Η ξενιτεία του νου (Σπύρος Χιόνης, πτυχ. Νομικής)

Δεν είναι λίγες οι φορές που ακούγοντας τις διάφορες συζητήσεις, τις ποικίλες εκπομπές στην τηλεόραση και όταν συμμετέχει κανείς σε ποικίλες δραστηριότητες συλλογικές, νιώθει μια πλήξη, έναν κορεσμό από αυτό που αποκαλούμε κόσμο, από την φασαρία, τον θόρυβο, την τύρβη. Είναι ένα συναίσθημα περίεργο. Αισθάνεται κανείς πως δουλεύει για την ματαιότητα, γι’ αυτό και όχι σπάνια του ‘ρχεται στα χείλη η γνωστή φράση της Αγίας Γραφής «Ματαιότης ματαιοτήτων τα πάντα ματαιότης» (Εκκλ. 1,2).

Πάνω σ’ αυτή τη βαθειά φιλοσοφημένη φράση ο Αγ. Ιωάννης ο Χρυσόστομος είχε πει: «Ματαιότης ματαιοτήτων τα πάντα ματαιότης. Και πρέπει αυτός ο λόγος να είναι γραμμένος πάντοτε και στους τοίχους και στα ρούχα και στην αγορά και στο σπίτι και στις πόρτες και στις πύλες και προ πάντων στου καθενός τη συνείδηση, κι αδιάκοπα να τον μελετάμε. Επειδή η απάτη που κρύβουν τα πράγματα και η ψευτιά και η υποκρισία, φαίνεται στους πολλούς σαν αλήθεια. Αυτό τον λόγο, την κάθε μέρα, στο βραδινό και στο μεσημεριανό μας τραπέζι και στις παρέες μας πρέπει καθένας μας να τον λέει στον διπλανό του και ν’ ακούει από τον διπλανό του ότι: Ματαιότης ματαιοτήτων τα πάντα ματαιότης» (Ομιλία εις Ευτρώπιον Ευνούχον, Πατρίκιον και Ύπατον). Έπειτα, είναι επόμενο να έρθει και η σκέψη της φυγής, της ξενιτείας, της αποταγής όλης αυτής της ενοχλητικής βουής των πραγμάτων. Από ‘δω και πέρα, ο κάθε ένας «ξενιτεύεται» όπως νομίζει. Ο ένας κλείνεται στο σπίτι του και «χαλαρώνει», κατά το κοινώς λεγόμενον. Ο άλλος επιχειρεί ένα ταξιδάκι αναψυχής. Ο τρίτος παίρνει τα βουνά νομίζοντας ότι εκεί θα ξαστερώσει το μυαλό του. Υπάρχει και μια άλλη δυνατότητα. Είναι αλήθεια ότι στις μέρες μας δεν συνηθίζεται. Είναι η ξενιτεία του νου. Η αποταγή του κόσμου. Η επιστροφή του νου στην καρδιά και η θεωρία, η ενατένιση του αμαρτωλού εγώ. Ξάφνου, παύει κανείς να μιλά, σταματά να συμμετέχει, παρατά την προσπάθεια ν’ αποδείξει κάτι στους άλλους ανθρώπους. Να αποδείξει την αξία του, τα τάλαντα του, τις γνώσεις του, ακόμη και την «αγάπη» του στον Χριστό και την Εκκλησία Του! Ακόμη και αυτή η εξέταση των επίγειων πραγμάτων, των πολιτικών μεταβολών, των εκκλησιαστικών διενέξεων, των κοινωνικών φαινομένων, σταματά. Σταματά σκόπιμα, για ν’ ακουσθεί καθαρότερα ο λόγος του Χριστού. Συμμαζεύεται ο νους στ’ αναγκαία για την σωτηρία του. Γι’ αυτό το «συμμάζεμα του νου», την ξενιτεία από τα κοσμικά, γράφει ο Άγιος Νικόδημος: «Διά τούτο πρέπει να είσαι ωσάν αποθαμένος παντελώς, εις κάθε έρευναν των επιγείων πραγμάτων τα οποία, αν και είναι συγκεχωρημένα, δεν είναι όμως και αναγκαία. Και συμμαζεύοντας