Η θέληση για δράση: Ένα οξυμμένο πρόβλημα (Καραποστόλης Βασίλης, καθηγητής Πολιτισμού και Επικοινωνίας του Πανεπιστημίου Αθηνών)

Είναι πολλά αυτά που μαρτυρούν ότι, στον σύγχρονο δυτικό κό­σμο, η θεμελιακή ικανότητα του ανθρώπου να προβαίνει σ’ ενέργειες σε συμφωνία με τους σκοπούς που ο ίδιος θέ­τει υφίσταται συνεχείς κλονισμούς. Οι εν­δοιασμοί πληθαίνουν, οι αποφάσεις πελαγοδρομούν. Μια αρρώστια βαθιά, κυττα­ρική, φαίνεται πως πλήττει τα κίνητρα για δράση. Το σαράκι που κατατρώει, έτσι κι αλλιώς, τη συνείδηση και τη ρωτάει κατά διαστήματα: «ποιος ο λόγος να θέλου­με αυτό ή εκείνο;», «προς τι οι προσπά­θειες μας;», αυτό το βασανιστικό μικρό­βιο που μολύνει με αναστολές τις επιθυμί­ες και τις πράξεις, έχει γίνει πιο διαβρωτι­κό παρά ποτέ. Γιατί, φυσικά, δεν εμφανί­στηκε πρόσφατα. Είναι γνώρισμα του αν­θρωπίνου όντος να κατατρύχεται από την αίσθηση ότι για την ύπαρξή του το πεπε­ρασμένο αποτελεί συνθήκη ανυπέρβλητη, ότι τουλάχιστον, από φυσική άποψη, ορι­σμένα όρια – και πρώτο το όριο της θνη­τότητας – δεν μπορεί να τα υπερβεί. Εάν αυτή η συνθήκη βιωθεί ολοκληρωτικά σαν καταδίκη, τότε θα γεννηθεί αναπό­φευκτα ένα αίσθημα ματαιότητας· είναι το μικρόβιο το οποίο ανέφερα πριν. Είναι όμως δυνατόν – κι αυτό μας δείχνει η ιστορία του πολιτισμού – η βεβαιότητα του πε­περασμένου να βιωθεί διαφορετικά. Θα το δούμε σε λίγο αυτό. Για την ώρα ας στα­θούμε στο εξής: Στο ότι σ’ ένα άτομο ή σ’ έναν λαό που υπό την επήρεια ορισμένων περιστάσεων συνειδητοποιεί ότι ο βίος του θα περάσει κάποτε – αν δεν τη διανύει ήδη – σε μια φάση ανεπίστρεπτης φθοράς, ενδέχεται η όρεξη για τη ζωή να ατονίσει πολύ και οι επιδιώξεις του να στερηθούν την ορμή που τους είναι απαραίτητη. Μια σκιά παροδικότητας έρχεται να σκεπάσει όλα τα πράγματα, η απόκτηση των οποί­ων υποσχόταν έως τότε την απόλαυση ή και μια γεύση πλησμονής. Μπορούμε έτσι να φαντασθούμε – όπως έλεγαν οι στωικοί φιλόσοφοι – άτομα ή και λαούς που δυστυ­χούν πριν ακόμη δυστυχήσουν. Ή ακόμη χειρότερο: που δεν θέλουν να ζήσουν και δεν ξέρουν πώς να πεθάνουν.

Δεν ισχυρίζομαι πως έφθασε εκεί ο δυ­τικός κόσμος· οδεύει όμως προς αυτή την κατεύθυνση. Με άλλα λόγια, καθώς δοκι­μάζεται από την υπαρξιακή αγωνία σχε­τικά με το πεπερασμένο, βρίσκει όλο και λιγότερα μέσα για να την πραΰνει. Η εξέ­λιξη αυτή θα γίνει πιο κατανοητή αν αντιπαραβληθεί η σημερινή κατάσταση με ό,τι συνέβαινε σε άλλες περιόδους στην ιστορία της ανθρωπότητας.

Πολύ συνοπτικά μπορούμε να σημει­ώσουμε τα εξής: Κατ’ αρχάς, στη διάρ­κεια της περιόδου όπου ακμάζει η αρ­χαία ελληνική πόλις, η αγωνία για το μη-ον, για ό,τι αρνείται το ον και κάθε μορφή ύπαρξής του, εκδηλώνεται μεν, δεν φθά­νει όμως στο σημείο να παραλύσει τη θέ­ληση. Η αγωνία παίρνει τη μορφή της διερώτησης σχετικά με τη μοίρα των θνη­τών. Τι μας περιμένει μετά το τέλος μας; Ίσως μια υπέρτατη ανάγκη που δεσπόζει πάνω από κάθε άλλη, μια ανάγκη αδήριτη που επιβάλλεται ακόμη και στους θεούς, αν και χωρίς να τους αφαιρεί το προνό­μιο της αθανασίας. Πάνω από τα κεφάλια των πολιτών πλανιέται η Ειμαρμένη, εξου­σία ακατάλυτη, το νοηματικό περιεχόμε­νο της οποίας ούτε μπορεί ποτέ να εξιχνι­ασθεί ούτε όμως και χρειάζεται. Αυτή εί­ναι η αντίληψη των αρχαίων Ελλήνων: ότι όποια κι αν είναι η μοίρα που τους περιμέ­νει, ο προορισμός τους είναι να αντικρύσουν αυτή τη μοίρα με τα μάτια ανθρώ­πων που έπραξαν ή πάντως πάσχισαν για το άριστον. Πεποίθηση τους είναι ότι οι συνηθισμένες καθημερινές ασχολίες τους θα πρέπει να προετοιμάζουν πράξεις και έργα αξιομνημόνευτα, έργα που με τη λα­μπρότητα και την αντοχή τους στον χρόνο υπερβαίνουν τα στενόχωρα περιθώρια της θνητής ύπαρξης.

