Η γλώσσα και η παράδοση (Στέλιος Ράμφος)

Απόσπασμα από το βιβλίο του Στέλιου Ράμφου “Η γλώσσα και η παράδοση” (Τριλογία με Παράρτημα κι Επίμετρο), Εκδόσεις “Κέδρος” 1984. Ο ιδανικός μεταφραστής κατέχει την γλώσσα του πρωτοτύπου κι εκείνη στην οποία το μεταφέρει’ γνω­ρίζει την διάνοια του συγγραφέως και, εάν πρόκειται για έργο στοχασμού ή ερεύνης, το ζήτημα. Οι προϋ­ποθέσεις αυτές εγγυώνται την πιστότητα της μεταφρά­σεως, που δεν παύει να είναι, όπως λέμε, προδοσία. H προδοσία δεν αφορά την εσφαλμένη —αυτή θεωρείται ανύπαρκτη—, αλλά την πιστή μετάφραση, και τούτο σημαίνει ότι μετέχει της ουσίας της, ότι κρύβει δηλαδή το μυστικό της. Το είδα μεταφράζοντας στην γλώσσα μας γραπτά μου από τα γαλλικά. Μολονότι συγγραφέας και μετα­φραστής, συναντούσα σε κάθε σελίδα δυσκολίες που συχνά με παρέλυαν και στις οποίες δεν κατώρθωσα πάντοτε να δώσω ευτυχείς λύσεις. Η γαλλική είναι βεβαίως γλώσσα καλλιεργημένη εις το έπακρο, διαθέ­τει πλαστική εκφραστικότητα και αποδίδει τα νοούμε­να με ακρίβεια, εν αντιθέσει προς τα νέα ελληνικά που, εάν θεωρήσουμε τον σημερινό εκβαρβαρισμό παροδικόν, είναι γλώσσα ακόμη ασχημάτιστη, αναλυτική, δύσκαμπτη και αδιάθετη στις λεπτές αποχρώσεις του πνεύματος. Πρόκειται όμως για μειωμένη εκδοχή της αρχαίας και συνεπώς τα αποθέματά της είναι απέραν­τα, τα δε μέσα της δυνάμει οριακά. Υπ’ αυτή την έν­νοια η υπεροχή της γαλλικής δεν μου στάθηκε, ομολο­γώ, μεγάλο εμπόδιο αφ’ ής στιγμής ανέτρεχα διαρκώς στον γλωσσικό μας θησαυρό, ορμώμενος από το ζων­τανό αίσθημα. Με τυράννισε εν τούτοις ο διαφορετικός ρυθμός των δύο γλωσσών, η εκ διαμέτρου αντίθετη ε­σωτερική τους διάσταση, το γεγονός ότι στην γαλλική το βάρος πέφτει κυρίως στο ουσιαστικό, ενώ η ελλη­νική βασίζεται στο ρήμα. Στην γαλλική πρόταση το περιεχόμενο αναλύεται κατά κανόνα εις τα επί μέρους στοιχεία, η ενέργεια ουσιαστικοποιείται, το δε ρήμα παίζει ρόλο κοινού χρονικού προσδιορισμού: το είναι και ο χρόνος διακρίνονται. Η συρροή των ουσιαστικών δημιουργεί ένα λόγο αφηρημένο, που αντί να φανερώνη αναπαράγει ορθολογιστικά, και η ουσιαστικότης συνο­δεύεται από μονοσημία των όρων, χαρακτηριστικό προϊόν της ροπής των νεωτέρων γλωσσών να διαφορίζουν τις έννοιες, ροπής ασυμβίβαστης με την ποιητική πολυσημία της αρχαίας και τον αυθορμητισμό της νέας ελληνικής. Παράδειγμα. Η τυπικά γαλλικής δομήσεως φρά­ση: La destruction de l’ imitation initiale s’ effectue lorsque…, μεταφραζόμενη «πιστά» («η καταστροφή της αρχικής μιμήσεως επιτελείται όταν…») μας ξενί­ζει, διότι η ενέργεια δηλώνεται με ουσιαστικό («η κα­ταστροφή»), ενώ το ρήμα («επιτελείται») την τοποθε­τεί