Λειτουργική Αναγέννηση (Μοναχός Μωυσής Αγιορείτης)

ΜΕ ΑΦΟΡΜΗ πρόσφατες θεολογικές συζη­τήσεις, θα ήθελα να καταθέσω τον λογισμό μου, ειλικρινά, ταπεινά και πολύ απλά. Κατ’ αρχάς θεωρώ αδόκιμο τον όρο «λειτουργική ανα­γέννηση». Αναγέννηση νομίζω σημαίνει εκ νέου γέννηση, ξαναγέννημα, επειδή έχουμε φθορά, ακρωτηριασμό, αδυναμία ή και παρακμή. Παρατηρείται αποδεδειγμένα κάτι τέτοιο, και γι’ αυτό φταίει το κείμενο, η γλώσσα της θ. Λειτουργίας και η εκ τούτου μη συμμετοχή των λαϊκών στα «εκκλησιαστικά δρώμενα»; Με μόνο οπλισμό την ειλικρίνειά μου εξέρχομαι, για να μη χαρακτηρι­σθώ «κοσμόφοβος και μισόκοσμος», και δίχως δυ­νατά και υψηλά επιχειρήματα διατυπώνω ξεκά­θαρα τη σκέψη μου και λέγω, πρώτα σε μένα, πως χρειάζεται καλύτερα προσωπική αναγέννηση· τα­πεινή μαθητεία στην παράδοση, στην απλότητα, στη σωφροσύνη, με άχρωμα γυαλιά. Δεν θεωρώ ότι αυτό είναι το κύριο πραγματικό ποιμαντικό πρόβλημα. Είναι δημιουργημένο, κατασκευασμέ­νο πρόβλημα. Μάλιστα προέρχεται από εκεί πού δεν θα το περίμενες. Δεν θεωρώ, επαναλαμβάνω, ότι είναι πραγματικής ποιμαντικής αναγκαιότητας.

Για να μη μιλάμε γενικά και αόριστα, θα κάνω εξαίρεση και θα μιλήσω για τον εαυτό μου, δηλα­δή θα τον εκθέσω, κι έτσι άνετα όσοι θελήσουν, ειδικευμένοι διαφόρων επιστημών, θα μπορέσουν να με χαρακτηρίσουν κτυπώντας με. Σαράντα χρόνια ως εκκλησιαζόμενος δεν αισθάνθηκα εξουσιαζόμενος, αμυνόμενος, απομονωμένος, εξουθενημένος από τη γλώσσα της θ. Λειτουργίας. Οι αμαρτίες μου μόνο μ’ έκαναν κουρασμένο και απρόσεκτο. Δεν ένοιωσα μέσα στην εκκλησία αποκομμένος από τον κόσμο, σε μια «καθαρά ιδιωτική υπόθεση», παρακολουθώντας μια «συν­θηματική γλώσσα ολίγων». Δεν μπορώ ασφαλώς να πω ότι από παιδί είχα πλήρη κατανόηση όλων των λεγομένων. Μήπως μπορώ να το πω τώρα; Μήπως θα μπορέσω να το πω άραγε ποτέ; Μήπως δεν πρέπει μάλιστα όλα να τα καταλάβουμε με το μικρό μυαλό μας αμέσως και τώρα; Μου έλεγε προ καιρού ένας Γέροντας: "Πενήντα χρόνια στο Άγιον Όρος, και προχθές ένοιωσα στην αγρυ­πνία το «Κύριε ελέησον»". Αν το λέγαμε «Κύριε ελέησε εμένα», θα το κατανοούσαμε πιο γρήγορα; Τι σημαίνει κατανόηση; Έχει σχέση με το βίωμα; Πρέπει να κάνουμε τους πιστούς έξυπνους, να τα καταλαβαίνουν όλα γρήγορα; Γιατί να τα κατα­λάβουμε όλα αμέσως; Ποιος το επιλέγει και το επιτάσσει; Η λογική; Δεν νομίζω. Μήπως πρέπει λιγάκι να υπομείνουμε ή να επιμείνουμε, να μελε­τήσουμε βαθύτερα, να προσευχηθούμε θερμά, να ελπίζουμε περισσότερο, να εμπιστευθούμε τον Θεό, να καθαρθούμε για να φωτισθούμε;