Όπως καταλαβαίνετε, η έμφαση αυτή που δίδεται στη διάκριση και την αριστεία δεν συμβαδίζει καθόλου με το αίσθημα ματαιότητας. Το αντίθετο: Εάν επιμένεις να πράξεις κάτι σπουδαίο, αυτό δείχνει πως μολονότι αναγνωρίζεις το φάσμα του θανάτου ως προς το άτομό σου, προσδο­κάς την υπέρβασή του μέσω των έργων τα οποία θα επιτελέσεις και μέσα στα οποία η μνήμη των άλλων και των επομένων γε­νεών θα διακρίνει εσαεί τη σφραγίδα σου.

Οι Έλληνες θεραπεύονται από την αγω­νία τους με τα έργα τους, έργα που προϋ­ποθέτουν τη δυνατότητα να συντηρηθούν μέσα στην ανάμνηση και την κρίση των ανθρώπων. Η Μνημοσύνη, έτσι, αντιμε­τωπίζει τον Άδη. Και το θάρρος των θνη­τών – να πολεμήσουν έως εσχάτων σε μια μάχη ή να αναλωθούν για την κατασκευή ενός απαράμιλλου γλυπτού ή ενός περί­λαμπρου ναού –, αυτή η απόφαση να ξε­περάσουν τους φόβους τους ή την αδρά­νειά τους πηγάζει από την υπόσχεση που τους δίνει η ίδια τους η φαντασία: Τους βεβαιώνει ότι εκείνοι που θα ξεχωρίσουν και θα τιμηθούν δεν θα χαθούν οριστικά, κάποτε, μες την ανυπαρξία. Μια θεότη­τα που θυμάται τα έξοχα έργα τούς παρα­στέκει και δεν θ’ αφήσει τη λησμοσύνη να τους καταπιεί.

Ας έρθουμε τώρα στους μεταγενέστε­ρους χρόνους. Αν στην αρχαία Ελλάδα η αγωνία απέναντι στο μοιραίο καταπολεμάται με τη δημιουργία έργων που ανυψώ­νουν τη ψυχή, με το κάλλος και την αίγλη τους, στην αρχαία Ρώμη, τον βραχνά που βαραίνει τους θνητούς, θα προσπαθήσουν να τον αντιμετωπίσουν κατ’ αρχήν με την επίδειξη πολιτικο-στρατιωτικής ισχύος, που είναι σαν εξορκισμός οποιασδήποτε άλλης ισχύος, ακόμη κι εκείνης που προβάλλει από το επέκεινα. Ωστόσο, το μεγα­λείο των επιτευγμάτων του κράτους αργά ή γρήγορα αποδεικνύεται προσωρινό, πράγμα που γίνεται αντιληπτό από τους αυτοκράτορες και τους πατρικίους κατά τρόπο οδυνηρό. Προκειμένου να αποφύ­γουν αυτή την εισβολή του αισθήματος αδυναμίας μέσα στον κραταιό τους κόσμο, οι Ρωμαίοι παίρνουν πρόσθετα μέτρα: δί­νουν στις θεότητές τους έναν χαρακτήρα ρυθμιστικό και κανονιστικό, ελπίζοντας πως τα απρόοπτα και τα ανεπιθύμητα που ενσκήπτουν στη ζωή θα μειωθούν. Υπάρχουν θεότητες που εποπτεύουν τους τοκετούς, που προστατεύουν τους πολίτες από την πανούκλα, τον λιμό, τους πυρετούς, τις λειψές σοδειές δημητριακών, που πα­ρακολουθούν την τήρηση του τελετουρ­γικού των γάμων. Έτσι όμως, τα ανώτε­ρα όντα ρίχνονται ανάμεσα στα κατώτε­ρα και στις υποθέσεις τους με αποτέλεσμα οι ταλανιζόμενοι από τους φόβους και τις αγωνίες τους άνθρωποι να δυσκολεύονται να εξυψωθούν και να παραμένουν δεμένοι στον εγκόσμιο βίο μ’ έναν τρόπο που ανεξάρτητα αν τους παρέχει κάποιες ευκαιρί­ες για να λύσουν τα πρακτικά τους προ­βλήματα – με τη συνδρομή των αντίστοι­χων θεοτήτων – τους καθιστά ουσιαστικά αιχμάλωτους της πεζότητας. Και είναι μια πεζότητα υπερβολικά συμπαγής για να την διαπεράσει το ρίγος του ιερού.

Όλο και πιο πολύ η Ρώμη καθηλώνε­ται σ’ αυτή την κατάσταση, και όλο και λιγότερο θα γίνεται ικανή να τη μετουσι­ώσει. Στη σφαίρα των όντων, των υπαρ­κτών και αισθητών πραγμάτων, την πολι­τική δηλαδή, τη διοίκηση, τις εκστρατεί­ες, η ισχύς και η τάξη παρέχουν ορισμένες εγγυήσεις. Ενώπιον όμως του μη-όντος, του ριζικά αγνώστου, τί ν’ αντιτάξεις; Εάν έχεις εθισθεί στην πεζότητα δεν μπο­ρείς πια να επιχειρήσεις κάποιο άλμα του πνεύματος, δεν μπορείς να παρηγορηθείς με τη φαντασία σου ή με κάποια υπερβα­τική περιπλάνηση και συνεπώς πρέπει και πάλι να καταφύγεις στις αισθήσεις σου – αυτές που ήδη σου έχουν δείξει τους εγ­γενείς περιορισμούς τους. Άλλη όμως διέξοδος δεν υπάρχει. Όπως παρατηρεί ο Χέγκελ, η Ρώμη θα ζητήσει να γίνει θεατής του κόσμου, να δει, να χαζέψει, να διασκε­δάσει, να ξεχαστεί. Ενώ οι Έλληνες εξαί­ρουν τον αγώνα οι Ρωμαίοι καταφεύγουν στο θέαμα. Οι μεν θεωρούν ύψιστη τιμή να παίρνουν οι ίδιοι μέρος σε αγώνες, οι δε να απολαμβάνουν το προνόμιο να τους παρακολουθούν.

