«εάν μη τις γεννηθή εξ ύδατος και Πνεύματος» (Αγ. Ιωάννης Χρυσόστομος)

«απεκρίθη Ιησούς· αμήν αμήν λέγω σοι, εάν μη τις γεννηθή εξ ύδατος και Πνεύματος, ου δύναται εισελθείν εις την βασιλείαν του Θεού». (Ιω. 3, 5)
Αλλά εμπρός, ας θίξωμεν πάλιν με την σειράν αυτά που ελέχθησαν εις τα προηγούμενα και ας ίδωμεν πως, όταν ο Νικόδημος εξέπεσεν εις τα ταπεινά και ισχυρίζετο, ότι το λεχθέν υπό του Χριστού ενεφέρετο εις την γήινην γέννησιν και ότι είναι αδύνατον ένας γέρων να γεννηθή άνωθεν, ο Χριστός εξηγεί καθαρώτερον τον τρόπον της γεννήσεως, ο οποίος ήτο δύσκολον να γίνει κατανοητός από αυτόν, που ηρώτα κατά γήϊνον τροπον, αλλά ο οποίος όμως ημπορούσε ν’ανυψώσει τον ακροατήν επάνω από τα ταπεινά. Και τι του λέγει;  «αμήν αμήν λέγω σοι, εάν μη τις γεννηθή εξ ύδατος και Πνεύματος, ου δύναται εισελθείν εις την βασιλείαν του Θεού.», που σημαίνει τούτο: Συ μεν ισχυρίζεσαι, ότι αυτό είναι αδύνατον, εγώ όμως σε βεβαιώνω, ότι αυτό είναι δυνατόν, καθώς και αναγκαίον και ότι δεν ημπορεί να σωθεί κανείς με άλλον τρόπον. Διότι ο Θεός έχει κάμει τα αναγκαία πάρα πολύ εύκολα δι’ημάς. Διότι η μεν γήινη γέννησις, σύμφωνα με τη σάρκα, είναι από το χώμα. Δι’αυτό έχει αποκλεισθή από τα επουράνια. Διότι, τι κοινόν έχει η γη με τον ουρανόν; Η γέννησις όμως που είναι από το Πνεύμα, εύκολα μας ανοίγει τας ουρανίους αψίδας.

Ας ακούσετε, όσοι δεν έχετε φωτισθή ακόμη. Ας φρίξετε και ας αναστενάξετε. Διότι είναι φοβερά η απειλή, φοβερά η απόφασις. Δεν είναι δυνατόν, τονίζει, εκείνος που δεν εγεννήθη από ύδωρ και Πνεύμα, να εισέλθη εις την βασιλείαν των ουρανών. Διότι φορεί το ένδυμα του θανάτου, της κατάρας και της φθοράς και ουδέποτε έλαβε το Δεσποτικόν σύμβολον. Είναι περιπλανώμενος και ξένος και δεν έχει το βασιλικόν σημείο.
«εάν μη τις γεννηθή εξ ύδατος και Πνεύματος, ου δύναται εισελθείν εις την βασιλείαν του Θεού». Αλλά ο Νικόδημος ούτε έτσι κατάλαβε. Διότι δεν υπάρχει χειρότερον από το να εμπιστεύεται κανείς τα πνευματικά ζητήματα εις τους ανθρωπίνους συλλογισμούς. Αυτό ημπόδισε και τον Νικόδημο από το να σκεφτή κάτι το υψηλόν και μεγάλο. Δι’αυτό και ημείς ονομαζόμεθα πιστοί, ίνα, αφού εγκαταλείψωμεν την αδυναμίαν των ανθρωπίνων συλλογισμών, ανέλθωμεν εις το ύψος της πίστεως και συνδέσωμεν με αυτήν την διδασκαλίαν το σύνολον των ιδικών μας αγαθών. Εάν και ο Νικόδημος έκαμνεν αυτό, δεν θα ενόμιζεν ότι το πραγμά ήτο αδύνατον.
