Ενώπιον του θανάτου (Άγιος Κυπριανός Καρθαγένης)

Δέν πρέπει νά θλιβώμεθα, ἀγαπητοί χριστιανοί ἀπό τήν ἐκδημία τῶν ἀδελφῶν μας πρός τόν Θεό, ἀφοῦ γνωρίζομε καλά ὅτι δέν ἔχουν χαθῆ, ἀλλ᾿ ὅτι ἁπλῶς προηγοῦνται ἀπό ἐμᾶς. Ξέρομε πράγματι ὅτι δέν μᾶς ἐγκαταλείπουν παρά γιά νά προπορευθοῦν, ὅπως κάνουν συχνά οἱ ταξιδιῶτες καί οἱ ναυτικοί. Μποροῦμε νά λυπούμεθα, χωρίς ὅμως νά θρηνοῦμε τήν ἀπώλειά τους.

Ὁ ἀπόστολος Παῦλος, μέμφεται κάθε ἄνθρωπο πού δοκιμάζει θλίψι μέ τόν θάνατο τῶν δικῶν του, τόν ἐπιπλήττει καί μάλιστα τόν κατηγορεῖ: «Οὐ θέλομεν δέ ὑμᾶς ἀγνοεῖν, ἀδελφοί, περί τῶν κεκοιμημένων, ἵνα μή λυπῆσθε καθώς καί οἱ λοιποί οἱ μή ἔχοντες ἐλπίδα. εἴ γάρ πιστεύομεν ὅτι Ἰησοῦς ἀπέθανε καί ἀνέστη, οὔτω καί ὁ Θεός τούς κοιμηθέντας διά τοῦ Ἰησοῦ ἄξει (θά φέρη) σύν αὐτῷ» (Α’ Θεσσ., δ’ 13-14). Πράγμα πού σημαίνει ὅτι αὐτοί πού θλίβονται γιά τόν θάνατο τῶν δικῶν τους, εἶναι πράγματι αὐτοί πού δέν ἔχουν ἐλπίδα.

Ἑπομένως, ἐμεῖς πού ζοῦμε μέ τήν ἐλπίδα καί πιστεύομε στόν Θεό, ἐμεῖς πού ἔχομε τήν πεποίθησι ὅτι ὁ Χριστός ὑπέφερε γιά ἐμᾶς καί ἀνέστη, πού ἔχομε ἀναγεννηθῇ δι’ Αὐτοῦ καί ἐν Αὐτῷ, γιατί θλιβόμεθα τόσο μέ τήν ἐκδημία τῶν δικῶν μας, σάν νά ἦσαν χαμένοι διά παντός, ἀφοῦ ὁ ἴδιος ὁ Χριστός, ὁ Κύριός μας, μᾶς ἐνισχύει μέ αὐτούς τούς λόγους: «Ἐγώ εἰμι ἡ ἀνάστασις καί ἡ ζωή· ὁ πιστεύων εἰς ἐμέ, κἄν ἀποθάνῃ, ζήσεται· καί πᾶς ὁ ζῶν καί πιστεύων εἰς ἐμέ οὐ μή ἀποθάνῃ εἰς τόν αἰῶνα» (Ἰω. ια΄, 25-26). Ἐάν, λοιπόν, πιστεύομε στόν Ἰησοῦ Χριστό, ἐάν ἔχομε ἐμπιστοσύνη στούς λόγους καί στίς ὑποσχέσεις Του, δέν θά πεθάνομε ποτέ.

Ἄς μήν λησμονοῦμε ὅτι ὁ θάνατος δέν εἶναι μία τελική ἔξοδος, ἀλλά ἕνα πέρασμα, μιά πρόσκαιρη πορεία πρός τήν αἰωνιότητα. Ποιός δέν θά βιαζόταν νά φθάση σέ μία ζωή καλύτερη; Ποιός δέν θά ἦταν ἀνυπόμονος νά ἀλλάξη μορφή, νά μεταμορφωθῆ κατ᾿ εἰκόνα Χριστοῦ καί νά πλησιάση τό ταχύτερον στήν οὐράνια εὐγένεια καί δόξα, ὅπως τό κηρύσσει ὁ ἀπ. Παῦλος: «Ἡμῶν γάρ τό πολίτευμα ἐν οὐρανοῖς ὑπάρχει, ἐξ οὗ καί σωτῆρα ἀπεκδεχόμεθα Κύριον Ἰησοῦν Χριστόν, ὅς μετασχηματίσει τό σῶμα τῆς ταπεινώσεως ἡμῶν εἰς τό γενέσθαι αὐτό σύμμορφον τῷ σώματι τῆς δόξης Αὐτοῦ» (Φιλ. γ΄, 20).