Η σημασία αυτής της διαφοράς φάνη­κε αργότερα, αν και δεν εκτιμήθηκε όσο πρέπει. Παρακαταθήκη της Ευρώπης έγι­νε περισσότερο η τάση προς την απόδρα­ση των ανθρώπων από τα ενάντια και τα δυσάρεστα, παρά η σθεναρή αντιμετώ­πισή τους. Δεν είναι τυχαίο που η αρετή της ανδρείας όπως την εννοούσαν στην αρχαία ελληνική πόλιν, κατά τη ρωμαϊ­κή εποχή πήρε ένα χαρακτήρα που απο­μακρύνεται από την ηθική και πλησιάζει το στρατιωτικού τύπου σφρίγος – γίνεται fortitudo, προσόν σωματικό και πολεμικό. Όταν όμως δεν πολεμάει κανείς, τί κάνει; Τι άλλο από το να διασκεδάζει, θα πει η Ρώμη, αξίωμα που θα το παραλάβει η Ευ­ρώπη μετά τον Μεσαίωνα. Θα φανεί όμως τότε ότι μόλις περάσουν οι κίνδυνοι και στη συνέχεια τερματισθούν τα συμπόσια και οι γιορτές, τα παλιά, αρχέγονα δαιμό­νια θα ξεμυτίσουν και πάλι και θα σπρώ­ξουν την ανία έως τα πρόθυρα μιας απο­κρουστικής αλήθειας: τίποτα δεν φαίνεται να έχει νόημα, κι ό,τι κάνουμε είναι για να μην έχουμε χρόνο να σκεφθούμε την άβυσσο. Ο Πασκάλ θα καταγράψει αργό­τερα με καυστική ακρίβεια αυτή την εξέ­λιξη. Θα ήταν πολύ διαφορετικά αν είχε διασωθεί η ελληνική αντίληψη ότι ο άνθρωπος είναι για να πράττει, είναι για να εκδιπλώνει τον εαυτό του εις πείσμα της αντιξοότητας, περνώντας από το «δυνά­μει» στο «ενεργεία». Ο αγώνας λοιπόν δεν είναι βάρος από το οποίο θα έπρεπε κανείς ν’ απαλλάσσεται το γρηγορότερο, αλλά όρος ώστε να αναπτύξει τις δυνά­μεις του· η θέληση επωφελείται από την αντίσταση, ο αγωνιζόμενος επωφελείται από τον αντίπαλο.

Κατά τη μεσαιωνική περίοδο που ακο­λουθεί, τα πράγματα θ’ αλλάξουν πολύ. Τώρα η μορφή που παίρνει η αγωνία ενώ­πιον του μηδενός, είναι κυρίως η ενοχή. Δεν πρόκειται μόνο για την ενοχή από το προπατορικό αμάρτημα, αλλά κι εκείνη που αφορά την υστέρηση του ανθρωπίνου πλάσματος απέναντι σε όσα θα μπορούσε να πράξει για να σωθεί. Ο χριστιανισμός έρχεται για να αποθέσει ένα διαφορετικό βάρος στους ανθρώπινους ώμους, ταυτό­χρονα όμως παρουσιάζει αυτό το βάρος, που είναι του σταυρού, σαν το μόνο μέσο για τη λύτρωση. Εδώ δεν είναι η άσκη­ση των αρετών, όπως στην αρχαιότητα, που θα κρίνει το ποιον εκάστου, είναι το βάθος της πίστης που συμπληρώνεται με πράξεις: αν ο αρχαίος καλείται να ασκή­σει τη σωφροσύνη, τη φρόνηση, τη δι­καιοσύνη ή την ανδρεία, ο χριστιανός θα πρέπει να πάρει τον δρόμο της έμπρακτης καλοσύνης: καλείται να συμπονά, να συγ­χωρεί, να σέβεται. Το αίτημα της καλοσύ­νης είναι τόσο καινούργιο που αναστατώ­νει τις συνειδήσεις και τις καθιστά υπόλογες απέναντι στον εαυτό τους· αρχί­ζουν οι εσωτερικοί διχασμοί, οι ενδοσκο­πήσεις. Η αμφιβολία για το αν κανείς εί­ναι ικανός να ακολουθήσει τα βήματα του Εσταυρωμένου, είναι συχνά τόσο μεγάλη που στέλνει άλλους σε μονές, άλλους σε προσκυνήματα, άλλους σε λατρείες λει­ψάνων από αγίους οι οποίοι μαρτύρησαν. Έχουμε έναν ψυχικό αναβρασμό στο όνο­μα μιας εξιλέωσης που δεν είναι καθόλου βέβαιη. Παράλληλα, βέβαια, έχουμε και την περισυλλογή, το βύθισμα στην προ­σευχή, την κατάνυξη μιας σκέψης που την κυκλώνουν οι δαίμονες, αλλά που χαίρε­ται επειδή τους αντιστέκεται. Σε κάθε πε­ρίπτωση το θρησκευτικό βίωμα ζητά από τους ανθρώπους να πράξουν· μπορούν να ελευθερωθούν από τις ενοχές τους, μπο­ρούν να εξαγνιστούν, μπορούν να μετα­στραφούν. Συνεπώς, η παθητικότητα είναι ασυμβίβαστη με την πίστη. Δεν είναι μόνο ένα ψυχολογικό γεγονός η πίστη, εί­ναι ενέργειες, χειρονομίες, μια συμπερι­φορά που ελέγχεται διαρκώς εκ των ένδον και επιδέχεται διορθώσεις.