πάντοτε τον νουν σου, όσον δύνασαι μέσα εις τον εαυτόν σου, κάμνε τον αμαθή από όλου του Κόσμου τα πράγματα» (Οσ. Νικόδημου Αγιορείτου, ΑΟΡΑΤΟΣ ΠΟΛΕΜΟΣ, κεφ. Ο’). Ο Μέγας Βασίλειος προστάζει «ήτω σοι πικρά γεύσις, ή των κοσμικών διηγημάτων ακρόασις, κηρία δε μέλητος, τά των οσίων ανδρών διηγήματα» (Λογ. ασκητικός περί αποταγής) και ο προφήτης Δαβίδ καταθέτει την προσωπική του μαρτυρία: «διηγήσαντό μοι παράνομοι άδολεσχίας, άλλ’ ούχ ώς ό νόμος σου Κύριε» (Ψαλμ. ριη’85). Στους χαιρετισμούς δε της Παναγίας μας η Εκκλησία προτρέπει: «Ξένον τόκον ίδόντες, ξενωθώμεν του κόσμου τόν νουν εις ουρανόν μεταθέντες». Έτσι, φαίνεται φυσικό αυτό που διηγούνται για τον Άγιο Νικόλαο Πλανά, ότι δεν ήξερε ποιος ήταν «στα πράγματα» στην εποχή του και ότι για συζητήσεις πολιτικές και σκανδαλοθηρικές ένιωθε ανεξήγητους πόνους στο κεφάλι! Από τη στιγμή που ο νους ξενιτευτεί και πάψει ν’ ασχολείται με τα επίγεια και καταπιαστεί με τα ουράνια και κυρίως, με την σχολαστική εξέταση του εγώ, με το σκάψιμο στο είναι και το πένθος για τις αμαρτίες τότε σταματά και η κατάκριση, το «κουτσομπολιό», η καταλαλιά, που μαστίζουν πάρα πολλές χριστιανικές ψυχές. Γι’ αυτόν τον λόγο και ο άγ. Ιωάννης της Κλίμακας λέγει: «Όσοι είναι αυστηροί και σχολαστικοί κριταί των σφαλμάτων του άλλου, νικώνται από αυτό το πάθος (την καταλαλιά), επειδή δεν απέκτησαν ακόμη για τα δικά τους αμαρτήματα ολοκληρωτική φροντίδα (γνώση) και μνήμη. Διότι όποιος αφαιρέσει «το περικάλυμμα της φιλαυτίας» και ιδεί με ακρίβεια τα ιδικά του κακά, για τίποτε άλλο δεν θα φροντίσει πλέον στην ζωή του, αναλογιζόμενος ότι ο χρόνος της ζωής του δεν επαρκεί για να πενθήσει τις ιδικές του αμαρτίες, έστω και αν θα εζούσε εκατό έτη, και αν θα έβλεπε ολόκληρο τον Ιορδάνη ποταμό να βγαίνει από τους οφθαλμούς του ως δάκρυ» και «Περιεργάσθηκα καλά την κατάσταση του πένθους και δεν εύρηκα σ’ αυτήν ίχνος καταλαλιάς ή κατακρίσεως» (Αγ. Ιωάννου Σιναΐτου Κλίμαξ Λόγος Γ 11,12). Τέλος, η ξενιτεία του νου έχει ως αποτέλεσμα την επίδοση στην προσευχή. Η προσευχή• μεγάλο κεφάλαιο! Υπάρχει η «προσευχή» ανάμεσα σε χασμουρητά και σκέψεις για τα επίγεια, το παπαγάλισμα ευχών και οι γλυκερές συναισθηματολογίες και υπάρχει και η προσευχή που ‘ναι κραυγή προς τον Θεό! Αμετεώριστη μνήμη της δόξας Του και οδός ενώσεως μ’ Αυτόν. Για την δεύτερη φυσικά ο λόγος. Πώς να προσευχηθεί, λοιπόν, κανείς de profundis, αν δεν πάψει ο νους να περιέρχεται ανά τας ρύμας του κόσμου τούτου; Πρέπει να συμμαζευτεί η σκέψη, το μυαλό ν’ απομακρυνθεί από τα επουσιώδη και να δοθεί στο Θεό. Είναι ανάγκη να ταξιδέψει μακρυά, στους λειμώνες του πένθους, στα ύψη της ταπεινωσύνης, στους