Ὅπως μαρτυρεῖ τό βιβλίο τῆς Γενέσεως, ὁ Ἐνώχ ἁρπάχθηκε ἀπό τήν ζωή, αὐτός πού εἶχε τήν εὔνοια τοῦ Θεοῦ: «Εὐηρέστησεν Ἐνώχ τῷ Θεῷ, καί οὐχ εὑρίσκετο, ὅτι μετέθηκεν αὐτόν ὁ Θεός» (Γεν. ε΄, 24). Διά μέσου τοῦ Σολομῶντος, τό ἅγιον Πνεῦμα μᾶς διδάσκει ὁμοίως ὅτι, αὐτοί πού εὐαρεστοῦν στόν Θεό, καλοῦνται πρόωρα ἀπό τήν ζωή καί ἐλευθερώνονται γρηγορώτερα ἀπό τόν κόσμο· ἀπό φόβο μήπως, ἡ πολύ μεγάλη παραμονή στήν γῆ, συμβῆ νά τούς φθείρη: «Ἡρπάγη, μή κακία ἀλλάξῃ σύνεσιν αὐτοῦ. Ἀρεστή γάρ ἦν Κυρίῳ ἡ ψυχή αὐτοῦ· διά τοῦτο ἔσπευσεν ἐκ μέσου πονηρίας» (Σοφ. Σολ. ιδ΄, 11-14)

Εὑρίσκομε ἀκόμη μέσα στούς Ψαλμούς τό παράδειγμα τοῦ Δαυίδ, μιᾶς ψυχῆς ἀφοσιωμένης στόν Θεό μέ τήν πίστι τήν πνευματική, πού σπεύδει μέ βιασύνη πρός τόν Κύριο: «Ὡς ἀγαπητά τά σκηνώματά Σου, Κύριε τῶν δυνάμεων. Ἐπιποθεῖ καί ἐκλείπει ἡ ψυχή μου εἰς τάς αὐλάς τοῦ Κυρίου» (Ψαλμ. πγ΄, 2).

Εἶναι ἴδιον ἐκείνου πού ὁ κόσμος γοητεύει, πού ἀφήνεται νά πλανηθῆ ἀπό τά ἀπατηλά θέλγητρα τοῦ κόσμου, νά ἐπιθυμῆ νά παραμείνη ἐπί μακρόν στήν ζωή. Ὁ εὐαγγελιστής Ἰωάννης, ὅμως, μᾶς ὑποχρεώνει ζωηρά νά μή προσηλωνόμεθα στόν κόσμο, ὑπακούοντες στίς σαρκικές ἐπιθυμίες μας, καί μᾶς παροτρύνει μέ αὐτούς τούς λόγους: «Μή ἀγαπᾶτε τόν κόσμον μηδέ τά ἐν τῷ κόσμῳ· ἐάν τις ἀγαπᾷ τόν κόσμον, οὐκ ἔστιν ἡ ἀγάπη τοῦ Πατρός ἐν αὐτῷ· ὅτι πᾶν τό ἐν τῷ κόσμῳ, ἡ ἐπιθυμία τῆς σαρκός καί ἡ ἐπιθυμία τῶν ὀφθαλμῶν καί ἡ ἀλαζονεία τοῦ βίου, οὐκ ἔστιν ἐκ τοῦ Πατρός, ἀλλ᾿ ἐκ τοῦ κόσμου ἐστί. Καί ὁ κόσμος παράγεται (παρέρχεται) καί ἡ ἐπιθυμία αὐτοῦ· ὁ δέ ποιῶν τό θέλημα τοῦ Θεοῦ μένει εἰς τόν αἰῶνα» (Α΄ Ἰω. β΄, 15-17).

Ἄς εἴμεθα μᾶλλον ἕτοιμοι νά ὑπακούσωμε στίς βουλές τοῦ Θεοῦ, ἱσχυροί μέ μιά ψυχή εὐθεῖα καί εἰλικρινῆ, μέ μιά πίστι ἀκλόνητη καί ἕνα θάρρος σταθερό, καί ἄς μή θλιβώμεθα ἀπό τόν θάνατο αὐτῶν πού μᾶς εἶναι ἀγαπητοί. ὅταν σημάνη ἡ ὥρα, νά καλέση καί ἐμᾶς ὁ Θεός, ἄς βαδίσωμε πρός Αὐτόν χωρίς δισταγμό, χωρίς βαρυθυμία.

