- Η ΑΛΛΗ ΟΨΙΣ - https://alopsis.gr -

Λατινογενής η Λειτουργική Μεταρρύθμισις (Αρχιμ. Νικόδημος Μπαρούσης)


Παρά την ηπιότητα, με την ο
ποίαν εκφράζονται κάποτε οι ο­παδοί της λειτουργικής μεταρ­ρυθμίσεως, το κίνημά τους φαί­νεται διατεθειμένο να προχώρη­ση σταθερά, αποφασισμένο, ό­σον είναι δυνατόν, να καινοτομήση. Αυτό ίσως, κατ’ αρχήν, θα ημ­πορούσε να μη θεωρηθή οπωσ­δήποτε αρνητικό, αλλ’ όμως, προκειμένου να υπάρξη διάλο­γος, πρέπει να προηγηθή ειλι­κρινής ενημέρωσι. Σε άρθρο, που εδημοσιεύθη προσφάτως εις έγκριτο εκκλησια­στική εφημερίδα, γραμμένο υπό γνωστού τέως λυκειάρχου, ενθέρ­μου φιλενωτικού και θιασώτου της λειτουργικής μεταρρυθμίσεως, γίνεται προσπάθεια να απαλλαγή το κίνημα αυτό από τις δυτικές, λατινικές καταβολές του. Όμως, τόσον ένας αείμνηστος καθη­γητής της θεολογίας, ο «πρωτο­πόρος και βασικός σκαπανέας του λειτουργικού μας πλούτου», κατά την έκφρασι του ιδίου του ανωτέ­ρω αρθρογράφου, όσον και ένας διακεκριμένος ρώσσος πρωτο­πρεσβύτερος λειτουργιολόγος, τον διαψεύδουν. (Εις το παρόν κείμενο δεν αναφερόμεθα ονομα­στικώς εις πρόσωπα, έχοντες ως σκοπό να μη κρίνωμε αυτά καθ’ εαυτά τα πρόσωπα, αλλά τις συγ­κεκριμένες απόψεις τους. Δια τούτο και παραλείπονται οι σχε­τικές παραπομπές).
Το λειτουργικό κίνημα, γε­νικώς, διακρίνεται σε δύο Ιστο­ρικά μέρη· το πρώτο είναι ακαδη­μαϊκού χαρακτήρος, ενώ το δεύ­τερο είναι κυρίως πρακτικού προ­σανατολισμού. Ήδη από τον 17ον αι. η Δύσι έχει επιδείξει μεγάλο ιστορικό και αρχαιολογικό ενδια­φέρον για την χριστιανική λα­τρεία και έχει προβή σε σημαν­τικές εκδόσεις επιστημονικών συγγραμμάτων, θέτοντας έτσι τις βάσεις, για ολόκληρο το οικο­δόμημα της μετέπειτα λατινικής λειτουργικής μεταρρυθμίσεως. Αργότερα εις την Ρωσσία του 19ου αι., όταν είχε δημιουργηθή ένα ρήγμα εις την θρησκευτική συνείδησι των πιστών, ένα ρήγμα μεταξύ της θεολογικής ερεύνης και της εκκλησιαστικής εμπειρί­ας, κάποιοι εκπρόσωποι της ρωσσικής θεολογίας, η οποία ήταν δομημένη επί δυτικών προτύπων, παρουσίασαν παρόμοια επιστημονικά έργα, αντίστοιχα και ισάξια των δυτικών συναδέλφων τους. Μαζί τους συνετάγησαν και κά­ποιοι γνωστοί έλληνες θεολόγοι.
Όμως, έως εδώ η ενασχόλησι ήταν μάλλον ακαδημαϊκή. Ο άν­θρωπος, που έλαβε πρώτος τα συμπεράσματα των επιστημών, τα ανέμειξε με την προσωπική του ιδεολογία, τους στόχους και τους οραματισμούς του για μία «βελ­τιωμένη», κατά την αντίληψί του, «λειτουργική ζωή», ήταν ο ρω­μαιοκαθολικός αββάς Gueranger, ο ηγούμενος του λατινικού μονα­στηριού Solesmes εις την Γαλλία. Αυτός, με τον ρηξικέλευθο χαρα­κτήρα, πού τον διέκρινε, εδημιούργησε, κατά την διάρκεια της δεκαετίας 1830-40, το πρώτο, με­ταξύ των φράγκων, κίνημα της λει­τουργικής μεταρρυθμίσεως. Ο αββάς Gueranger, όπως και άλλοι λατίνοι, γαλλικής κυρίως κατα­γωγής, αντελαμβάνοντο πως η λειτουργία τους δεν είχε τίποτε να τους προσφέρη, χωρίς δυστυχώς να ημπορέσουν να διακρίνουν πως η νεκρότης αυτή της λατρευτικής ζωής τους ωφείλετο εις την στέρησι της θείας Χάριτος. Γι’ αυτό και ηθέλησαν, με ανθρώπινα μέσα, να επιφέρουν μία καινούρ­για αφύπνισι δι’ ενός αισθητικού, θρησκευτικού και ψυχολογικού ενθουσιασμού περί την λατρεία, να δημιουργήσουν ένα είδος ευσεβισμού και να συνδέσουν την λειτουργική ζωή με την ιεραπο­στολική δραστηριότητα.