απλώς στον παρόντα χρόνο. Εάν όμως διαβάζαμε: «η αρχική μίμηση καταστρέφεται όταν…» η απόδοση δεν θα ενοχλούσε, δεδομένου ότι το ρήμα («καταστρέ­φεται») αποτελεί ουσία μαζί και ενέργεια, η δε φράση αντί να διακρίνη λογικά τα τεκταινόμενα, γίνεται δυναμική τους εκφορά. Η διάσταση των γλωσσικών ρυ­θμών είναι τέτοια, ώστε σε ωρισμένες περιπτώσεις η αδιάκριτη «πιστή» μετάφραση παραμορφώνει το πρω­τότυπο, όπως αίφνης στην φράση: Le probleme est l’ impossibilite de l’ erreur. Αποδίδοντας το impossibilite de l’ erreur με «έκλειψη του λάθους» («το πρό­βλημα είναι η έκλειψη του λάθους»), εννοούμε πως έ­χει ήδη εκλείψει ή εκλείπει εν γένει το λάθος, ενώ πρό­κειται ακριβώς περί του αντιθέτου, ζητείται δηλαδή «να εκλείψη το λάθος». Είναι επομένως φυσικό, το κράτος της ουσιαστικότητος να προκαλή το γλωσσικό μας αίσθημα και να πλήττη την έκφραση, αφού στην ελληνική τα πράγματα δεν εκλογικεύονται, αλλά υπάρ­χουν και εκτίθενται. Μην ξεχνούμε πως η αρχική ση­μασία της λέξεως αλήθεια είναι «ακριβής έκθεση» και δηλώνει ένα λόγο φωτοδότη, ενώ οι Λατίνοι την κα­τενόησαν και την παρέλαβαν ως «ορθή απεικόνιση». Η διαφορά την οποία επεσήμανα, δείχνει, νομίζω, τι κρύβεται στο ύφος μιας γλώσσας και πόσο λεπτό ζήτημα είναι η επικοινωνία των πολιτισμών, εις πεί­σμα των τουριστικών και τηλεπικοινωνιακών αυταπα­τών της εποχής μας. Το πνεύμα του Γάλλου και του Δυτικοευρωπαίου γενικώτερα, κατέχεται από την ου­σία, που ως ωρισμένη, υπέρλογη έστω, κατάσταση, γίνεται αφηρημένη αλήθεια, μορφώνει δε την γλώσσα κατ’ εικόνα και ομοίωση, ενώ η ελληνική διακρίνει με­ταξύ ουσίας και ενεργειών, οπότε η επαφή με την υπερβατική αρχή υφίσταται ως σχέση προσωπική και συγκεκριμένη. Έχομε δηλαδή εμμένεια της ουσίας στην ενέργεια, μετοχή της ενεργείας στην ουσία, και τούτο σε έκταση που ξεπερνά τα όρια της γλώσσης, για να απλωθή στην σύνολη πνευματικότητα του Έθνους. Είναι τυχαίο ότι οι Ευρωπαίοι ουδέποτε κατενόησαν την σχέση ιδεών και αγαθού στην πλατωνική θεωρία της αληθείας, ή ότι η Ορθοδοξία διακρίνει την αμέθεκτη ουσία και τις μεθεκτές θείες ενέργειες, εν αντι­θέσει προς τους ρωμαιοκαθολικούς και τους διαμαρτυρόμενους, που εννοούν τον Θεό ως ουσία απρόσιτη; Δεν υπαινίσσομαι βέβαια χάσματα αγεφύρωτα με­ταξύ των λαών, πολύ περισσότερο μεταξύ Ελλήνων και Ευρωπαίων θα ήθελα εν τούτοις να υπογραμμίσω, ότι καμμία ισοπεδωτική σχέση δεν οδηγεί σε πραγμα­τική επικοινωνία, όπως φαίνεται πολύ καθαρά στην μετάφραση. Χωρίς ψυχική ενότητα, η τεχνική συνερ­γασία των λαών και των ανθρώπων γίνεται καταστροφική σύγχυση, δηλοί ο μύθος της Βαβέλ. Για να πε­ράση ωστόσο ο ρυθμός μιας