Ἄν οἱ δοῦλοι τοῦ Θεοῦ ὤφειλαν, σέ κάθε ἐποχή, νά συμμορφώνονται μέ αὐτόν τόν κανόνα, ἡ τήρησίς του τώρα ἔχει γίνει μία ἀναγκαιότητα. Ὁ κόσμος, πράγματι, ἐπιταχύνει τόν ὄλεθρό του καί βρίσκεται πολιορκημένος ἀπό πλῆθος συμφορῶν πού τόν φθείρουν, εἰς τρόπον ὥστε ἐμεῖς πού ἔχομε συνείδησι τῶν κακῶν, πού τόν ἔχουν ἤδη προσβάλλει σφοδρῶς καί πού γνωρίζομε ὅτι γεγονότα ἀκόμη βαρύτερα τόν ἀπειλοῦν, συμπεραίνομε χωρίς κόπο ὅτι, τό μεγαλύτερο συμφέρον γιά ἐμᾶς τούς Χριστιανούς εἶναι νά ἀποσυρθοῦμε, τό γρηγορώτερον, ἀπό τήν γῆ ἐδῶ.

Καί δέν πρέπει, ἀγαπητοί ἀδελφοί μου, νά λησμονοῦμε ὅτι, ἔχομε ἤδη ἀποχωρισθῆ ἀπό τόν κόσμο καί ζοῦμε ἐδῶ κάτω «ὡς πάροικοι καί παρεπίδημοι» – σάν ξένοι καί περαστικοί – (Α΄ Πέτρ. β΄, 11), σάν ταξιδιῶτες. Εὐλογημένη ἡ ἡμέρα, πού ἔχει ὁρίσει στόν καθένα τήν πραγματική του κατοικία καί πού, ἀφοῦ μᾶς ἀποσπάσει ἀπό αὐτόν τόν κόσμο καί μᾶς ἀπαλλάξει ἀπό τά δεσμά του, μᾶς μεταφέρει στόν Παράδεισο καί στήν Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν. Τί γλυκύτητα νά πεθαίνης χωρίς φόβο! Τί μακαριότητα βαθειά καί ἀτελείωτη, νά ζῆς μέσα στήν αἰωνιότητα!

Ποιός εἶναι αὐτός πού δέν θά ἔσπευδε νά ξαναφθάση στήν πατρίδα του, μετά ἀπό ἕνα διάστημα παραμονῆς στήν ξενιτειά; Πατρίδα μας εἶναι ὁ παράδεισος καί ᾿ἐξ ἀρχῆς εἴχαμε τούς Πατριάρχες γιά πατέρες. Γιατί, λοιπόν, δέν σπεύδομε ν᾿ ἀντικρύσωμε τήν πατρίδα μας;

Ἐκεῖ εὑρίσκεται ὁ ἔνδοξος χορός τῶν Ἀποστόλων, ἡ ζωογόνος πληθύς τῶν Προφητῶν, ἡ ἀναρίθμητη στρατιά τῶν Μαρτύρων, στεφανωμένων γιά τά κατορθώματά τους ἐνάντια στόν ἐχθρό καί τόν πόνο, ἀπολαμβάνοντες ἐκεῖ τόν θρίαμβό των. Ἐκεῖ ἀκτινοβολοῦν οἱ παρθένοι, πού ὑπεδούλωσαν μέ ἀξιέπαινες προσπάθειες τήν φιληδονία τῆς σαρκός. Ἐκεῖ, τέλος, ἀνταμοίβονται οἱ ἄνθρωποι πού ἐπέδειξαν εὐσπλαχνία καί οἶκτο, πού πολλαπλασίασαν τίς ἐλεήμονες πράξεις τους συντρέχοντες, σάν βοηθοί, στίς ἀνάγκες τῶν πτωχῶν καί, πιστοί στά παραγγέλματα τοῦ Κυρίου, κατάφεραν νά ἀνυψωθοῦν ἀπό τά γήινα ἀγαθά στούς θησαυρούς τούς οὐράνιους.

Ἄς βιαστοῦμε λοιπόν, νά τούς συναντήσωμε καί νά παρουσιασθοῦμε ἐνώπιον τοῦ Κυρίου, καί ὁ Χριστός μας ἄς διαγνώση τόν πόθο τῆς πίστεως καί τῆς ψυχῆς μας· Αὐτός, ὁ Ὁποῖος ἀπονέμει τήν ὕψιστη ἀνταμοιβή τῆς δόξης Του σέ αὐτούς, πού τόν ἔχουν ποθήσει μέ τήν πιό μεγάλη θέρμη τῆς καρδιᾶς τους.

[Ψήφοι: 0 Βαθμολογία: 0]