Αν πούμε «ειρήνη σε όλους» και όχι «ειρήνη πάσι», λύσαμε τα προβλήματα της Εκκλησίας; Η «χάρις» δεν το καταλαβαίνουμε, η «χάρη» το καταλαβαίνουμε; Η «κοινωνία του Αγίου Πνεύμα­τος» πώς θα ειπωθεί; Τι σημαίνει, αλήθεια, «ειρή­νη», «χάρις», «κοινωνία»; Είναι, αδελφοί μου, «ιδεαλιστικό τείχος» η θ. Λειτουργία; Δεν μιλώ καθόλου για μαγική γλώσσα εδώ. Η μετάφραση ή η μεταγλώττιση ή όπως αλλοιώς την πούμε πιστεύ­ετε ότι θα λύσει το μεγάλο πρόβλημα του μη εκ­κλησιασμού των πολλών ανθρώπων; Μήπως δη­μιουργήσει και τότε άλλα ισχυρότερα τείχη; Μή­πως έχουμε τότε άλλες διαιρέσεις φοβερές στην Εκκλησία με τη νέα ή την παλαιά γλώσσα, όπως με το νέο ή το παλαιό ημερολόγιο, παλαιορθοδόξους και νεορθοδόξους; Αυτοί πού εκκλησιάζο­νται συχνά, συνήθως δεν παραπονούνται. Αυτοί πού δεν εκκλησιάζονται, ψάχνουν και βρίσκουν προφάσεις για τον δεσπότη, τον παπά, των ψάλτη, τη γλώσσα και λοιπά. Υπερβάλλω ως καλόγερος; Δεν μιλάμε για μαγική ή ιερή γλώσσα, αλλά για αγιασμένη, ωραία, αληθινή γλώσσα. Δεν παί­ζουμε με τις λέξεις, αλλά η δύναμη των λέξεων μας απέδωσε καταπληκτικά νοήματα, που ποιος μπορεί να τα αντικαταστήσει δίχως θεοπνευστία και θεοχαρίτωτη δύναμη; Δεν συμφωνώ διόλου ότι πρόκειται για «ιδιωτική θρησκευτική γλώσ­σα», αλλά για χαριτωμένη, ευλογημένη, από πλούσια αγιοπνευματική δρόσο, πού ευφραίνει και αναπαύει ταπεινές ψυχές. Είπα πώς δεν έχω ισχυρά επιχειρήματα επιστημόνων και το βλέπε­τε. Αφήστε με να μιλώ με την καρδιά μου. Μήπως χρειάζεται να μιλήσουμε για εσωτερική νηνεμία, νηφαλιότητα και καθαρότητα, ώστε ν’ ανοιχθούν φωτεινά παράθυρα πού θα συνδράμουν στην των ευαγγελικών ρημάτων κατανόηση, στη βίωση του «Κύριε ελέησον» μετά πενήντα χρόνια;

Μήπως, αγαπητοί μου, περνά το πνεύμα του κόσμου και στην πνευματική ζωή; Και τα θέλου­με όλα γρήγορα, άμοχθα, εύκολα, πρόχειρα; Αν γίνει σήμερα ένα από τα πολλά επιτυχή «γκάλοπ» για κατάργηση των νηστειών, ελευθερία των προ­γαμιαίων σχέσεων, κατάργηση του Όρθρου, τέ­λεση της θ. Λειτουργίας σε μισή ώρα, οποιαδήπο­τε ώρα της ημέρας, και ο κόσμος ψηφίσει κατά μέγιστη πλειοψηφία «ναι», η Εκκλησία θα πρέ­πει να υποταχθεί στα αιτήματα της αλλαγής των καιρών; Οι νέοι σήμερα δεν εκκλησιάζονται, για­τί δεν κατανοούν τη γλώσσα της θ. Λειτουργίας, γιατί δεν ακούνε εκφώνως τις ευχές του ιερέως, γιατί είναι ψηλά τα τέμπλα, γιατί καθυστερούν το χερουβικό οι ψάλτες; θεωρείτε ότι είναι σοβαρά τα επιχειρήματα αυτά; Μα έγιναν όλες αυτές και πολλές άλλες αλλαγές στη Δυτική «Εκκλησία» και απέτυχαν παταγωδώς.

Μήπως θα ήταν καλύτερα να ερμηνεύσουμε προσεκτικά τη θ. Λειτουργία, με την έκδοση σχε­τικών καλών βιβλίων -μερικά ήδη υπάρχουν, με την επανέκδοση λοιπόν-, με καλά προετοιμασμέ­να κηρύγματα, πού η σημασία τους, νομίζουμε, δεν είναι τόσο μεγάλη σε ποιο σημείο λέγονται, αλλά τι λέγουν, με εσπερινά κηρύγματα, με άρ­θρα; Μήπως θα την βιώναμε καλύτερα με συχνό­τερο εκκλησιασμό, με μεγαλύτερη προθυμία, αγά­πη και πόθο, όπως λέγει ο άγιος Χρυσόστομος, με τους λειτουργούς μας απλούστερους, λιτότερους, σεμνότερους, δίχως στόμφο, βερμπαλισμό και ε­πίδειξη, με μεγαλύτερη ταπείνωση, ευλάβεια και προσοχή, δίχως τους εκτυφλωτικούς φωτισμούς, τα πολλά μικρόφωνα, τους λαρυγγισμούς και τις αρές των κηρυγμάτων;