ψυχής σε μιαν άλλη, χρειά­ζεται αλλαγή κλίμακος και ακριβώς εδώ υπεισέρχεται η προδοσία. Προδοσία της μεταφράσεως είναι η με­ταμόσχευση ωρισμένου ψυχικού δημιουργήματος σε άλλη πνευματικότητα και στην περίπτωσή μας η με­τενσάρκωση της ουσιαστικότητος σε ρηματικότητα, η καλλιέργεια μίας ουσιαστικότητος ρηματικής. Ο με­ταφραστής δεν αντιγράφει ούτε μεταγράφει και φυσικά δεν μιμείται. Η μίμηση νοηματοδοτεί το πρωτότυπο, η αντιγραφή το επαναλαμβάνει, η μεταγραφή το μετα­φέρει αυτούσιο, ενώ η μετάφραση το μεταπλάθει και το μεταβάλλει. Είναι αξιοσημείωτο, πως τα λατινικά ισοδύναμα (Traductio, Τranslatio) του ελληνικού όρου διατηρούν, ως συνήθως, την πρακτική όψη του, την έννοια δηλαδή της μεταγωγής, αλλά παραβλέπουν την μεταβολή. Η τελευταία είναι τόσο ουσιώδης, ώστε οι παλαιοί την χρησιμοποιούσαν ως συνώνυμο της μετα­φράσεως: η εις την Ελλάδα γλώσσαν μεταβολή, οι μεταβολείς των λέξεων, έλεγαν. Η μεταβολή όμως ενέχει διαφορά και η διαφορά είναι προδοσία. Η μετάφραση μεταβάλλει διότι στην γλώσσα μιλά ο προσωπικός λό­γος. Εάν μιλούσαν οι λέξεις ή τα πράγματα, ούτε γλώσ­σες θα υπήρχαν ούτε και μετάφραση’ μιλά όμως η φράση, η ψυχική σχέση του ανθρώπου με τον κόσμο και με τον συνάνθρωπο. Η πολυγλωσσία δηλώνει ψυχική διαφο­ρά. Ο γνωρίζων απταίστως ξένη γλώσσα δεν έχει βε­βαίως και διπλή ψυχή: ο δεσμός της ψυχής με την γλώσσα υφίσταται στην μητρική, εκεί δηλαδή που η ζωή και ο λόγος συνταυτίζονται. Η δευτέρα φωνή εί­ναι όργανο και για τούτο καμμιά γλώσσα δεν εξελίσ­σεται από τους ξένους που την κατέχουν. Ο γαλλομα­θής μιλά και γράφει άψογα, αλλά δεν δημιουργεί τα γαλλικά, δεν μετέχει ενεργά στον ψυχικό βίο του γαλ­λικού έθνους. Η συστατική λειτουργία του λόγου συν­δέεται με την φράση, ποτέ με το σημείο, για να μην πω ότι το σημείο υπάρχει μόνο εξ αιτίας του λέγειν. Τα όντα μιλούν αφ’ ής στιγμής σημασιοδοτούνται, αλ­λιώς παραμένουν κλειστά. Η σημασία είναι έργο του ανθρώπου, επομένως η γλώσσα τον χαρακτηρίζει κατ’ ουσίαν και δεν συγκροτεί κεφάλαιο της ιστορίας του. Εκτός σημασίας ο άνθρωπος δεν υφίσταται ως συνεί­δηση, επειδή αυτή του επιτρέπει να διακρίνη το χάος από την πραγματικότητα. Η σημασία ενώνει στον λό­γο τα όντα που η ίδια εξεχώρισε, η δε γλώσσα εκτός αληθείας είναι αδιανόητη, όπως δείχνει και η σύγχρονη λογοτεχνία, η οποία την αρνείται μεν ως λογική, την ζητεί ωστόσο στους χώρους της ασημαντότητος. Η διαφορά συνεπώς πρωτοτύπου και μεταφράσεως δεν είναι λεξικού τύπου, άλλα ψυχικού μήκους κύματος, υπ’ αυτήν δε την έννοια η προδοσία φανερώνεται παρά­γων πιστότητας. Η μετάφραση μεταφυτεύει το πρωτότυπο σε ξένη γλώσσα, δεν