητικότητας. Ας μην προδώσουμε λοιπόν αυτό τον πολύτιμο θησαυρό. Δεν θα μπορούσε άραγε ο Θεός να μας δώσει απλά την εντολή να συμφιλιωνόμαστε με τον αδελφό και από κει και πέρα να μην μας υποσχεθεί καμιά αμοιβή; Η μήπως υπάρχει κάποιος που μπορεί να αντι­λέγει και να διορθώνει τα προστάγματά Του; Αλλά, όμως, από τη μεγάλη Του φιλανθρωπία, ο Θεός μας υποσχέθηκε μεγάλο και ανείπωτο μισθό, τον οποίο μάλιστα επιθυμούμε πολύ να λάβουμε. Και ο μισθός αυτός είναι, η συγχώρηση των αμαρτιών μας. Με την υπόσχεσή Του αυτή ο Θεός διευκόλυνε επιπλέον και τη δική μας υπακοή στην εντολή Του αυτή.

***

6. Ποιά λοιπόν συγνώμη θα έχουμε, όταν, ενώ πρόκειται να λάβουμε τόσο μεγάλο μισθό, τη συγχώρηση δηλαδή των αμαρτιών μας, εμείς δεν υπακούμε στον Νομοθέτη, αλλά συνεχώς Τον περιφρονούμε; Το ότι δε μια τέτοια συμπε­ριφορά δείχνει ότι καταφρονούμε τον Θεό, φαί­νεται από το εξής: Αν έθετε νόμο ο βασιλιάς που να λέει «όλοι οι εχθροί να συμφιλιώνονται μεταξύ τους, διαφορετικά να αποκεφαλίζονται», άραγε δεν θα σπεύδαμε όλοι να συμφιλιωθούμε με τον πλησίον μας; Εγώ νομίζω πως θα το κά­ναμε. Ποιά λοιπόν συγνώμη θα έχουμε, αφού στον Δεσπότη μας Χριστό δεν απονέμουμε ούτε τόση τιμή, όση απονέμουμε στους συνανθρώ­πους μας, που είναι δούλοι του Θεού σαν κι εμάς; Γι αυτό μας έδωσε εντολή ο Κύριος να λέμε: «Αφες ημίν τα οφειλήματα ημών, ως και ημείς αφίεμεν τοις οφειλέταις ημών» (Ματθ. 6, 12). Υπάρχει κάτι πιο γαλήνιο απ’ αυτό; Υ­πάρχει τίποτε πιο ήμερο απ’ αυτό το πρόστα­γμα; Εσένα τον ίδιο σε έκανε κριτή της συγχωρήσεως των αμαρτημάτων σου. Αν συγχωρήσεις λίγα, τότε λίγα θα σου συγχωρηθούν. Αν συγ­χωρήσεις πολλά, πολλά θα σου συγχωρηθούν. Αν συγχωρήσεις τον άλλο ειλικρινά και από την καρδιά σου, κατά τον ίδιο τρόπο θα συγ­χωρήσει και ο Θεός εσένα. Αν μετά τη συγχώρηση κάνεις φίλο τον αδελφό, έτσι φιλικά θα διάκειται ο Θεός και προς εσένα. Ωστε, όσο πιο πολύ αμάρτησε ο αδελφός προς εμάς, με τόση μεγαλύτερη προθυμία πρέπει να σπεύδουμε να τον συγχωρούμε, επειδή, μ’ αυτό τον τρόπο γίνεται αίτιος για να μας συγχωρηθούν τα μεγά­λα μας αμαρτήματα. Θέλεις να μάθεις ότι δεν θα λάβουμε κα­θόλου συγχώρηση, αν μνησικακούμε και ότι δεν υπάρχει κανείς που να μπορεί να μας απαλ­λάξει από τα δεινά που επιφέρει η μνησικακία; Από το παρακάτω παράδειγμα θα το κάνω φα­νερό. Σε τί σε αδίκησε ο πλησίον σου; Αρπαξε τα πράγματά σου, τα δήμευσε, έγινε πλεονέκτης απέναντί σου; Εγώ δεν σου λέω ότι σου έκανε μόνο αυτά, αλλά θα προσθέσω και πε­ρισσότερα, θα απαριθμήσω όσα θέλεις. Θέλησε ο πλησίον σου να σου αφαιρέσει τη ζωή. Σου προξένησε μύριους κινδύνους. Σου έδειξε όλη τη μοχθηρία του και δεν άφησε τίποτε από την ανθρώπινη κακία που να μην το κάνει σε σένα. Και για να μην αναφέρουμε το καθένα χωριστά, υπόθεσε