γλαυκούς ουρανούς της θείας παρηγορίας. Θα πει κανείς: «Αυτά είναι για τους μονάχους»! Είναι γνωστή αυτή η ένσταση. Και επειδή είναι μάλλον μάταιο να προσπαθήσει κανείς ν’ αποδείξει τ’ αντίθετο, διότι περιπίπτει σε έριδες και «μάχας νομικάς» (Τιτ. γ’, 9). Ας μπουν στον κόπο οι ενιστάμενοι να ρωτήσουν την ψυχή τους εάν έχει βρει την ειρήνη. Αν ναι, τότε δεν χρειάζεται συζήτηση, εάν όχι, τότε ίσως να μην είναι μονάχα για μοναχούς η αποταγή. Πιο ευγενής είναι η επόμενη ένσταση: «και τι θα γίνει με την ιεραποστολή, την μαρτυρία; Θα αμελήσουμε το ιερό τούτο καθήκον και θα κλεισθούμε «εις το κελλίον» σώζοντας την ψυχήν μας;». Ωραία η ένσταση αυτή! Βέβαια, βάζει στην άκρη την υπόμνηση του θείου Αποστόλου «άρα ουν έκαστος ημών περί εαυτού λόγον δώσει τω Θεώ» (Ρωμ. ιδ’ 12), αλλά είναι συγκινητικό ότι προέρχεται από ανθρώπους που φλέγονται για την διάδοση του Ευαγγελίου. Δεν αξίζει κανείς να ομιλήσει για κείνους που χρησιμοποιούν την ιεραποστολή για να αυτοπροβληθούν ως διδάσκαλοι και να δρέψουν δάφνες «σώζοντας» ψυχές. Η Εκκλησία έχει πικρή πείρα από αυτούς τους αυτόκλητους ιεραποστόλους. Για τους ειλικρινείς όμως εργάτες του Ευαγγελίου, για κείνους που θεωρούν την μαρτυρία πραγματικό καθήκον και ανάγκη πρέπει να γίνει κατ’ αρχάς υπόμνηση του λόγου του αγ. Γρηγορίου του Ναζιανζηνού: «μέγα τό περί Θεού λαλείν, αλλά μείζον τό εαυτόν καθαίρειν Θεώ» (Λόγος 32, ΡG 36,188 G) και «καθαρθήναι δεί πρώτον, είτα καθάραι: σοφισθήναι, και είτα σοφίσαι• γενέσθω φώς, καί φωτίσαι• εγγίσαι Θεώ καί προσαγαγείν άλλους• αγιασθήναι και αγιάσαι» (Λόγος 2, 71 ΡG 35 480 Β). Έπειτα είναι δυνατόν να υπάρξει πραγματική ιεραποστολή, ουσιαστική μαρτυρία χωρίς αποταγή του κόσμου, χωρίς μετάξη του νου στον Θεό; Εδώ ο Απόστολος των Εθνών, πριν ξεκινήσει τις περιοδείες του, ξενιτεύτηκε στην Αραβία (Γαλ. 1,17) για αρκετό καιρό, και ποιος ξέρει τι είδους ασκητικές εμπειρίες είχε εκεί ο θειότατος Παύλος. Δεν πρέπει να υπάρχει πιο τρανή μαρτυρία από μια αφοσιωμένη στον ουρανό ψυχή. Ο άνθρωπος που μέσα από την ξενιτεία, την άσκηση, το πένθος αγιάζεται, γίνεται η αιτία για να σωθούν πολλές ψυχές. Βέβαια, είναι αλήθεια πως αυτός ο δρόμος δεν είναι της μόδας. Στην εποχή της πληροφόρησης, της ενημέρωσης, τώρα που ο καθένας μπορεί άκοπα κι ανέξοδα να πει ό,τι θέλει, να κάνει ό,τι θέλει, να επικοινωνήσει με εκατοντάδες ανθρώπους, προτείνεται η αποταγή του κόσμου και η ξενιτεία του νου; Τώρα που έχει τόσες ευκαιρίες ο άνθρωπος να εισακουσθεί, θα σιωπήσει; θα χάσει ευκαιρίες, θα χάσει δόξα, θα χάσει την αναγνώριση που του αξίζει. Πιθανόν, θα σώσει, όμως, την ψυχή του!

(Πηγή: Χ.Φ.Ε.)

[Ψήφοι: 4 Βαθμολογία: 4]