αναπλάθει όμως το περιεχόμενο, αλλά το ύφος του πρωτοτύπου. Το ύφος είναι η υπόσταση του πνεύματος. Η μετάφραση αποδίδει ψυχές, ποτέ νοήματα —ιδού το μυστικό της. Όταν πρόκειται για έν­νοιες είναι σχεδόν κωδική και ως εκ τούτου απρόσωπη* είναι δύσκολη και δημιουργική όταν πρόκειται περί ύ­φους, εσωτερικού δηλαδή δεσμού του συγγραφέως με τα λεγόμενα. Και επειδή οι ψυχές των λαών ξεχωρί­ζουν, η προδοσία συνιστά ουσία και ποίηση της μετα­φράσεως. Η μετάφραση που αποδίδει το νόημα, ή με­ταφέρει κατά λέξη, είναι αποτυχημένη ή αδιάφορη, διότι παραβλέπει την ενότητα του λόγου και του ύφους. Δεν μεταφράζω περιεχόμενο, οπότε θα συνέγραφα ο ί­διος, μεταφέρω κείμενο, ήτοι «ένυλον λόγον». Η με­τάφραση πλησιάζει διακρίνοντας. Για να μεταφράσω σπουδάζω λοιπόν πρώτα το ύφος της γλώσσας μου και μελετώ τις δυνατότητες του προσωπικού μου ύφους. Η εθνική υποτέλεια είναι προϊόν ξεριζώματος που αρ­χίζει από αναισθησία προς το ύφος της γλώσσας. Οι προεκτάσεις του μεταφραστικού ζητήματος έ­χουν ικανό βάθος. Οδηγούν στην ψυχή του λαού και την μοίρα του, που καθημερινά δοκιμάζονται στην πλανητική εποχή μας. Θα μεταφράζωμε στην Ελλάδα όλο και περισσότερο για να γνωρίσουμε τους άλλους και να οικειωθούμε τα έργα τους, την τεχνική, την οι­κονομία, την διοίκηση, προκειμένου περί της Ευρώπης και της Αμερικής, αλλά τον στοχασμό επίσης και την τέχνη, που φωτίζουν δυνατά το πεπρωμένο τους. Και επειδή η ψυχή του Ρωμηού δεν είναι τεχνολογική, ε­πειδή η αυστηρή συστηματική έκφραση αποτελεί αί­τημα της σύγχρονης ζωής, βρίσκεται όμως εκτός του ύφους της γλώσσας μας, ο κίνδυνος είναι μεγάλος, διό­τι θα πρέπη να φυλάξωμε την αμεσότητα του ύφους και ταυτοχρόνως να καλλιεργήσουμε τον θεωρητικό στοχασμό. Αυτό μπορεί να γίνη μόνο μέσω του αρ­χαίου ελληνικού λόγου και της λογίας εν γένει παρα­δόσεως, που το είχε ήδη κατορθώσει, και όχι με άνευ όρων προσχώρηση σε ξένους γλωσσικούς ρυθμούς. Μας χρειάζεται ένας λόγος μη νοοκρατικός, έργα δηλαδή στα οποία η ύπαρξη να μην αντικειμενοποιήται, αλλά να βρίσκουμε τον εαυτό μας και να τον προσφέρουμε. Θα έχωμε πραγματικό όφελος, όταν η μετάφραση γί­νεται επαφή δι’ αυτογνωσίας, δια της γονιμοποιήσεως των εκφραστικών μέσων που διαθέτει ο σύνολος ελληνικός λόγος, διαφορετικά θα επέλθη παραμόρφωση και βέβαιος εξανδραποδισμός. Υπ’ αυτή την έννοια η επι­βίωσή μας στην Ευρώπη θα κριθή κυρίως στις Φιλο­σοφικές Σχολές των πανεπιστημίων και όχι στα Πολυτεχνεία μας. Δεν ισχυρίζομαι πως η ελληνική ψυχή είναι ανώτερη, αλλά υποστηρίζω ότι πρέπει να βαδίσωμε χωρίς να βιάζουμε την φύση μας. Προϋπόθεση κάθε αφομοιώσεως είναι η αυτοσυνειδησία. Θεωρώ εθνική επιταγή την εντατική και ουσιώδη διδασκαλία της αρ­χαίας και μεσαιωνικής ελληνικής στην εκπαίδευση, πιστεύω δε ότι η σχέση με τις ρίζες αρχίζει από τον το­νισμό των Αλεξανδρινών και φθάνει στην ελευθερία του αυθεντικού έργου. Όταν το αίτημα της ρίζας γίνη κλίμα πνευματικό, τότε η πάντοτε ελληνική φτωχή ση­μερινή γλώσσα μας θα αντλήση μέσα της και θα ήμα­στε σε θέση να δεχθούμε δημιουργικά, ό,τι έχουν οι άλ­λοι λαοί να προσφέρουν, χωρίς το πρόσωπο μας να αλ­λοιώνεται στην τυφλή δοσοληψία με τις ξένες νοοτρο­πίες και ψυχοσυνθέσεις. Είναι, νομίζω, σαφείς οι κίνδυνοι πολιτικών ή δη­μοσιογραφικών πρωτοβουλιών και ρυθμίσεων θεμά­των, όπως της διδασκαλίας των αρχαίων από μετα­φράσεις, του περιορισμού της διδασκαλίας των σε ελάχιστο τμήμα της Μέσης Εκπαιδεύσεως, της ορθο­γραφικής απλοποιήσεως ή της καταργήσεως του παραδεδομένου τονικού συστήματος εν ονόματι της ευ­κολίας: γκρεμίζουμε ασυλλόγιστα τις γέφυρες που μας φέρνουν στις ρίζες, την μόνη δύναμη που μπορεί να στήριξη το Έθνος εις τις επερχόμενες μεγάλες δοκι­μασίες, είτε περί εντάξεως στην Ευρώπη πρόκειται, είτε περί αντιμετωπίσεως πολλαπλής εχθρικής επι­βουλής. Και όμως σύσσωμη σχεδόν η Βουλή των Ελ­λήνων απεφάσισε να διδάσκωνται οι αρχαίοι κλασικοί σε μεταφράσεις, ακολουθώντας το παράδειγμα των ξένων, οι οποίοι ελληνομαθείς και μη, πλησιάζουν το ύ­φος και το μήνυμά τους απ’ έξω, οπότε με την σημε­ρινή παρακμή των αξιών, αρκούνται πλέον σε εξαιρε­τικά περιωρισμένη διδασκαλία των κειμένων από λιγώτερο ή περισσότερο χλωμές μεταφράσεις. Αλλά δεν είναι απλώς η φιλολογική σπουδή του ύφους και το μήνυμα του αρχαίου συγγραφέως ζωτικής σημασίας για τον Νεοέλληνα, όταν από την γλώσσα στην οποία ενσαρκώνονται, αναβλύζει η δική του λαλιά και θρέ­φεται ο μύθος του —ένα μεγαλείο μελλοντικό, μαρτυρούμενο από διπλό μεγαλείο περασμένο. Ενδιαφέρει κυρίως να μυηθή στην υποστατική έκφραση του μηνύ­ματος, να εισχωρήση στην ψυχή που το δημιούργησε και να γνωρίση έτσι τον εαυτό του, εφ’ όσον πρόκειται για ρίζα του. Χωρίζοντας τον λόγο από την ύλη, η με­τάφραση γίνεται πορεία παραπλανητική, διότι η πρόσ­βαση στους κλασικούς είναι ποιητική προσπάθεια προς το πνεύμα του έργου δι’ απ’ ευθείας επαφής με το κεί­μενο. Όταν με την καλύτερη δυνατή θέληση διαγράφουμε τα αρχαία από τα γυμνασιακά προγράμματα, αντί να αναμορφώσουμε το ατυχές σύστημα διδασκα­λίας που ίσχυσε κατά το παρελθόν, η εκπαίδευση των μαθητών δεν ευκολύνεται, τουναντίον δυσχεραίνεται και φυραίνει, δεδομένου ότι χωρίς σταθερή πνευματική υποδοχή, κάθε αφομοίωση γίνεται ανέφικτη. Τα ελληνικά δεν είναι οποιαδήποτε