Αυτή η εσωτερική εργασία που έχει αναλάβει ο δυτικός άνθρωπος, θα αντικα­τασταθεί στη συνέχεια με μια άλλη, εξω­τερικού τύπου. Οι νεώτεροι χρόνοι θα έρ­θουν για να. αναγγείλουν ότι η νοημοσύνη μας και τα χέρια μας αρκούν για να γεμί­σουν το κενό που ανοίγει κάθε τόσο μέσα μας. Θα το γεμίσουν με υλικά αντικείμε­να που θα κατασκευαστούν με τη βοή­θεια της επιστήμης και της τεχνικής. Για πρώτη φορά στην ιστορία της ανθρωπότητας τα προϊόντα του μόχθου είναι τόσο πολλά και ποικίλα που οι μοχθούντες εκπλήσσονται με τις ίδιες τους τις δεξιότη­τες. Γεννιέται η αξία της παραγωγικότη­τας, η εμπιστοσύνη στο ότι η αφθονία των πραγμάτων, αν δεν δώσει απάντηση στις πιο ενδόμυχες ανησυχίες των ανθρώπων, τουλάχιστον θα παραμερίσει τη σκέψη ότι όλα έρχονται, παρέρχονται και τίποτε δεν μένει ως μόνιμο αποτέλεσμα. Ο παραγωγισμός είναι η παραμυθία της νέας επο­χής. Θα προσπαθήσει να διαψεύσει το πα­λιό, βασανιστικό αξίωμα διατυπωμένο στον Εκκλησιαστή: όλα περνούν και τίπο­τε δεν αλλάζει κάτω απ’ τον ήλιο.

Το ότι όμως όλα περνούν δεν είναι κατ’ ανάγκην αρνητικό, θα πει ο 19ος αιώ­νας. Φαντασθείτε τις τέρψεις μας να έμε­ναν οι ίδιες· δεν θα ‘χαναν σε ένταση; Και οι θλίψεις μας; Δεν θα σάπιζαν μέσα μας με τον καιρό; Όσο για τις αλλαγές, εκεί πολύ περισσότερο ακυρώνεται το δυσοί­ωνο βιβλικό αξίωμα: δεν βλέπετε ότι ο κόσμος υποδέχεται τόσα νέα κατασκευά­σματα και δεν είναι συναρπαστική αυτή η αλληλοδιαδοχή τους που δεν σταματάει ποτέ; Εξαπλώθηκε τότε η προσδοκία ότι η μεταβολή καθ’ εαυτή θα ήταν φαινόμε­νο αρκετά συναρπαστικό ώστε να απορ­ροφήσει την ύπαρξη. Δεν ήταν όμως κα­θόλου σίγουρο αυτό. Η βιομηχανία θρι­αμβολογούσε, οι μηχανές δούλευαν πυρε­τωδώς, ήδη όμως η διαίσθηση των ρομα­ντικών στοχαστών και ποιητών στην Ευ­ρώπη προειδοποιούσε με τη φωνή ενός Νοβάλις, ενός Μπλαίηκ, και βέβαια νω­ρίτερα με τον Μπάϋρον, ότι τα κίνητρα γι’ αυτή τη νέα δράση δεν θα είναι πολύ ανθεκτικά. Είναι η ανάγκη του αντιπερι­σπασμού, θα πουν, που κάνει την Ευρώπη και την Αμερική να θέλουν να χτίσουν, ν’ ανοίξουν δρόμους, να κατακτήσουν εδάφη. Επειδή φοβούνται το ανικανοποίητο, ζητούν να υπερβάλουν σε ικανοποιήσεις που δεν θα μοιάζουν με τις προηγούμενες. Οι προφητείες των ρομαντικών δεν ήταν αβάσιμες. Πράγματι, η επιχείρη­ση που συνίσταται στο να αναχθεί η συ­νεχής μεταβολή και η παραγωγή πληθώ­ρας προϊόντων σε αρχές που θα δέσποζαν στην οικονομική διαδικασία, υπονόμευσε τελικά τα θέλγητρα της παραγωγής. Ο λό­γος ήταν ότι μέσα στη μεταβολή για τη με­ταβολή, υπάρχει ένα στοιχείο οριζόντιας κίνησης· τα αντικείμενα πολλαπλασιάζο­νται και ποικίλλουν, αλλά λείπει η ώθηση προς μια ανιούσα κατεύθυνση. Αυτό συ­νέβη στον 20ο αιώνα. Έπαψε η παραγω­γή να σημαίνει ανέλιξη ή πρόοδο, κι έγινε δραστηριότητα που σπρώχνει διαρκώς τα πράγματα προς τα εμπρός – μια πρό-οδος, ένα αδιάκοπο προχώρημα – προς τα πού όμως; Το ερώτημα βαθμιαία έφερε τις δυ­τικές κοινωνίες σε αμηχανία. Δεν ήξεραν τι να πουν για όσα είχαν συνηθίσει να κά­νουν και δυσκολεύονταν όλο και περισ­σότερο μέσα στην κεκτημένη τους ταχύ­τητα να επαναφέρουν τη σκέψη τους στο σημείο της αφετηρίας. Ώς ένα βαθμό αυτό ήταν εκούσιο. Ήθελαν μέσα στις αλλαγές και την ταχύτητα να εμποδίσουν τη συνεί­δηση να στρέφεται προς ό,τι της φάντα­ζε σαν αιωνίως στάσιμο και σιωπηλό. Τα απώτερα, τα έσχατα του βίου έπρεπε να αποκρυβούν. Από μιαν άποψη επρόκειτο για μεθοδευμένη παραζάλη. Πάντως συ­νεπαγόταν τη δραστηριότητα: είτε για να κατασκευάσει κάποιος, είτε για να αποκτήσει, είτε ακόμη και για να καταναλώ­σει, προϋπόθεση ήταν να δέχεται πως αξί­ζει τον κόπο να κοπιάσει. Δεν είχε έρθει ακόμη η ώρα που η ίδια η καταβολή σω­ματικής ή διανοητικής ενέργειας, θα πρό­βαλε σαν μια δαπάνη της οποίας η σκο­πιμότητα χρειάζεται να επανεξετασθεί. Η Δύση ίδρωνε από κούραση, αλλά εξακο­λουθούσε να θεωρεί πως αυτή η κούραση θα ανταμειβόταν· υπό μια έννοια το παρόν ζούσε από το μέλλον του, ο άνθρωπος με­τέθετε για αργότερα τη ζωή του.