ότι τόσο πολύ σε αδίκησε, όσο κανέ­νας ποτέ δεν αδίκησε άλλον άνθρωπο. Και σ’ αυτή την περίπτωση αν μνησικακήσεις, δεν θα είσαι άξιος συγνώμης. Και θα σου εξηγήσω εγώ το λόγο. Ας υποθέσουμε ότι κάποιος δούλος σου σου χρωστάει εκατό χρυσά νομίσματα και σ’ αυτόν χρωστάει κάποιος άλλος λίγα αργυρά νομίσματα. Και έρχεται ο χρεώστης του δούλου σου και σε παρακαλεί και σε ικετεύει να βοη­θήσεις να του γίνει κάποια διευκόλυνση. Τότε εσύ καλείς τον δούλο σου και τον διατάζεις να χαρίσει το χρέος στον χρεοφειλέτη του, λέγοντάς του πως το ποσό αυτό θα το αφαιρέσεις από το λογαριασμό που σου οφείλει εκείνος. Επει­τα αν ο δούλος σου από αδιαντροπιά και κακία έπνιγε πάλι τον χρεώστη του, άραγε, θα μπο­ρούσε κανείς να τον γλιτώσει από τα χέρια σου; Αραγε, δεν θα τον τιμωρούσες πολύ, διότι σε πρόσβαλε και σε έβρισε με την έσχατη ύβρη; Και πολύ δικαιολογημένα. Αυτό θα κάνει και ο Θεός. Διότι θα σου πει την Ημέρα της Κρίσεως: Πονηρέ και παγκάκιστε δούλε, μήπως από τα δικά σου χρήματα χάρισες το ποσό στον συνάνθρωπό σου; Από εκείνα που μου όφειλες σε διέταξα να του δώ­σεις και να εξοφλήσεις το λογαριασμό του. Διό­τι «άφες», συγχώρεσε, λέει, και εγώ «αφίημι», σε συγχωρώ. Φυσικά, και τούτο αν δεν το πρόσθετα, το τελευταίο, και πάλι έπρεπε να τον συγχωρήσεις, υπακούοντας στον Δεσπότη και Κύριό σου. Τώρα όμως δεν σε διέταξα ως δεσπότης, αλλά ως φίλος σου ζήτησα κάποια χάρη. Και αυτή τη χάρη από τα δικά μου τη ζήτησα. Σου υποσχέ­θηκα μάλιστα ότι θα σου δώσω περισσότερα. Αλλά ούτε μ’ αυτή μου τη στάση έγινες καλύ­τερος. Και να ξέρεις πως οι άνθρωποι, όταν έρχο­νται σε συναλλαγές με τους δούλους τους, σαν κι αυτές που σου περιέγραψα προηγουμένως, αφαιρούν από το λογαριασμό των δούλων τους ακριβώς όσο είναι το ποσό του χρέους που ζη­τάει ο σύνδουλός τους. Οφείλει π.χ. στον κύριό του ο δούλος του εκατό χρυσά νομίσματα. Και ο χρεώστης του δούλου του τού οφείλει δέκα χρυσά νομίσματα. Αν χαρίσει το χρέος ο δούλος στον σύνδουλό του και χρεώστη του, τότε ο κύ­ριός του δεν του χαρίζει εκατό χρυσά, αλλά μό­νο δέκα, τα υπόλοιπα απαιτεί να του δοθούν. Ο Θεός όμως δεν κάνει έτσι. Αλλά, αν χα­ρίσεις λίγα στον συνάνθρωπό σου, Εκείνος όλα σου τα χαρίζει. Από που το γνωρίζουμε αυτό; Από το επόμενο χωρίο: «Αν συγχωρήσετε», λέ­ει, «στους ανθρώπους τα αμαρτήματα που σας έκαναν, και ο ουράνιος Πατέρας σας θα συγ­χωρήσει και σε σας τα δικά σας αμαρτήματα»  (Ματθ. 6, 14). Οση διαφορά υπάρχει ανάμεσα στα εκα­τό δηνάρια και στα δέκα χιλιάδες τάλαντα, τό­ση υπάρχει και μεταξύ τούτων και εκείνων των οφειλών. Σε ποιά κόλαση λοιπόν καταδικάζει τον εαυτό του εκείνος που πρόκειται να κερ­δίσει δέκα χιλιάδες τάλαντα, αν διαθέσει εκα­τό δηνάρια, αλλά, παρά ταύτα, ούτε και αυτά τα λίγα τα διαθέτει, και γι’ αυτό