γλώσσα, είναι η γλώσσα μοιραίων κειμένων για την ανθρωπότητα, η μήτρα του συγχρόνου δυτικού πολιτισμού και επομέ­νως το σημείο που μπορούμε να τον συναντήσωμε α­βίαστα. Ο Ευρωπαίος προσφέρει επ’ ανταλλάγματι, το οποίον σημαίνει πως για να λάβουμε πρέπει να συμβάλωμε. Και θα συμβάλωμε, όταν με την συνείδηση της ζωντανής παραδόσεως, οδηγηθούμε σε επιστήμη ελευθερωμένη από την αντικειμενοποιό λατρεία του αποτελέσματος, μια επιστήμη ζητητική του εαυτού σε ό,τι πράττομε, τείνουσα στην ψυχική άνοιξη και όχι στην απόλυτη εξουσία. Αυτό σημαίνει ότι στους αρ­χαίους ερευνούμε εκείνο που διαρκώς μας ξεπερνά και όχι εκείνο το όποιο μας εξισώνει. Το γεγονός πως άνευ ειδικής διδασκαλίας τα κλασικά μας κείμενα μένουν απρόσιτα, δεν αναιρεί τα περί γλωσσικής συνέχειας και ζώσης παραδόσεως. Η δυσκολία του Νεοέλληνα με τα αρχαία δεν οφείλεται σε διαφορά γλωσσών, όπως συνέβη με την λατινική και τις ρωμανικές γλώσ­σες, που διεπλάσθησαν υπό την επίδρασή της, υπήρ­ξαν όμως ξένες γλώσσες οι οποίες επεβίωσαν εις βά­ρος της, αλλά σε ανώμαλη και ανισόρροπη εξέλιξη μίας και της αυτής γλώσσας, που ατρόφησε ως σύνολο στις δοκιμασίες των τελευταίων πέντε αιώνων της ιστορίας μας, καθώς υποχρεώθηκε να προσαρμοσθή στις στοι­χειώδεις απαιτήσεις της άμεσης αλλά υποτυπώδους καθημερινής τριβής και του πρωτογενούς λαϊκού πολιτισμού. Μεταφράζοντας λοιπόν από τα αρχαία στα νέα δεν μεταβαίνουμε από μία γλώσσα σε άλλη, μετα­βαίνουμε από ένα ύψος ψυχής σε άλλο ύψος της ίδιας: το είδος είναι διάφορο, το γένος πάντως παραμένει. Γι’ αυτό και ο νεοέλληνας μεταφραστής πρέπει να αντιμετωπίζη διαφορετικά τον αρχαίο από τον ξένο συγ­γραφέα, εάν θέλη να επιτύχη: στην πρώτη περίπτωση το έργο αποκαθιστά την ενότητα στις ψυχές και τις γλώσσες, χωρίς να προσβάλη το αίσθημα’ στην άλλη αναπλάθει την γλώσσα και χωρίζει. Διευκρινίζω την σκέψη μου με το παράδειγμα του ηρακλειτείου αποσπάσματος 114, πού αρχίζει ως εξής: ξύν νόω λέγοντας ισχυρίζεσθαι χρή τω ξυνώ πάντων, όκωσπερ νόμω π ό λ ι ς, και πολύ ισχυροτέρως.. Η νεοελλη­νική απόδοση, που αντιπαρέρχεται την ενότητα της γλώσσης, θα ακουγόταν περίπου έτσι: Για να μιλούμε γνωστικά, πρέπει να αντλούμε δύναμη από το κοινό σε όλα, όπως η πόλη δυναμώνει από τον νόμο κι ακόμη περισσότερο. Η απόδοση αυτή δεν διαφέρει από μία γαλλική μετάφραση που έχω προτείνει, την ακόλουθη: Pour parler avec intelligence, il faut se fortifier de ce qui est commun a tout, comme la cite le fait pour la loi et plus fortement encore. η γερμανική, η αγγλική και η ιταλική μετάφραση, κινούνται στο ίδιο κλίμα. Έχομε δηλαδή αναλυτική και μονοσήμαν­τη κατά προσέγγισιν