Εις την προσπάθειά τους αυτήν ήλθε αρωγός ο πάπας Πίος ο 10ος με δύο επίσημες αποφάσεις του (decretum) το 1903 και 1910, οπότε το κίνημα της λειτουργικής με­ταρρυθμίσεως εις την Δύσι άρχισε πλέον να απολαμβάνη και της επι­σήμου εγκρίσεως του Βατικανού. Λίγο αργότερα, μόλις το 1914, ο dom Lambert Beauduin ίδρυσε εις την πόλι Louvain του Βελγίου την γνωστή, για την μεγάλη της δρα­στηριότητα, «λειτουργική κίνησι», με πλήθος εκδόσεων, σεμιναρίων, διαλέξεων, λειτουργικών εβδομά­δων, συζητήσεων, μαθημάτων και περιοδικών. Εν συνεχεία αυτή η «λειτουργική» κίνησι» έγινε δεκτή και από την παπική Ιεραρχία, διότι την διευκόλυνε εις την απολογία της περί του «τι πταίει εις την εκ­κλησία», οδηγώντας την τελικώς εις τις ριζικές μεταρρυθμίσεις της Β’ Βατικανείου Συνόδου (1965).
Όλες αυτές οι δραστηριότητες περιήλθαν εις γνώσι και ενός έλληνος θεολόγου με ζήλο δια την Εκκλησίαν, αλλά με έμμεσο μαθη­τεία εις την Πατερική παράδοσι, (αφού γνώρισε τους Πατέρας μέ­σω τρίτων, δηλαδή κάποιων δυ­τικών συγγραφέων, κατά συγκινη­τική μεταγενεστέρα ομολογία του, αξία να μας διδάξη πολλά περί αρετής και ταπεινοφροσύνης). Έτσι, λοιπόν, ο όντως αοίδιμος αυτός καθηγητής της θεολογίας, επεδόθη με εξαιρετική αφοσίωσι εις το να επικρατήση και εις τον ελλαδικό χώρο μία βαθεία λει­τουργική αναγέννησι. Μεταξύ των βασικών του αιτημάτων, (κατά τα γραφόμενά του ήδη από το 1948), ήταν η ανάγνωσι των ευχών της θείας Λειτουργίας, εις επήκοον του λαού, η τέλεσι της Λειτουρ­γίας κατ’ ενώπιον του λαού, (αίτημα τα οποίον ίσως εγκατέλειψε αργότερα), η γονυκλισία της Κυ­ριακής, οι ευχές του σαραντισμού, η χρήσι ατομικών βιβλιαρίων, για την παρακολούθησι της Λειτουρ­γίας, η ενθάρρυνσι της δημιουργίας μιας ψυχολογικής εξάρσεως κατά την λατρεία, κ.τλ. (όλ’ αυτά δανεισμένα, βεβαίως, από τη δυ­τική «λειτουργική κίνησι», πού τόσο εθαύμαζε).
Ήταν, ως φαίνεται, μία εποχή, κατά την οποίαν επικρατούσε η αντίληψι πώς ό,τι προήρχετο από τη Δύσι, ήταν κατ’ αρχάς καλό. Μία αντίληψι, πού είχε επηρεάσει σχε­δόν όλους εκείνη την εποχή, γι’ αυτό και πολλοί αξιόλογοι άνθρω­ποι έκαναν λάθη. Αλλ’ είχαν του­λάχιστον την ειλικρίνεια και το θάρρος να ομολογήσουν ότι όλ’ αυτά τα επήραν από τη Δύσι, από τους Ρωμαιοκαθολικούς και τους προτεστάντας, από το μοναστήρι Chevetogne και την κοινότητα Taize. Πρέπει, λοιπόν, να τους ευγνω­μονούμε, διότι δεν μας επλάνησαν λέγοντας ότι δήθεν η «λει­τουργική ανανέωσι δεν εκπορεύε­ται από καμμία έξωθεν επιρροή και οδηγία ετεροδόξων κινήσε­ων», όπως τολμά να γράφη σήμε­ρα ο ανωτέρω αρθρογράφος. Τί­θεται, λοιπόν, το ερώτημα: Άραγε ο «πρωτοπόρος» αυτός, πού συν­έστησε την λειτουργική κίνησι στην Ελλάδα, έκανε λάθος γράφοντας ότι την ενεπνεύσθη από τους δυτικούς, ώστε να έρχεται σήμερα κάποιος μαθητής του να τον διορθώση, να του υποδείξη ότι δεν την ενεπνεύσθη από εκείνους τους επωνύμους λατίνους, αλλά από κάποιους αγνώστους, αν­υπάρκτους ορθοδόξους; Δηλαδή, κατά την παροιμία, να «έρχεται ο εγγονός, για να δείξη στον παπ­πού τα αμπελοχώραφά του»..