στρέφει εναν­τίον του τη ρήση αυτή της Γραφής που προηγουμένως αναπτύξαμε; Διότι, αν πεις, «συγ­χώρεσέ μας, όπως και εμείς συγχωρούμε» (Ματθ. 6, 12), κι έπειτα εσύ δεν συγχωρείς, τότε δεν παρα­καλείς για τίποτε άλλο τον Θεό, παρά το να σε στερήσει από κάθε απολογία και συγνώμη. Αλλά δεν τολμώ, θα πει κάποιος, να πω στον Θεό, «συγχώρεσέ με όπως και εγώ συγ­χωρώ», αλλά μόνο «συγχώρεσέ με». Και τί σημαίνει αυτό; Διότι, κι αν εσύ ο ίδιος δεν το πεις, ο Θεός το κάνει αυτό. Δηλαδή, όπως συγχωρείς τους άλλους, κατά τον ίδιο τρόπο και Αυτός συγχωρεί εσένα. Και αυτό το φανέρωσε στη συ­νέχεια λέγοντας το εξής: «Διότι, αν δεν συγχω­ρήσετε», λέει, «στους ανθρώπους τα παραπτώματά τους, ούτε ο Πατέρας σας ο ουρά­νιος θα συγχωρήσει τα δικά σας αμαρτήματα» (Ματθ. 6, 15). Μη νομίζεις λοιπόν ότι είναι ευλάβεια το να μη λες ολόκληρο το ρητό, ούτε είναι σωστό να απαγγέλλεις τη μισή προσευχή, αλλά όπως Εκείνος μας παρέδωσε, έτσι να προσεύχεσαι, ώστε τουλάχιστον από τις λέξεις που κατ’ ανά­γκη θα λες, να φοβηθείς και να οδηγηθείς στη συγχώρηση του πλησίον σου. Μη μου λες «παρακάλεσα πολύ τον α­δελφό, τον ικέτευσα, έπεσα στα πόδια του και δεν πέτυχα να συμφιλιωθώ». Μην απομακρυν­θείς, αν προηγουμένως δεν συμφιλιωθείς. Διό­τι ο Κύριος δεν είπε «άφησε το δώρο σου και πήγαινε να παρακαλέσεις τον αδελφό σου», αλλά «πήγαινε να συμφιλιωθείς». Ωστε κι αν ακόμα έχεις παρακαλέσει πολύ τον αδελφό, μην απομακρυνθείς, αν προηγουμένως δεν τον πεί­σεις να συμφιλιωθεί μαζί σου. Ο Θεός μας παρακαλεί κάθε μέρα και εμείς δεν τον ακούμε, και όμως δεν παύει να μας παρακαλεί, και εσύ απαξιείς να παρακα­λέσεις τον σύνδουλό σου; Αλλά πώς αλλιώς θα μπορέσεις να πετύχεις τη σωτηρία σου; Ισχυρίζεσαι όμως ότι πολλές φορές τον παρακάλεσες τον αδελφό να σε συγχωρήσει και αυτός πάρα πολλές φορές σε έδιωξε! Αλλά γι’ αυτή σου την υπομονή θα πάρεις περισσότε­ρη Χάρη. Διότι, όσο εκείνος επιμένει στη φιλο­νικία και στην έχθρα, και εσύ παραμένεις και παρακαλείς, τόσο περισσότερο αυξάνεται η α­μοιβή σου. Με όση μεγαλύτερη δυσκολία επι­τυγχάνεται το κατόρθωμα και όσο μεγαλύτερο κόπο απαιτεί η συμφιλίωση, τόσο μεγαλύτερο θα είναι το κατάκριμα για τον εχθρό σου, ενώ για σένα θα είναι λαμπρότεροι οι στέφανοι της υπο­μονής και της καρτερίας. Αλλά, για το θέμα της συμφιλίωσης και της συγχωρητικότητας, ας μην πλέκουμε μόνο εγκώμια με λόγια, παρά ας κάνουμε τα λόγια μας πράξη. Και ας μην αποχωρισθούμε τον α­δελφό με τον οποίο ψυχρανθήκαμε, αν προη­γουμένως δεν επανέλθουμε στην προηγούμενη φιλία. Διότι δεν είναι αρκετό το να μη λυπούμε τον εχθρό μας, και να μην τον αδικούμε, ούτε το να μην αισθανόμαστε προς αυτόν απέχθεια, αλλά πρέπει και εκείνον να τον κάνουμε να μας αγαπήσει και να αισθάνεται ωραία και άνετα μα­ζί μας.