Και τι έκαμεν ο Χριστός; Επειδή ήθελε ν’απομακρύνει αυτόν από αυτήν την σκέψιν που εσύρετο εις τα ταπεινά και δια να δείξει ότι δεν ομιλεί περί αυτής γεννήσεως, λέγει: «εάν μη τις γεννηθή εξ ύδατος και Πνεύματος, ου δύναται εισελθείν εις την βασιλείαν του Θεού.» Έλεγε δε αυτά, επειδή ήθελε να προσελκύσει αυτόν εις την πίστιν με τον φόβον της απειλής, και να τον πείσει να μην θεωρεί ότι το πράγμα είναι αδύνατον και επειδή επεθύμει ν’απομακρύνει την σκέψιν του από τη σαρκικήν γέννησιν. Εγώ εννοώ άλλην γέννησιν, Νικόδημε, τονίζει. Διατί φέρεις τον λόγον εις την γην; Διατί υποβάλλεις το πράγμα εις την ανάγκην της φύσεως; Αυτός ο τοκετός είναι απαλλαγμένος από τους πόνους και δεν έχει καμία σχέσιν με σας. Διότι και αυτή γέννησις λέγεται, αλλά είναι κοινή κατά το όνομα, διαφέρει όμως κατά το πράγμα.
Άφησε την κοινήν συνήθειαν. Εισάγω εις τον κόσμον νέον τοκετόν. θέλω οι άνθρωποι να γεννώνται κατ’αλλον τρόπον. Ήλθα δια να φέρω νέον τρόπον δημιουργίας. Έπλασα τον άνθρωπον από χώμα και ύδωρ, και δεν υπήρξε χρήσιμον το πλάσμα, αλλά το δοχείον έπαθε διαστροφήν. Δεν θέλω λοιπόν να πλάσω πλέον από χώμα και ύδωρ, αλλά από ύδωρ και Πνεύμα. Εάν κανείς ερωτήση˙ Πως από ύδωρ; θα τον ερωτήσω και εγώ, Πως από χώμα; Διότι, πως εμοιράσθη ο πηλός εις διάφορα μέρη; Πως το μεν υποκείμενον ήτο ενός μόνον είδους (ήτο δηλ. μόνον χώμα) όσα όμως προήλθαν από αυτό είναι διάφορα καιπαντός είδους; Από που έγιναν οστά, νεύρα, αρτηρίαι, και φλέβες; Από που μεμβράναι, οργανικά αγγεία, χόνδροι, χιτώνες, σηκώτι, σπλήν και καρδία; Από που δέρμα, αίμα, φλέγμα και χολή; Από που τόσο πολλαί εργασίαι; Από που διάφορα χρώματα; Διότι αυτά δεν γίνονται από χώμα, ούτε από πηλόν.
Και όπως η γη, όταν δέχεται τον σπόρον, καρποφορεί, η δε σαρξ, όταν δέχεται τα σπέρματα σαπίζει; Πως η γη τρέφει τους ριπτομένους σπόρους, η δε σαρξ τρέφεται από αυτά, αλλά δεν τα τρέφει; Παραδείγματος χάριν, όταν η γη δέχεται το ύδωρ, το μεταβάλλει εις οίνον. Η σαρξ όταν δέχεται συνήθως τον οίνον, τον μεταβάλλει εις ύδωρ. Από που λοιπόν είναι φανερόν, ότι αυτά προέρχονται από την γην, ενώ η γη αντιτίθεται εις το σώμα, σύμφωνα με αυτά που είπαμεν; Είναι αδύνατον να το εύρω με τον συλλογισμόν, αλλά το δέχομαι μόνον με την πίστιν. Εάν λοιπόν αυτά που γίνονται και θίγονται καθημερινώς έχουν ανάγκη πίστεως, πολύ μεγαλυτέραν ανάγκην έχουν όσα εκ τούτων είναι περισσότερον μυστηριώδη και πνευματικά. Διότι, όπως