Βιασμός, θύτες και θύματα (Δάφνη Βαρβιτσιώτη, ιστορικός)

Το δημοκρατικό πολίτευμα βασίζεται σε τρεις πυλώνες εξουσίας: την νομοθετική, την εκτελεστική και την δικαστική. Με την πρόοδο της τεχνολογίας, στις εξουσίες αυτές προσετέ­θη και μια τέταρτη, άτυπη, εξουσία: η εξουσία των Μ.Μ.Ε.. Με το πέρασμα του χρόνου, έγινε αντιληπτό ότι, η δυνατότης των Μ.Μ.Ε. να διαμορφώνουν την κοινή γνώμη, ενίσχυε σε τέ­τοιο βαθμό την άτυπη εξουσία τους, ώστε αυτή να επισκιάζη τις θεσμοθετημένες εξουσίες και να μετατρέπεται σε παντοκρατορία. Απόδειξη τούτων, αποτελεί ο τρόπος με τον οποίον τα Μ.Μ.Ε. εχειρίσθησαν την τραγική υπόθεση του μικρού Άλεξ Μεσχεσβίλι, αλλά και το θλι­βερό περιστατικό της Αμαρύνθου, στο οποίο θα επικεντρώσουμε την προσοχή μας. Στην υπόθεση της Αμαρύνθου, τα Μ.Μ.Ε. υποκατέστησαν πλήρως την λειτουργία των ανακριτικών αρχών και της δικαιοσύνης. Απεφάνθησαν, τελεσιδίκως και χωρίς ίχνος αμφιβολίας, ότι η καταγγέλλουσα όντως έπεσε θύμα βιασμού και ότι δράστες του βιασμού ήσαν οι κατηγορούμενοι ανήλικοι μαθητές. Αγνόησαν το συνταγματικώς κατοχυρωμένο τεκμήριο της αθωότητος, την περιλάλητη δη­μοσιογραφική δεοντολογία, τα περί προστα­σίας προσωπικών δεδομένων και ανθρωπίνων δικαιωμάτων, την απουσία σαφών ιατροδικα­στικών αποδείξεων βιασμού, την ασυμβατότη­τα μεταξύ του χώρου μέσα στον οποίον δια­δραματίσθηκε το περιστατικό (1X1 μ2) και του αριθμού των φερομένων ως δραστών, το πλήθος των αυτοπτών μαρτύρων (μία εκ των οποίων ήταν μαθήτρια Ρωσικής καταγωγής) και το γεγονός ότι όλοι οι εμπλεκόμενοι είναι ανήλικοι. Η αμείλικτη ρομφαία της δημοσιο­γραφικής δικαιοσύνης επέπεσε αδυσώπητα επί των κεφαλών των παιδιών αυτών, καταδι­κάζοντάς τα αμετακλήτως στην συνείδηση της κοινής γνώμης. Μέχρι και ο ίδιος ο πρόεδρος της ΕΣΗΕΑ, ο συμπαθέστατος και μέχρι πρό­τινος τόσο προσεκτικός, κ. Π. Σόμπολος, έφθα­σε στο σημείο να δηλώση μετά απολύτου βεβαιότητος, σε πρωινή τηλεοπτική εκπομπή (Mega, 1.11.2006), ότι: «Δεν υπάρχει αμφιβο­λία ότι έγινε βιασμός»! Η ετυμηγορία τους αυτή συνοδεύθηκε από δύο εκ διαμέτρου αντιθέτους αντιμετωπίσεις. Από την μια, αγιογραφούσαν την 16χρονη μα­θήτρια και την μητέρα της -η οποία είχε δια­βεβαιώσει (στην εκπομπή της Τατιάνας Στεφανίδου, της 1.11.2006), ότι, προ του περιστα­τικού, η κόρη της ήταν παρθένα – και εδημοσιοποιούσαν διαρροές των πλέον ανατριχια­στικών αποσπασμάτων της δικογραφίας της. Από την άλλη, ανηλώνοντο στην δαιμονοποίηση και τον άγριο διασυρμό των κατηγορου­μένων