***

7. Ακούω κάποιους να λένε ότι εγώ δεν πιάνω έχθρα με τον αδελφό, ούτε βέβαια τον πονάω, αλλά και ούτε έχω κάποια σχέση ή κά­τι κοινό μ’ αυτόν. Αλλά δεν ζήτησε από σένα κάτι τέτοιο ο Θεός, το να μην έχεις δηλαδή κα­μιά σχέση και τίποτε το κοινό με τον αδελφό, αλλά να έχεις πολλά κοινά. Διότι γι’ αυτό το λόγο σου είναι αδελφός, γι’ αυτό το λόγο δεν σου είπε «άφησε στον αδελφό σου όσα έχεις εναντίον του», αλλά τί είπε; Είπε, «πήγαινε πρώτα να συμφιλιωθείς μαζί του» (Ματθ. 5, 24). Και αν αυτός έχει κάτι εναντίον σου, να μην απομα­κρυνθείς, μέχρις ότου αποκαταστήσεις με το αδελφικό σου αυτό μέλος την μεταξύ σας ομό­νοια και ειρήνη. Εσύ σαφώς, για να προσλάβεις στην υπη­ρεσία σου κατάλληλο υπηρέτη, και χρήματα πληρώνεις και με πολλούς εμπόρους συνομιλείς και πολλές φορές μάλιστα ταξιδεύεις και μακριά για το σκοπό αυτό. Και για να κάνεις τον εχθρό σου φίλο, δεν θα κάνεις τίποτε, πες μου; Αλλά πώς θα μπορέσεις να παρακαλέσεις τον Θεό, αφού παραμελείς τόσο τις εντολές και τους νόμους Του; Η απόκτηση κάποιου υπηρέτη δεν πρό­κειται βέβαια να μας ωφελήσει σε τίποτα. Αν όμως κάνουμε τους εχθρούς φίλους μας, τότε και το έλεος και η ευσπλαγχνία του Θεού θα έλθει στη ζωή μας, και εύκολα θα αφανίσει τα αμαρτήματά μας. Τότε και την παραδοχή και τον έπαινο των ανθρώπων θα έχουμε, αλλά και πολλή ασφάλεια θα επέλθει στη ζωή μας. Διό­τι δεν υπάρχει τίποτα πιο επικίνδυνο από το να έχει κάποιος και ένα μόνο εχθρό. Πράγματι, η υπόληψή μας κατασπιλώνεται, αφού ο εχθρός μας δεν παύει να διαδίδει αναρίθμητες συκο­φαντίες και να μας κακολογεί. Ετσι ο νους μας θολώνεται, η συνείδησή μας ταράζεται και μπαί­νουμε σ’ ένα κυκεώνα λογισμών. Ας τα συνειδητοποιήσουμε λοιπόν όλα αυτά και ας απαλλάξουμε τους εαυτούς μας από την κόλαση και την τιμωρία. Ας τιμήσουμε και την παρούσα εορτή εφαρμόζοντας αυτά που είπαμε. Και έτσι να γίνουμε αίτιοι να απολαύσουν και οι άλλοι όσα ελπίζουμε ότι θα απολαύσου­με εκ μέρους του βασιλιά, λόγω της μεγάλης αυτής εορτής. Διότι ακούω πολλούς να λένε ότι ο βασιλιάς, από μεγάλη ευλάβεια προς την εορτή του Πάσχα, θα χαρισθεί στους πολίτες και θα συγχωρήσει όλα τους τα κακουργήματα. Πώς