Ώσπου η καταπόνηση του σώματος υποχώρησε σε εντυπωσιακό βαθμό. Αυ­ξήθηκαν ταχύτατα οι υπηρεσίες που προ­σέφεραν, με απλούς χειρισμούς των χρη­στών τους, οι εξειδικευμένες συσκευές, τα εργαλεία, οι αυτοματισμοί. Η άνεση που εξασφαλίστηκε έτσι, δεν ήταν, ωστόσο, χωρίς παρενέργειες. Διαπιστώθηκε πως υπέθαλψε ένα είδος εξημμένης νωθρότη­τας, μια απαίτηση να διευκολύνεται κα­νείς στο παραμικρό και στον συντομότε­ρο χρόνο. Ήταν μια αναμονή και μια εξάρ­τηση που έθιγε – για να επιστρέψουμε στο κέντρο του προβλήματος – την ίδια τη θέ­ληση. Εδώ και μισό περίπου αιώνα, όταν στους κόλπους του καπιταλιστικού συ­στήματος εμφανίζονται τα πρώτα σημάδια κάμψης της παραγωγικής ορμής που το χαρακτήριζε προηγουμένως, παρουσιάζο­νται και τα πρώτα συμπτώματα της απροθυμίας του μέσου ατόμου, στην Αμερική και εν συνεχεία και στην Ευρώπη, να τοποθετήσει τις επιδιώξεις του σε μια χρονική σειρά: πρώτα αυτό, έπειτα εκείνο.

Τώρα ενδιαφέρει μόνο το άμεσο. Προ­έχει η έγκαιρη κάρπωση των υλικών αγα­θών που διατίθενται σε όλο και μεγαλύτε­ρη ποικιλία, ενώ τον ίδιο χαρακτήρα της εσπευσμένης και βεβιασμένης απολαβής αποκτά και η κοινωνική επιτυχία και το γόητρο. Πριν από μερικά χρόνια ένας φι­λόδοξος θα κέρδιζε ίσως αυτά τα έπαθλα στο τέρμα μιας καλά υπολογισμένης προ­σπάθειας. Τώρα ευελπιστεί ότι θα τα ει­σπράξει διά μιας και πολύ νωρίς. Η πιο ου­σιώδης διαφορά ανάμεσα στην παραγωγή και την κατανάλωση, από την άποψη των κινήτρων, βρίσκεται ακριβώς εδώ. Στο ότι με την παραγωγή το άτομο κλιμακώνει τη θέλησή του, ενώ με την κατανάλωση η θέ­ληση εκδηλώνεται στιγμιαία και βιαστι­κά· ο καταναλωτής αντί να δρα, αντιδρά κατ’ ανακλαστικό τρόπο σ’ αυτό που του προτείνεται, διεγείροντάς τον. Έτσι, έχου­με το παράδοξο μιας νευρικότητας μέσα στην απόλαυση. Ικανοποιείται μεν κά­ποιος αποκτώντας αυτό που επιθυμεί, την ίδια στιγμή όμως τού περνάει από τον νου ότι η ευχαρίστηση δεν θα διαρκέσει πολύ, ότι την ανταγωνίζονται άλλες και ότι πιθα­νόν να μην έπραξε και τόσο σωστά διαλέ­γοντας αυτήν αντί για εκείνες.

Το πιο σημαντικό όμως είναι άλλο: Ότι, ανεξάρτητα από το τι αποκομίζει κά­ποιος καταναλώνοντας, το περιθώριο να επενεργήσει πάνω στην κατάστασή του εί­ναι ελάχιστο. Ουσιαστικά, πληρώνει την ικανοποίηση μ’ ένα αίσθημα παθητικότη­τας. Ένα βήμα πιο πέρα και θα προκύψει ένα σύμπτωμα πολύ πιο δυσάρεστο: ότι σε σχέση με το ποια είδη εμπορευμάτων εμ­φανίζονται προς πώλησιν στην αγορά, σε σχέση με το τι παράγουν μαζικά οι μηχα­νές και γενικότερα σε σχέση με το τι συ­ντελείται στον κόσμο όπου ανήκει, ο ίδιος, ως άτομο και ως πρόσωπο, λογαριάζεται περιττός. Όλα όσα τον αφορούν τον αφή­νουν απ’ έξω.

Φυσικά, αυτή η εντύπωση δεν συνει­δητοποιείται συχνά, δεδομένου ότι κάτι τέτοιο θα ισοδυναμούσε με την παραδο­χή μιας νέκρωσης. Καμμιά τρυφή, καμμιά ποσότητα αλκοόλ ή ναρκωτικών, ή και κα­νένας σεξουαλικός παροξυσμός δεν μπο­ρεί να καταπνίξει στο ανθρώπινο ον την εσωτερική φωνή που του ψιθυρίζει κατά καιρούς πως είναι φτιαγμένο για να ενερ­γεί και όχι απλώς για να λαμβάνει ό,τι του δίδεται. Είναι αλήθεια ότι οι ηδονές του θα μπορούσαν να είναι εναρμονισμένες μ’ αυτόν τον προορισμό που εμφανώς θα έδι­νε στο Εγώ ένα μεγαλύτερο «αέρα» ανε­ξαρτησίας. Ένας χορτασμένος άνθρωπος· τι καλύτερο ώστε να βαλθεί ο άνθρωπος αυτός να πράξει ως πολίτης, ως δημόσιο πρόσωπο έχοντας ήδη γευτεί τις νοστιμιές της ζωής; Αλλά και τι εγκλωβισμός, αντί­θετα, αν οι ηδονές αυτές είναι οι μόνες που του επιτρέπονται.