Επίσης, είναι άραγε ποτέ δυ­νατόν, κάποιοι σύγχρονοι θεολό­γοι, πού μαθητεύουν εις τον «πρωτοπόρο» αυτόν, ή εις τον ρώσσο πρωτοπρεσβύτερο, να νο­μίζουν ότι ορθοδοξούν, ενώ βαδί­ζουν εις τα ίχνη της λατινογενούς «λειτουργιολογίας» τους; Επί τέ­λους, αυτός ο μακαριστός καθη­γητής εργάσθηκε μετά ζήλου, αλλά σιωπηλώς, διότι ήξευρε ότι: α’) Η εις επήκοον του λαού ανά­γνωσι των ευχών της θείας Λει­τουργίας κατά τους πρώτους αιώνας της Εκκλησίας δεν απο­δεικνύεται επιστημονικώς, β’) Από τον 4ον μέχρι τον 20όν αι., εις ολόκληρο την ορθόδοξο Εκκλη­σία οι ευχές αυτές αναγινώσκονται μυστικώς, καίτοι δεν υπήρχαν πάντοτε οι σχετικές ρουμπρίκες (τυπικές διατάξεις), και γ’) Αν τυ­χόν σήμερα επεβάλλετο η εις επήκοον του λαού ανάγνωσι των ευχών αυτών, θα εδημιουργείτο εις την Εκκλησία ένα νέο σχίσμα, μεγαλύτερο ίσως εκείνου των πα­λαιοημερολογιτών.
Αλλ’ ακόμη και αν τυχόν θα ή­ταν δυνατόν όλ’ αυτά να αμφισβη­τηθούν, θα έπρεπε εμείς να δια­θέταμε τουλάχιστον την κοινή λο­γική. Διότι έστω έγινε ό,τι έγινε με τη λειτουργική μεταρρύθμισι στην Δύσι από τον Gueranger, τον Beauduin και τέλος την Βατικάνειο Σύνοδο. Ποίοι, όμως, υπήρξαν οι καρ­ποί της; Τι προσέφερε εις την Δύσι και μάλιστα εις την Γαλλία, που ευτύχησε να έχη τους περισσοτέ­ρους οπαδούς, η λειτουργική αυ­τή κίνησι; Δυστυχώς, δεν επρόλαβε να τελειώση ο αιώνας και η Δύσι, ιδιαιτέρως δε η Γαλλία, απεχριστιανίσθη! Οι εκκλησίες της άδειασαν κυριολεκτικώς! Σπανίως σήμερα κάποιος νέος γίνεται ιε­ρεύς, καίτοι ο ρόλος του, μετά την Β’ Βατικάνειο Σύνοδο, είναι πολύ αναβαθμισμένος! Οι λαϊκοί, παρ’ ότι έχουν πλέον ενεργοτάτη συμ­μετοχή εις την λατρεία, σπανιώτατα προσέρχονται να εκκλησιασθούν! Μάλιστα, μετά την εφαρ­μογή της λειτουργικής μεταρρυθ­μίσεως, και οι τελευταίοι οπαδοί της παπικής εκκλησίας την εγκα­τέλειψαν σκανδαλισμένοι, ή απο­γοητευμένοι, ή αγανακτισμένοι, για τα θέατρα, που έστησαν εμπρός εις τα αλτάρια οι φραγκοπαπάδες της.
Αν, λοιπόν, η λειτουργική μεταρρύθμισι ήταν τόσο καλή, όπως καλοπροαιρέτως ενόμιζαν κάποιοι το 1949, όμως σήμερα, που βλέπο­με τους καρπούς της, δεν ημπο­ρούμε παρά να αναθεωρήσωμε τις απόψεις μας, αν θέλωμε να μη ισχύση δι’ εμάς το ρητό του Ιώβ: «Απώλοντο παρά το μή έχειν αυ­τούς σοφίαν». Είναι άραγε τόσο δύσκολο να ακούσωμε τον λόγο του Κυρίου, ότι «από των καρπών αυτών επιγνώσεσθε αυτούς», ή μήπως θέλομεν, ελαφρά τη συνειδήσει, να καταντήσωμε εις τα ίδια χάλια; «Ου δύναται δένδρον σαπρόν καρπούς καλούς ενεγκείν», είπεν ο Κύριος, άλλ’ εμείς, ως φαί­νεται, «ου βουλόμεθα συνιέναι», επειδή, κατά τον Σολομώντα, «κτήσασθαι σοφίαν άκαρδος ου δυνήσεται»!