.
· γιατί λέγει, «θα περιζωθεί και θα τους βάλει να καθήσουν στα τραπέζια και θα προσέλθει για να τους διακονήσει».
.
. Είναι δυνατό μ’ αυτόν τον τρόπο να ελέγχεις και εκείνους που παρανομούν. Ας λένε οι παράνομοι αυτοί και για σένα, «μας είναι βαρετός και να τον βλέπομε ακόμη, γιατί οι δρόμοι αυτού είναι ανόμοιοι προς τους δρόμους μας». Αν πάλι δεν μπορούν να κρατηθούν και απευθύνουν ύβρεις και πλέκουν συκοφαντικές κατηγορίες και μηχανεύονται εναντίον σου τα πάνδεινα,
και τον αγαπημένο σ’ εκείνον μαθητή, και παίρνοντας αυτό για οδηγό πορείας στην οδό τού Κυρίου την ευθεία,
· γιατί λέγει εκείνος, «αν έδιωξαν εμένα, και εσάς θα σας διώξουν». Αν έτσι ενεργείς και τέτοια
.
Εάν τώρα και συ ποθείς να δεις μέσα σου τα δείγματά της, θα σου τα υποδείξω και αυτά, αρκεί μόνο
να βαδίζεις ακούραστα προς την ανεύρεση τους.
Όταν, υψώνοντας τον νου προς τον Θεό, δεν αντισύρεσαι από κανένα γήινο, αλλά, λησμονώντας τα πάντα, αβίαστα χωρίς διαλογισμούς εντρυφάς χαρούμενος στη μνήμη τού Θεού και στις προς αυτόν προσευχές, τότε γνώριζε ότι άγγιξες καθαρά την προς τον Θεό αγάπη, και ότι σε τέτοιο βαθμό μετέχεις αυτής, όσο παρατείνεται ο καιρός τής αυτού του είδους συνάντησής σου με τον Θεό, ή καλύτερα της ένωσής σου μ’ αυτόν. Όταν πάλι προσεύχεσαι προς τον Κύριο με κατάνυξη και γλυκερό πόνο καρδιάς
εξ ίσου υπέρ του εαυτού σου και υπέρ κάθε ανθρώπου, γνωστού και αγνώστου, εχθρού και φίλου, ανθρώπου που σε λύπησε και δεν σε λύπησε, τότε
γνώριζε ότι αγάπησες με την ψυχή σου τον πλησίον σου. Αλλ’ αυτές οι διαθέσεις δεν δημιουργούνται μέσα σου εάν δεν έχεις τα φανερά έργα τής αγάπης· γιατί
αν δεν συνηθίσεις τον εαυτό σου ν’ αφήνει το θέλημά του και να εκτελεί το του πλησίον, πώς θα υπομείνεις τα όσα συμβαίνουν σ’ εσένα από αυτόν; Και
αν δεν υπομένεις με γενναιότητα και μακροθυμία τις εκ μέρους τών ανθρώπων προκαλούμενες δυσχέρειες, πώς θα προκόψεις στο να υπερεύχεσαι για τους εχθρούς; Εάν πάλι, μη πειθόμενος σ’ αυτόν που λέγει,
«να δίνετε τα διαθέσιμα ως ελεημοσύνη και όλα θα σας είναι καθαρά», τα κρατάς και τα φυλάγεις κοντά σου και δεν τα προσφέρεις για να καλύψεις τις ανάγκες του πλησίον σου, πώς θα χύσεις δάκρυα γι’ αυτούς; Γιατί λέγει κάποιος από τους φίλους τού Θεού, «
αυτός που έχει αγάπη σκόρπισε χρήματα, ενώ όποιος λέγει ότι έχει και τα δύο, και τα χρήματα και την αγάπη, βρίσκεται σε πλάνη· γιατί ή τα χρήματα στερείται, ή είναι κενός από αγάπη, δηλαδή από τον Θεό». Γιατί ο Θεός είναι αγάπη, ο οποίος και μας εκφράζει τη γνώμη του λέγοντας, «δεν μπορείτε να δουλεύετε συγχρόνως στον Θεό και στον μαμωνά», μαμωνά λέγοντας καθετί που μας περισσεύει, χρυσό ή άργυρο ή κάτι άλλο. Και δείχνει ότι
είναι αδύνατο να προσευχηθεί αυτός που φυλάσσει απόθεμα χρημάτων γιατί λέγει, «όπου είναι ο θησαυρός σου, εκεί είναι και ο νους σου», όχι ασφαλώς στην προσευχή. Ώστε γι’ αυτούς έλεγε ο Κύριος και τούτο· «αυτός ο λαός με τιμά με τα χείλη, η καρδιά τους όμως απέχει πολύ από εμένα· μάταια με σέβονται». Γι’ αυτό και η αγαπημένη στον Θεό βροντή βροντοφωνάζει, «όποιος έχει τον πλούτο τού κόσμου αυτού και δεν δίνει στους αδελφούς για τις ανάγκες τους, δεν υπάρχει σ’ αυτόν η αγάπη τού Θεού»·
ούτε βέβαια μπορεί η αγάπη τού κόσμου και η αγάπη τού Θεού να μένουν σε ένα και τον ίδιο, γιατί η αγάπη τού κόσμου είναι έχθρα προς τον Θεό. Γι’ αυτό λέγει πάλι ο ίδιος, «να μη αγαπάτε τον κόσμο ούτε όσα υπάρχουν στον κόσμο».