Αυτή ακριβώς είναι η κατάσταση σή­μερα. Αυξάνεται ραγδαία ο αριθμός των ατόμων που νιώθουν πως το μερίδιο τους στη ζωή είναι αυτό που τους παραχωρεί­ται μόλις και μετά βίας από άλλους, ασύ­γκριτα ισχυρότερους, και ότι μέσα σ’ αυτό το μερίδιο κυριαρχούν μερικές σωματι­κές τέρψεις – που κι αυτές γίνονται ψίχου­λα –, ενώ αποκλείονται οι χαρές που αφο­ρούν στην ανάληψη πρωτοβουλιών, στην έκφραση γνώμης, στη συμμετοχή στα κοι­νά. Οι πρωτεργάτες της Αμερικανικής Επανάστασης, ο Τζέφερσον και ο Άνταμς. ήδη από τα τέλη του δέκατου όγδοου αι­ώνα, πηγαίνοντας πιο πέρα και από τους εμπνευστές τους στη Γαλλία του Διαφωτι­σμού, μιλούσαν για το δικαίωμα του πολί­τη σ’ εκείνη τη «δημόσια ευτυχία», όπως την αποκαλούσαν, που συνίσταται στη δι­αβούλευση και στη λήψη αποφάσεων, στο να βρίσκεται ένας πολίτης ανάμεσα σε συμπολίτες του, ν’ ανταλλάσσουν όλοι τις σκέψεις τους και να μην δηλητηριάζονται από την υποψία πως ό,τι και να πουν, ου­δείς άλλος θα το λάβει υπ’ όψιν του.

Αυτή η υποψία έφθασε σήμερα να γί­νει σχεδόν βεβαιότητα. Προδικάζοντας τα άτομα ότι οποιαδήποτε απόπειρα να ανα­λάβουν την ευθύνη μιας δράσης στην πε­ριοχή του κοινού τους βίου, θα βούλιαζε μέσα σ’ ένα χάος από απρόβλεπτα συμβά­ντα, ή, αν δεν συνέβαινε αυτό, θα εξουδε­τερωνόταν από κάποιους αόρατους μηχα­νισμούς κεντρικού ελέγχου, εγκαταλείπο­νται σ’ ένα αίσθημα αδυναμίας που τους ταπεινώνει βαθιά. Είναι μια ταπείνωση που θα ζητήσει να ανακουφισθεί με άλλα μέσα. Ποια; Είτε με το να στραφεί το θύμα εναντίον του ίδιου του τού εαυτού και να το τιμωρήσει με κατηγόριες και ενοχές, επειδή δεν στάθηκε πιο θαρραλέο, είτε με το να μετατρέψει την ακυρωμένη του δύ­ναμη σε οργή εναντίον άλλων, που δεν εί­ναι βέβαια οι πραγματικά δυνατοί.

Το ζήτημα της δύναμης έρχεται επομέ­νως σήμερα να συνταράξει τον δυτικό κό­σμο. Άτομα που έχουν λάβει ικανή εκπαί­δευση στις Ηνωμένες Πολιτείες και στην Ευρώπη και που φαντάστηκαν πως οι κοι­νωνίες οι οποίες τους γαλούχησαν τους περιμένουν για να αξιοποιήσουν τα προ­σόντα τους, βλέπουν πως αυτό δεν ισχύ­ει και πως, αντίθετα, το να αχρηστεύεται κάποιος αποτελεί μέρος της όποιας λει­τουργίας του συστήματος. Τι θα την κάνουν λοιπόν τη γνώση και τις ικανότητές τους; Δεν ξέρουν ακόμη. Προς το παρόν, εκατομμύρια νέοι παρατάνε το σχολείο· στην Αμερική, στην Αγγλία, στη Γαλλία, οι πολιτικές ηγεσίες αρχίζουν και ανη­συχούν με το φαινόμενο, απέχουν όμως πολύ από το να πάρουν μέτρα που θα ταί­ριαζαν σε πραγματικούς κυβερνήτες και όχι σε απλούς διαχειριστές κονδυλίων, υποταγμένους μάλιστα συχνά σε ιδιωτικά συμφέροντα.

Έπειτα απ’ όλα αυτά, εκείνο που μένει είναι να σκεφθούμε τρόπους ώστε αυτή η συμπίεση του ανθρώπινου δυναμικού να μην πάρει καταστροφικές ή και αυτοκατα­στροφικές διαστάσεις. Όταν ένας άνθρω­πος εμποδίζεται να δημιουργήσει ενδέχε­ται να πάει στο άλλο άκρο που ονομάζεται απο-δημιουργία. Τότε είναι που εμφανίζε­ται η παραίτηση και η αδιαφορία προς όσα επετεύχθησαν κατά το παρελθόν, τα οποία φαντάζουν σχεδόν ακατανόητα· μνημεία μιας πολυτελούς μανίας των παλαιοτέρων για τελειότητα, που δεν μπορεί να αφορά τους συγχρόνους. Υπάρχει όμως και ένα σημείο ακόμη πιο ακραίο. Η αντι-δημιουργία. Εξωθούνται εκεί ορισμένοι όταν από την κατάσταση της ανημπόριας θέ­λουν να περάσουν στην κατάσταση όπου η μόνη ισχύς η οποία προσφέρεται είναι αυτή με την οποία κατεδαφίζεται ό,τι οι­κοδόμησαν άλλοι. Στο σημείο αυτό εμφα­νίζεται η εκδικητική βία, ο Ηροστράτειος βανδαλισμός, η επιδημική ανομία.