ακριβώς η άψυχος, η ακίνητος γη έλαβε δύναμιν με το θέλημα του Θεού και έχουν προέλθει από αυτήν τόσα θαύματα, έτσι ακριβώς από το Πνεύμα και το ύδωρ συγχρόνως γίνονται ευκόλως όλα αυτά τα παράδοξα και τα υπερβαίνοντα την λογικήν. Μη αρνείσαι λοιπόν να πιστεύεις εις αυτά, επειδή δεν τα βλέπεις. Επειδή ούτε την ψυχήν την βλέπεις και όμως πιστεύεις, ότι έχεις ψυχήν και ότι η ψυχή είναι κάτι διαφορετικόν από το σώμα. Ο Χριστός όμως δεν εδίδασκεν αυτόν με το παράδειγμα τούτων, αλλά από άλλο. Και αυτό μεν το παράδειγμα, δηλαδή η ψυχή, επειδή είναι ασώματον, δεν το εχρησιμοποίησε, διότι ο Νικόδημος ήτο ακόμη άπειρος. Θέτει όμως άλλο παράδειγμα, το οποίον ούτε με την πυκνότητα των σωμάτων έχει σχέσιν ούτε φθάνει εις την ασώματον φύσιν, δηλαδή την ορμήν του ανέμου. Και αρχίζει πρώτα από το ύδωρ, που είναι λεπτότερον μεν από το χώμα, πυκνότερον όμως από τον αέρα. Διότι, όπως ακριβώς εις την αρχήν το πρώτον υποκείμενον στοιχείον ήτο το χώμα και το παν ήτο έργον του δημιουργού, έτσι και τώρα το μεν ύδωρ είναι το υποκείμενον στοιχείον, το παν δε είναι έργον της χάριτος του Πνεύματος. Και τότε μεν «εις ψυχήν ζώσαν εγένετο ο άνθρωπος», τώρα δε εις ζωοποιόν Πνεύμα.
Αλλά η απόστασις μεταξύ τους ενός από το άλλο είναι μεγάλη. Διότι η μεν ψυχή δεν παρέχει ζωήν εις το άλλο, το δε Πνεύμα δεν ζει μόνον καθ’εαυτό, αλλά και εις άλλα παρέχει ζωήν. Κατ’αυτόν τον τρόπον οι Απόστολοι ανέστησαν ακόμη και νεκρούς. Και τότε μεν ο άνθρωπος επλάσθη μετα την δημιουργίαν. Τώρα όμως συνέβη το αντίθετον. Διότι ο νέος άνθρωπος δημιουργείται προ της νέας δημιουργίας. Διότι γεννάται αυτός πρώτος και έπειτα μεταμορφώνεται ο κόσμος. Και όπως έπλασεν αυτόν από την αρχήν ολόκληρον, έτσι και τώρα τον δημιουργεί ολόκληρον. Και τότε μεν είπε  «ποιήσωμεν αυτώ βοηθόν» , εδώ όμως δεν είπε τίποτε τέτοιο. Διότι εκείνος που λαμβάνει την Χάριν του Πνεύματος, ποίου άλλου βοηθού έχει ανάγκην; Εκείνος ο οποίος ευρίσκεται εις το σώμα του Ιησού, ποια άλλη βοήθεια χρειάζεται; Τότε έκαμε τον άνθρωπον κατ’εικόνα Θεού, τώρα τον ήνωσε με τον Θεόν. Τότε διέταξε να εξουσιάζει ο άνθρωπος τους ιχθείς και τα ζώα, τώρα ανέβασε τα πρωτεία μας επάνω από τους ουρανούς. Τότε έδωσε δια κατοικίαν τον παράδεισον, τώρα ήνοιξεν εις ημάς τον ουρανόν. Τότε ο άνθρωπος επλάσθη κατά την έκτην ημέραν, επειδή έπρεπε να συμπληρωθεί ο αιών. Τώρα δε κατά την πρώτην ημέραν, από την αρχήν, μαζί με το φως.