όμως δεν είναι άτοπο, όταν πρόκειται να σωθούμε από την καταδίκη ανθρώπων, να προβάλλουμε την εορτή και την αξία της και ό­ταν μας λένε να συμφιλιωθούμε εμείς με τους άλλους, περιφρονούμε αυτή την προτροπή και δεν την αξιολογούμε όσο πρέπει; Διότι κανένας απολύτως δεν ατιμάζει τόσο την Ιερή αυτή εορ­τή, όσο εκείνος που την εορτάζει έχοντας μέσα του το πάθος της μνησικακίας. Μάλλον ούτε να την εορτάσει δεν έχει τη δυνατότητα ο μνησί­κακος, έστω κι αν επί δέκα μέρες μείνει άσιτος. Πράγματι, όπου υπάρχει έχθρα και μίσος, ούτε νηστεία, ούτε εορτή μπορεί να επιτελεσθεί. Μην τολμάς με άνιπτα χέρια να αγγίξεις την ιερή θυσία, τη Θεία Κοινωνία, έστω κι αν είναι μεγάλη ανάγκη. Μην προσέρχεσαι με ακάθαρτη ψυχή. Αυτό είναι χειρότερο από το να μην κοινωνήσεις και φέρνει σε σένα μεγαλύτερη κόλαση. Διότι δεν υπάρχει τίποτε που να γεμί­ζει περισσότερο την ψυχή με ακαθαρσία, όσο η οργή και η μνησικακία που φωλιάζει μέσα της. Οπου δε υπάρχει θυμός και οργή, το πνεύ­μα της πραότητας δεν πνέει πλέον εκεί. Και όταν ο άνθρωπος είναι έρημος από Άγιο Πνεύμα, ποιά ελπίδα σωτηρίας έχει; Πότε θα βαδίσει την οδό της σωτηρίας; Μη λοιπόν, αγαπητέ, ενώ θέλεις να αμυν­θείς κατά του εχθρού σου, καταγκρεμίζεις τον εαυτό σου και τον στερείς από την προστασία του Θεού. Κι αν ακόμα είναι δύσκολο το πράγ­μα, είναι αρκετό το μέγεθος της τιμωρίας, που φέρνει η παρακοή προς την εντολή αυτή του Θεού, να σηκώσει και τον πιο αδρανή και νω­θρό άνθρωπο και να τον πείσει να υπομείνει για χάρη της κάθε κόπο. Ο λόγος μας έχει ήδη αποδείξει ότι είναι πολύ εύκολο, αν αυτό βέ­βαια το θέλουμε. Λοιπόν, ας μην αδιαφορήσουμε για την πνευματική μας ζωή και ας κάνουμε τα πάντα, ώστε να πλησιάσουμε την αγία Τράπεζα χωρίς να έχουμε κανέναν εχθρό, δηλαδή να είμαστε με όλους συμφιλιωμένοι. Και να ξέρουμε ότι κα­νένα από τα προστάγματα του Θεού δεν είναι δύσκολο, αν εμείς είμαστε προσεκτικοί και νη­φάλιοι…

Σ’ Αυτόν ανήκει η δόξα στους αιώνες. Αμήν.

(Ηλεκτρονική επεξεργασία κειμένου: www.alopsis.gr)

Δείτε άλλα βιβλία από την ίδια σειρά “ΣΕΛΑΣΦΟΡΑ“: 1)Το πάθος της συκοφαντίας“, 2) “Ο Θυμός η Οργή και η Θεραπεία τους

[Ψήφοι: 1 Βαθμολογία: 5]