Θα φτάσουμε εκεί; Το ερώτημα βα­ραίνει πάνω απ’ τις τύχες όλων των δυτι­κών κοινωνιών, θα νόμιζε μάλιστα κανείς ότι εκείνες οι χώρες οι οποίες μαστίζο­νται περισσότερο από την οικονομική κρί­ση φυσικό είναι να βρίσκονται πιο κοντά σ’ αυτή την άγρια και απελπισμένη ατα­ξία. Δεν φαίνεται όμως να είναι αναγκα­στικά ορθή αυτή η εκτίμηση. Το αντίθε­το μάλιστα, θα μπορούσε να πει κανείς ότι στις χώρες του Νότου, αυτές που στην Ευρώπη αντιμετωπίζουν σήμερα τα μεγαλύ­τερα οικονομικά προβλήματα, η ζωή αμύ­νεται πιο πολύ απέναντι σε ό,τι τη διαλύ­ει – κι ανάμεσα σ’ αυτά, πρώτο στις συ­νέπειές του είναι το γεγονός ότι από τους μηχανισμούς κυκλοφορίας του παγκόσμιου χρήματος εγκαθίσταται μέσα στη ζωή ένα στοιχείο καταλυτικά ανεξέλεγκτο. Τί­ποτα απ’ όσα σχεδιάζει και καταστρώνει μια διάνοια συνηθισμένη στο να συνδέει αιτίες και αποτελέσματα δεν μπορεί πλέ­ον να αντέξει τις ανατροπές που επιφέρει η άϋλη και καιροσκοπική οικονομία. Το πνεύμα του Ευρωπαϊκού Βορρά δοκιμάζε­ται σκληρά απ’ αυτό. Έχει μάθει να υπο­λογίζει και να προβλέπει.

Αλλά το πνεύμα του Νότου, μολονό­τι στην επικράτειά του τα πλήγματα που επιφέρει το απρόβλεπτο είναι βαρύτερα, παραμένει πολύ πιο στενά δεμένο με τους άμεσους και αισθητούς όρους της ύπαρ­ξης για να συντριβεί από την απογοήτευ­ση. Επιδρούν πιο εύκολα πάνω του τόσο η γονιμότητα της φύσης, θαλερής μέσα στο φως και τη θέρμη «ευπροσήγορων» τοπί­ων, όσο και οι ερεθισμοί από την ανθρώπι­νη παρουσία, που εμποδίζουν το άτομο να κλειστεί σ’ ένα αίσθημα που του λέει ότι ο κόσμος βαθμιαία εκκενώνεται από το νό­ημά του, ότι οι πηγές του στερεύουν. Επο­μένως εδώ, γενικά μιλώντας, οι δυνάμεις της κατάφασης στη ζωή έχουν βαθύτερες ρίζες. Μπορεί η διάνοια να μην κατευθύ­νεται πολύ μακριά προς το μέλλον, για­τί δεν θέλει, δεν της ταιριάζει αυτό, αλλά έτσι, αντλεί πιο πολλά από το παρόν και από το παρελθόν που επιζεί εντός του.

Ας σκεφθούμε τώρα τι συμβαίνει σε μας, στον τόπο μας. Βρισκόμαστε σήμερα σε μια θέση όπου πολλά απ’ όσα κερδήθηκαν χάνονται από τη μια μέρα στην άλλη. Ωστόσο, για να συνδεθούμε με ένα ζήτημα που θίξαμε πιο πάνω, η Ελλάδα δεν γνωρί­ζει ακόμη το φαινόμενο της αποχώρησης των νέων από τα σχολεία. Επίσης, η διά­ψευση των προσδοκιών και η αγανάκτηση κατά της πολιτικής ηγεσίας, δεν έχει, κατά τις ενδείξεις, ως αποτέλεσμα, παρά μόνο τη συγκυριακή (και πάντως όχι κατακόρυφη) μείωση του ποσοστού συμμετοχής των πολιτών στις εκλογές. Μέσα στην κρί­ση, αν και κακοπαθημένα, το θρανίο και οι κάλπες εξακολουθούν να στέκουν για να συμβολίζουν δύο είδη θέλησης που δεν δέ­χεται να αυτοκτονήσει: τη θέληση να μέ­νουν τα μάτια ανοιχτά και να βλέπουν τι γίνεται γύρω τους και τη θέληση να είναι κανείς δημοσίως υπολογίσιμος, έστω και μόνο διαμέσου της ψήφου. Δεν μπορού­με φυσικά να ισχυρισθούμε ότι αυτές οι δύο μορφές ζωτικότητας θα διατηρηθούν, ανεξάρτητα από το πώς θα εξελιχθούν στο εξής τα πράγματα. Μπορούμε όμως να ξέ­ρουμε το ποιόν του έργου που μας περιμέ­νει, αν θέλουμε να παραμείνουμε αξιόμα­χοι ως εθνική και κρατική οντότητα: είναι να δώσουμε σ’ αυτή την κληρονομημένη ζωτικότητα μια προοπτική. Δεν θα είναι το πείσμα ενός λαού για να επιζήσει, θα είναι το πείσμα για να φτιάξει κάτι που να του περιποιεί τιμή.

Εδώ όμως εμφανίζεται ένα άλλο πρό­βλημα. Αφορά στην ασυμμετρία ανάμεσα στην ιδέα που σχηματίζουν για τον εαυτό τους οι Έλληνες και τα έργα τα οποία επι­τελούν σε σχετικά ομαλές συνθήκες του κοινωνικού τους βίου. Γενικά, η ιδέα περί εαυτού υπερέχει των έργων τους. Τα τε­λευταία βρίσκονται πάντα κάτω από την πίεση των συγκυριών. Οι πολιτικές αναστατώσεις, οι επεμβάσεις ξένων συμφερό­ντων στις εγχώριες υποθέσεις, οι πόλεμοι, οι εμφύλιοι και οι αναγκαστικές μετακινή­σεις του πληθυσμού, έχουν χαράξει στια συνειδήσεις το σημάδι μιας ακατάληκτης εκκρεμότητας. Το αποτέλεσμα είναι συχνά τα αρχινισμένα έργα να μένουν κάπου στη μέση και ακόμη χειρότερο: Ήδη κατά την έναρξή τους να εκτιμάται ότι μάλλον δεν θα φθάσουν πολύ μακριά, κι επομένως εξ αρχής η λειτουργία τους να υπακούει στο βραχύβιο και προσωρινό. Από το προσωρινό, δε, μέχρι το πρόχειρο δεν υπάρ­χει, βέβαια, μεγάλη απόσταση.