Αν μπορούμε να μιλάμε για αναγέννηση, θα ήταν καλύτερα μία υγιής επιστροφή στην ευλά­βεια του ταπεινού κλήρου και στην περισσή ευλάβεια του ταπεινού λαού, στην απλότητα κλήρου και λαού. Ήταν ένας Αγιορείτης παπάς στην έρημο πού λειτουργούσε επί εξήντα έτη συνεχώς και πάντα ήταν μούσκεμα από τα δάκρυα το φελόνι του. Ήταν ένας Ρώσος παπάς πού καθυστε­ρούσε ώρες να πει το «εξαιρέτως» και δεν ήξερε τι να κάνει ο υποτακτικός του… Ήταν ένας χωρικός στην Ήπειρο πού αισθανόταν, μούλεγε, πιο άνετα στην εκκλησία από το σπίτι του. Σήμερα, αγαπητοί μου αδελφοί, το βασικώς ελλείπον είναι η αγιότητα. Από αγίους έχουμε έλλειψη. Όχι ότι δεν υπάρχουν, αλλά δεν φθάνουν.

Μήπως στα νεανικά κέντρα των ενοριών θα ήταν καλό να διδαχθούν τα παιδιά μας αρχαία ελ­ληνικά, με τη δημιουργία νέων «κρυφών σχο­λειών», αφού στην τουρκοκρατία επί τέσσερις εκατονταετίες δεν έγινε λόγος για μετάφραση της θ. Λειτουργίας και στη σημερινή Ελλάδα γίνεται; Οι φωτισμένοι εκείνοι Αγιορείτες Κολλυβάδες, αντιδρώντας στον Ευρωπαϊκό Διαφωτισμό, εξέ­δωσαν στην καθομιλουμένη συναξάρια, έγραψαν ερμηνευτικά σχόλια στους κανόνες της υμνολο­γίας μας, μίλησαν για συχνή θεία Μετάληψη με σχετική προετοιμασία, αλλά δεν πείραξαν τη θ. Λειτουργία. Δεν θα μπορούσαν;

Στα ταπεινά ερημοκκλήσια της Σκιάθου του Παπαδιαμάντη, στα εξωκκλήσια τα μικρασιατικά του Κόντογλου, στους ναΐσκους των Αθηνών του αγίου παπα-Πλανά, στις χίλιες άγιες τράπεζες του ιερού Άθωνα επί τόσους αιώνες, στους κα­θεδρικούς και ενοριακούς και μοναστηριακούς ναούς όλης της Ορθοδοξίας, λευκανθέντες κλη­ρικοί, μαυρομαντηλούσες γριούλες, νέοι και νέες, φωτιζόμενοι από το καντήλι και τη λαμπάδα, δεν είχαν την αίσθηση της εσχατολογικής διαστάσε­ως της θ. Λειτουργίας, και σήμερα κατηγορούμε την κατάνυξη ως «συναισθηματική ανωριμότη­τα» και θεωρούμε τις διαγνώσεις μας ακριβείς και την αίσθησή μας πραγματική… Μέχρι χθες η εκφώνηση των ευχών της θ. Λειτουργίας λέγαμε πώς ήταν ευσεβιστική επικράτηση οργανωσιακών ιερωμένων, σήμερα λέμε το ακριβώς αντίθε­το. Ο καλός ιατρός δεν δίνει ασπιρίνη στον α­σθενή με πυρετό, αλλά ψάχνει να βρει την αιτία και την αφορμή του εμπύρετου νοσήματος…

Επαναλαμβάνω αυτό πού είπα στην αρχή, με πολλή αγάπη. Εμείς οι ίδιοι θέλουμε αναγέννη­ση. Το Άγιο Πνεύμα είναι ο «νοικοκύρης» της Εκκλησίας και τη φωτίζει κι εμπνέει σε όλους τους αιώνες. Η ενέργειά του δεν σταμάτησε στους τέσσερις πρώτους αιώνες, ώστε να επιστρέψουμε στο τυπικό της πρώτης Εκκλησίας. Το Άγιο Πνεύμα φωτίζει τους αγίους όλων των αιώνων, από τον πρώτο ως τον εικοστό πρώτο. Με σύνεση και καθαρότητα ας το υποδεχόμαστε σεμνά, τα­πεινά, διακριτικά, δίχως να σκανδαλίζουμε τους αδελφούς με τις γραφές μας.


[Ψήφοι: 0 Βαθμολογία: 0]