Εξ’όλων αυτών γίνεται φανερόν, ότι, όσα ετελούντο, απέβλεπον εις άλλην καλυτέραν ζωήν και εις κατάστασιν που δεν είχε τέλος. Η προηγούμενη λοιπόν δημιουργία του Αδάμ ήτο από χώμα, όπως και η δημιουργία της γυναικός από την πλευράν του Αδάμ, αλλά η δημιουργία του Άβελ ήτο από σπέρμα. Αλλά δεν ημπορούμεν να ερευνήσωμεν καμμίαν από αυτάς, ούτε να αναπαραστήσωμεν με λόγια τα γεγονότα, μολονότι είναι πολύ χονδροειδή. Πως λοιπόν θα ημπορέσωμεν να αιτιολογήσωμεν την πνευματικήν γέννησιν δια του βαπτίσματος, η οποία είναι πολύ υψηλοτέρα και πως έχομεν την απαίτησιν να εξηγήσωμεν με την λογικήν μας αυτόν τον θαυμαστόν και παράδοξον τοκετόν; Διότι και οι άγγελοι παρευρέθησαν κατά την γέννησιν αυτήν. Αλλά κανείς δεν ημπορεί να εξηγήση την θαυμαστήν εκείνην δια του βαπτίσματος γέννησιν. Και παρευρέθησαν μεν οι άγγελοι χωρίς να κάμνουν τίποτε, αλλά μόνον βλέποντες τα όσα εγίνοντο. Ο Πατήρ και ο Υιός και το Άγιον Πνεύμα ενεργούν τα πάντα. Ας υπακούωμεν λοιπόν εις την θέλησιν του Θεού, διότι αυτή είναι ασφαλεστέρα από την όρασιν. Διότι η όρασις πολλάς φοράς περιπίπτει εις σφάλματα, ενώ εκείνη είναι αδύνατον να περιπέση. Ας υπακούωμεν λοιπόν εις αυτήν. Διότι αυτή που παρήγαγεν τα όσα δεν υπήρχαν, αυτή θα είναι αξιόπιστος δια να κάμει λόγον περί αυτών.
Τι λέγει λοιπόν αυτή; Ότι αυτό που τελείται είναι γέννησις. Και αν σου ειπή κανείς Πως; αποστόμωσε τον με την θέλησιν του Χριστού, που είναι η μεγαλύτερη και καλύτερη απόδειξις. Και αν κανείς ερωτήση, διατί έχει χρησιμοποιηθή το ύδωρ; ημείς θα αντερωτήσωμεν αυτόν; Διατί εχρησιμοποιηθη το χώμα εξ αρχής δια την δημιουργίαν του ανθρώπου; Διότι είναι ολοφάνερον, ότι ούτως ημπορούσε να κάμη τον άνθρωπον και χωρίς το χώμα.
Μη ερευνάς λοιπόν με περιέργειαν. Διότι από τα επόμενα θα μάθεις, ότι ήτο απαραίτητος και αναγκαία η χρήσις του ύδατος. Όταν δηλαδή κάποτε είχε κατέλθει το Πνεύμα προ του ύδατος, ο Απόστολος δεν εστάθει μέχρις εκείνου, αλλά επειδή το ύδωρ είναι αναγκαίον και όχι περιττόν, άκουσε, τι λέγει:  «μήτι το ύδωρ κωλύσαι δύναταί τις του μη βαπτισθήναι τούτους, οίτινες το Πνεύμα το Αγιον έλαβον καθώς και ημείς;» Δια ποιόν  λόγον λοιπόν χρησιμοποιεί το ύδωρ; Αυτό λοιπόν θα σας ειπώ τώρα, αποκαλύπτων εις εσάς το μυστήριον που ήτο κρυμμένον. Υπάρχουν βεβαίως και άλλοι απόρρητοι λόγοι περί του πράγματος, αλλ’εν τοσούτω εγώ θα ειπώ ένα από τους πολλούς. Ποιος είναι λοιπόν αυτός; Θεία σύμβολα επιτελούνται κατά το βάπτισμα, ταφή και θάνατος, ανάστασις και ζωή και αυτά γίνονται όλα συγχρόνως. Και γίνεται αυτό όπως ακριβώς εις κάποιαν ταφήν. Όταν βυθίζωμεν την κεφαλήν εις το ύδωρ, θάπτεται ο παλαιός εαυτός μας και όταν βυθισθή κάτω, εξαφανίζεται ολόκληρος, έπειτα, όταν αναδυώμεθα, εξέρχεται εις την επιφάνειαν ο νέος. Διότι, όπως ακριβώς είναι εύκολον να βυθισθώμεν και ν’αναδυθώμεν, έτσι είναι εύκολον εις τον Θεόν να ενταφιάση τον παλαιόν άνθρωπον και ν’αναδείξη τον νέον. Και αυτό γίνεται τρεις φοράς, δια να μάθης, ότι η δύναμις του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος πληροί όλα αυτά.