Έτσι, εξαιτίας της ανασφάλειας που προξενεί η Ιστορία, το συλλογικό υπο­κείμενο εμποδίζεται να αναπτυχθεί προς την κατεύθυνση παραγωγής έργων με με­γάλη διάρκεια. Το ίδιο όμως αυτό ιστορι­κό στίγμα εκτρέφει, από την άλλη μεριά, την πεποίθηση ότι αν και τα πεπραγμέ­να τους υστερούν, οι διαδοχικές γενιές ως σύνολα ζώντων προσώπων, έχουν αποδείξει προ πολλού την αξία τους. Πώς; Με το να έχουν διατηρήσει την ύπαρξη της εθνικής ολότητας στο μάκρος αιώνων. Το γε­γονός ότι κρατήθηκε ζωντανή η ολότητα τόσον καιρό, έχοντας αντιμετωπίσει τόσες δυσκολίες, χαρίζει στο συλλογικό Εγώ την αίσθηση ενός κεκτημένου που δεν θα μπο­ρούσαν να το αφαιρέσουν εύκολα οι περι­στάσεις. Όποιοι λαοί έχουν παίξει πολλές φορές το παιχνίδι ζωής και θανάτου, επό­μενο είναι να μην πτοούνται εύκολα από αντιξοότητες που μπορεί να μοιάζουν με συμφορές, αλλά δεν είναι, επειδή αυτοί οι λαοί έχουν μάθει να ξεχωρίζουν τι εί­ναι μια απειλή κακουχίας από μια απειλή πραγματικά θανάσιμη.

Σ’ αυτό το σημείο βρίσκεται σήμερα η χώρα μας. Δεν γνωρίζουμε κατά πόσο έχει φθαρεί η σφυρηλατημένη μες στον χρόνο κοινή αγωνιστική συνείδηση. Δεν γνωρί­ζουμε ούτε και εάν αναπληρώνοντας την εξασθενημένη συνείδηση, λειτουργήσουν ικανοποιητικά τα ένστικτα αυτοσυντήρη­σης. Το απόθεμα μαχητικής πείρας που είχε συσσωρευθεί στο παρελθόν πιθανόν να έχει μειωθεί, να μηδενισθεί όμως μέσα σε μερικές δεκαετίες δεν θα ήταν δυνα­τόν. Το ζήτημα επομένως είναι το όποιο δυναμικό απομένει να διοχετευθεί εκεί που πρέπει, σε έργα δηλαδή που θα βελ­τιώσουν την τρέχουσα κατάσταση, χωρίς όμως να εγκλωβίσουν ολοκληρωτικά την ενεργητικότητα του συλλογικού μας σώ­ματος σε άμεσες εισπρακτικές επιδιώξεις. Χρειάζεται να το προσέξουμε αυτό. Είναι απαίτηση του Έλληνα από τον εαυτό του να μην κουρδίζεται ασταμάτητα από τις υποχρεωτικές δουλειές του, κι αν εξακο­λουθεί να θέλει να ζει είναι γιατί η ζωή γι’ αυτόν δεν εξαντλείται στην επαναληπτικότητα των κινήσεων, στη διατεταγμένη λει­τουργία των μηχανών, στην εξασφάλιση που παρέχει η οικονομική ευρυθμία.

Αυτό βέβαια δεν σημαίνει ότι ο εργα­ζόμενος πληθυσμός μπορεί ατιμωρητί να παραμελεί την τήρηση των κανόνων της αποδοτικότητας. Αλλά θα ισοδυναμούσε με μαρασμό της ύπαρξής του να δουλεύει και να μην διακρίνει καθόλου μέσα σε όσα παράγει μια εικόνα του ίδιου του τού εαυ­τού. Τα προϊόντα του πρέπει κάπως να τον αντικαθρεφτίζουν. Επιβάλλεται επομένως, η όποια προσπάθεια γίνει για την ανασυ­γκρότηση της χώρας να οδηγείται από την επίγνωση ότι εδώ η κύρια δύναμη του λε­γόμενου ανθρώπινου κεφαλαίου δεν είναι εργαλειακού τύπου· είναι πολύ μεγαλύτε­ρη η δύναμη της αυτενέργειας, της πρω­τοβουλίας. Αυτή θα πρέπει να αξιοποιη­θεί, διαφορετικά τα απαραίτητα που είναι να γίνουν, θα εμφανίζονται πάντα στο άτο­μο σαν αγγαρεία και συνεπώς πάντα θα θέ­λει κάτι άλλο απ’ αυτό που κάνει. Εν τέλει, φαίνεται αναγκαίο να υιοθετηθεί (με όρους στρατηγικούς) η παλιά και δύσκολη, είναι αλήθεια, αρχή που υπαγορεύει ότι «όταν δεν μπορείς να έχεις αυτό που θέλεις, να θέλεις αυτό που μπορείς». Ας το συμπλη­ρώσουμε, λέγοντας πως αν θέλει κανείς αυτό που μπορεί, ανοίγει και ο δρόμος για να μπορεί στη συνέχεια να κάνει περισσό­τερα και πολύ καλύτερα.

 

(Αναδημοσίευση από τον “Νέο Λόγιο Ερμή”, τχ 13, άνοιξη 2016)

 

(Πηγή ψηφιακού κειμένου: Aντίφωνο)

[Ψήφοι: 3 Βαθμολογία: 4]