Και ποιά είναι τα του κόσμου, παρά απόκτηση χρημάτων που δεν ωφελούν καθόλου την ψυχή, σαρκικές επιθυμίες, υψηλοφροσύνη, θέλημα γήινο; Όλα αυτά δεν είναι από τον Θεό, αλλά
χωρίζουν από αυτόν αυτούς που τα έχουν, νεκρώνουν την ψυχή τού νικημένου από αυτά και την θάβουν στο χρυσό και αργυρό χώμα, πράγματα που είναι τόσο πιο χειρότερα από το απλό χώμα, με το οποίο συνήθως καλύπτομε το δικό μας χώμα, καθ’ όσον το χώμα αυτό ριπτόμενο επάνω από τα νεκρά σώματά μας συγκλείει την από αυτά δυσωδία και καθιστά τελείως ακατόρθωτη την έξοδό της, ενώ το χρυσό και αργυρό χώμα όσο περισσότερο τοποθετηθεί πάνω στον νου τού κατόχου του, τόσο πιο δυσώδη τον κάμνει, ώστε η δυσωδία να φθάνει και μέχρι τον ουρανό και τους ουράνιους αγγέλους και σ’ αυτόν τον ίδιο τον Θεό τού ουρανού και να στρέφει προς τα πίσω τούς από εκεί οικτιρμούς τού Θεού και την από εκεί επιστασία.
Γι’ αυτό και ο αγαπημένος στάλθηκε από εκείνον που τον αγάπησε, τον Σωτήρα μας Ιησού Χριστό,
για να μας διδάξει όλη την αλήθεια και να μας αναστήσει από τα νεκρά αυτά έργα και να μας προτρέψει σε έργα φωτός, ως αποκορύφωμα των οποίων που παρέχει αιώνια ζωή παρουσίασε ολοκάθαρα την προς τον Θεό και τον πλησίον αγάπη. Πώς λοιπόν τον αγαπάμε και τον τιμάμε; Όχι, ως εκείνον που μας αποκάλυψε όλη την αλήθεια; Ας μη πράττομε λοιπόν, αδελφοί, τα αντίθετα προς τους λόγους εκείνου, ούτε να δείχνομε την αγάπη και την πίστη φαινομενικά και με τη γλώσσα, ενώ με τα έργα ν’ απιστούμε προς αυτόν, πράγμα που και αυτός απαγορεύει λέγοντας, «να μη αγαπάμε, αδελφοί, με το λόγο και τη γλώσσα, αλλά με έργα και αληθινά».
Αν λοιπόν και εμείς αγαπάμε και τιμάμε τον πάνω από όλους αγαπημένο από τον Θεό, ας δείξομε με έργα και αλήθεια την αγάπη προς αυτόν, γινόμενοι όχι μόνο ακροατές των λόγων εκείνου, αλλά και ποιητές· γιατί έτσι θα μπορέσομε να επιτύχομε την από αυτόν ευαγγελιζόμενη αιώνια ζωή και βασιλεία μαζί με τον βασιλέα των αιώνων Χριστό, στον οποίο πρέπει αιώνια δόξα στον ουρανό και πάνω στη γη μαζί με τον άναρχο Πατέρα του και το συναιώνιο Πνεύμα, τώρα και πάντοτε και στους αιώνες των αιώνων. Γένοιτο.
(Πηγή: Γρηγορίου Παλαμά Έργα, ΕΠΕ, τόμος 11, Πατερικαί Εκδόσεις «Γρηγόριος ο Παλαμάς»)