Και ότι δεν είναι εικασία αυτό που είπα, άκουσε τι λέγει ο Παύλος: «συνταφέντες αυτώ εν τω βαπτίσματι» και πάλιν:  «παλαιός ημών άνθρωπος συνεσταυρώθη» Και πάλιν: «σύμφυτοι γεγόναμεν τω ομοιώματι του θανάτου αυτού». Και δεν λέγεται μόνον το Βάπτισμα Σταυρός, αλλά και ο Σταυρός βάπτισμα. Διότι λέγει: «και το βάπτισμα ό εγώ βαπτίζομαι βαπτισθήσεσθε·». Και πάλιν: «βάπτισμα δε έχω βαπτισθήναι, και πως συνέχομαι έως ου τελεσθή!» Διότι, όπως ακριβώς ημείς βαπτιζόμεθα ευκόλως και αναδυόμεθα, έτσι και αυτός ευκόλως απέθανε και ανεστήθη, όταν ηθέλησε και μάλλον ευκολότερων, αν και έμεινεν επί τρεις ημέρας κατά την θέλησιν του μυστηρίου της οικονομίας.
Επειδή λοιπόν εγίναμεν άξιοι τόσων μεγάλων μυστηρίων, ας δείξωμεν ζωήν αντάξιαν της δωρεάς και διαγωγήν άριστην. Και όσοι δεν εγίνατε ποτέ άξιοι αυτών, να κάμνετε τα πάντα, ώστε να αξιωθήτε, δια να γίνωμεν εν σώμα, δια να είμεθα αδελφοί. Διότι, εφ’όσον θα είμεθα χωρισμένοι κατ’αυτόν τον τρόπον, ούτε ο πατήρ, όποιος και αν είναι, ούτε ο αδελφός, ούτε ο οποιοσδήποτε συγγενής δεν θα είναι αληθινός, αν θα έχει αποσπασθή από την άνωθεν συγγένειαν. Διότι ποιάν ωφέλειαν έχομεν από την σαρκικήν συγγένειαν, όταν δεν είμεθα ηνωμένοι πνευματικώς; Διότι ο κατηχούμενος είναι ξένος προς τον πιστόν. Διότι δεν έχει τον ίδιον αρχηγόν, δεν έχει τον ίδιον πατέρα, δεν έχει την ιδίαν πόλιν, ούτε τροφήν, ούτε ένδυμα, ούτε τράπεζαν, ούτε οικίαν, αλλά είναι χωρισμένος από όλ’ αυτά. Διότι ο μεν ένας έχει όλα τα επίγεια, ο δε άλλος όλα τα επουράνια. Βασιλεύς του ενός είναι ο Χριστός, του άλλου η αμαρτία και ο διάβολος. Εντρύφημα του ενός είναι ο Χριστός, του άλλου η σήψις και η διαφθορά. Και τους ενός μεν ένδυμα είναι έργον των σκωλήκων, του δε άλλου ο Κύριος των αγγέλων. Πόλις τους ενός μεν η γη, του δε άλλου ο ουρανός.
Όταν λοιπόν δεν έχομεν τίποτε το κοινόν, πως θα επικοινωνήσωμεν, ειπέ μου; Αλλά μήπως ελύσαμεν τους ιδίους πόνους; και προήλθαμεν από την ιδίαν κοιλίαν; Αλλά ούτε και αυτό είναι αρκετόν δια την τελείαν συγγένειαν. Ας προσπαθήσομεν λοιπόν να γίνωμεν πολίται της άνω πολιτείας. Εως πότε θα παραμένωμεν εις εξορίαν; Πρέπει να ανακτήσωμεν την παλαιάν μας πατρίδα. Διότι ο κίνδυνος δεν είναι δια πράγμα άνευ αξίας. Αλλά εάν συμβή, που είθε να μη συμβή, ένεκα απροσδοκήτου θανάτου, να φύγωμεν από εδώ αμύητοι, έστω και αν έχωμεν χιλιάδες αγαθά, τίποτε άλλο δεν θα μας διαδεχθή, παρά η γέεννα και ο δηλητηριώδης σκώληξ και πυρ άσβεστον και δεσμά άλυτα.
(Ιωάννου Χρυσοστόμου έργα, Τόμος 13, ΕΠΕ)
(Πηγή ηλ. κειμένου: egolpion.com)
[Ψήφοι: 1 Βαθμολογία: 5]