απόδοση της εννοίας των λεγο­μένων, ερήμην της πολυφωνικής ηρακλειτείου εκφρά­σεως, η οποία συνιστά καθ’ εαυτήν φιλοσοφική τοπο­θέτηση. Λογοπαίγνια όπως το ξύν νόω – ξυνώ, είναι απτές και όχι αφηρημένες αρχέγονες διατυπώ­σεις της υπερβατικότητος εκτός φυσικού χώρου, κάτι που ο μεταφραστής δεν μπορεί να παραβλέπη, χωρίς να ισοπεδώνη τον αινιγματικό λόγο του Ηρακλείτου και να τον φιμώνη. Οφείλει συνεπώς να συγκρατήση το ύφος και την δύναμη, πράγμα ακατόρθωτο για κά­θε εννοιοκρατική γλώσσα, και στην περίπτωση του χωρίου μας, να παραδώση την φωνή του στον αρχαίο λόγο, ήτοι να εξάρη τον βαθύτερο συσχετισμό “νού” και «ξυνού», διατηρώντας την ιεραρχία των «ισχυρι­σμών» της μετοχής στην θεία και την κοσμική τάξη. Τούτο μπορεί να είναι αποκλειστικό έργο νεοελληνικής μεταφράσεως, η οποία θα ενεργοποιούσε υπνώττουσες και αδρανείς δυνατότητες της αρχαίας στην σύγχρονη γλώσσα μας, αφήνοντας στον σχολιαστή την φροντίδα των αναγκαίων επεξηγήσεων. Δημιουργείται κατ’ αυ­τό τον τρόπο φυσική πρόσβαση του ενός ιδιώματος στο άλλο και ο δεσμός με την ρίζα πυκνώνει. Μεταφράζω: Για να έχη νου ο λόγος μας, πρέπει να ισχυριζώμαστε από το ξυνόν πάντων, καθώς από τον νόμο η πόλη και πολύ ισχυρότερα. Με την προδοσία ο μεταφραστής πλησιάζει ένα ξένο έργο στον βαθύτερό του εαυτό, το δοκιμάζει και δοκιμάζεται ο ίδιος στην ρίζα. Κάνει κάτι που θυμί­ζει ζήτηση αρχής και παράδοση, με την διαφορά ότι στην ιστορική παράδοση αγνοούμε την αρχή, ενώ στην μετάφραση χάνομε την πρώτη γλώσσα. Η ενέργεια της αρχής δίνει μορφή στην οποία και οφείλει να πέ­ραση προδιδόμενη. Η μετάφραση είναι παράδοση, ό­πως η παράδοση είναι προδοσία. Παραδίδοντας το πρωτότυπο έργο σε ανθρώπους άλλου τόπου ή επο­χής, ο μεταφραστής ανατρέπει την καθιερωμένη έννοια της πιστότητας και το πολιτογραφεί στον εθνικό του πολιτισμό. Καμμία μετάφραση δεν αποδίδει εκτός ε­θνικού πολιτισμού ικανού να την δεχθή, όπως και η έντονη εθνική προσωπικότητα κάνει αμετάφραστα ώρισμένα έργα. Η αναγνώριση ενός έργου στο πρωτό­τυπο και η συνεννόηση με τον αλλόγλωσσο είναι υπό­θεση προσωπική, εν αντιθέσει προς την μετάφραση, η οποία μπολιάζει στον εθνικό κορμό το ξένο έργο. Υπ’ αυτή την έννοια αποτελεί συλλογική οικειοποίηση, που δεν βγαίνει ωστόσο ποτέ από την σκιά του πρωτοτύ­που. Είναι οικειοποίηση υπό σκιάν και για τούτο δεύ­τερη δημιουργία, που λειτουργεί πρωτογενώς ενεργο­ποιώντας το πρωτότυπο. Μεταφράζοντας δεξιώνομαι το παρόν ενός έργου στον χρόνο μου, αλλά δεν το α­νοίγω στην μοίρα του, όπως γίνεται με την ερμηνεία. Η προδοσία της ερμηνείας είναι όμως μία άλλη ιστο­ρία.

[Ψήφοι: 1 Βαθμολογία: 5]