ανηλίκων μαθητών. Ανασύροντας πλη­ροφορίες για προηγούμενες εφηβικές τους επιπολαιότητες και παραβατικότητες, οι σύγ­χρονοι -τηλεοπτικοί, κυρίως – ιεροεξεταστές επεκαλέσθησαν αυτά τα παραπτώματα για να αποδώσουν, ελαφρά τη καρδία, σε ανήλικα παιδιά την ιδιότητα των βιαστών. Ως νέοι Τορκεμάδα, κατακεραύνωσαν με βαναυσότη­τα τόσο τα ίδια, τις οικογένειές τους, τους κα­θηγητές τους, τους δικηγόρους τους, τον πρόε­δρο του Συλλόγου Γονέων, την τοπική κοινω­νία, όσο και τους εκπροσώπους της ΟΛΜΕ και της τοπικής ΕΛΜΕ. Δεδομένου, μάλιστα, ότι το «θύμα» έτυχε να είναι αλλοδαπή, διάνθισαν τον βομβαρδισμό τους με κατηγορίες περί του ρατσισμού και του σεξισμού των εμπλεκομέ­νων μαθητών-«θυτών», των καθηγητών τους και της τοπικής κοινωνίας, αλλά και όσων επι­χειρούσαν να εξετάσουν τα γεγονότα με ψυ­χραιμία, αντικειμενικότητα και με σεβασμό προς τις ατομικές ελευθερίες και την δικαιοσύ­νη. Η έντασις της βεβαιότητός τους περί της ενοχής των ανηλίκων κατηγορουμένων ήταν τόσο παροξυσμική, ώστε εδημιούργησε κλίμα πνευματικής τρομοκρατίας: όποιος τολμούσε να αμφισβητήση την ετυμηγορία τους ή να σκεφθή εκτός των πλαισίων τα οποία αυτοί είχαν θέσει, ήταν, το λιγώτερο, ρατσιστής. Το κλίμα αυτό παρέσυρε μέρος της κοινής γνώμης, αλλά και την ίδια την υπουργό Παι­δείας και ψυχίατρο, κ. Γιαννάκου, όπως απέ­δειξαν οι σχετικές δηλώσεις της. Παρέσυρε ακόμα σε ανάλογες δηλώσεις και τον ίδιο τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας, κ. Κάρολο Παπούλια, η σύνεσις του οποίου τον είχε κρατή­σει αμέτοχο και σιωπηλό κατά την εννεάμηνο εξαφάνιση του 11χρονου Άλεξ Μεσχεσβίλι, τις δραματικές εκκλήσεις της μητέρας του και τις πανελλήνιες τηλεοπτικές αναζητήσεις του πτώματός του. Κατ’ εντολήν του, εκπρόσωπός του συνάντησε την μητέρα του «θύματος» της Αμαρύνθου, για να της προσφέρη ηθική και άλλη συμπαράσταση. Ακολούθησε, ο Αρχιεπίσκοπος Αθηνών και πάσης Ελλάδος, κ. Χριστόδουλος, ο οποίος προσεπάθησε να τη­ρήση ίσες αποστάσεις. Συνήντησε τόσο το «θύμα» και την μητέρα της (οι οποίες προσήλ­θαν συνοδεία εκπροσώπου της Βουλγαρικής πρεσβείας), όσο και τους «θύτες». Εν τούτοις, ενώ προς την καταγγέλλουσα ο Μακαριώτατος παρέσχε υλική βοήθεια, στους φερομένους ως βιαστές ανηλίκους υπεγράμμισε ότι, το «λά­θος» τους αυτό θα τους «στιγματίσει για μία ζωή», δείχνοντας από ποια μεριά έγειρε, κατ’ αυτόν, η πλάστιγγα της αληθείας. Εν τω μεταξύ, εγκαλούμενος για την σιωπή του, ο σύλλογος καθηγητών του σχολείου της Αμαρύνθου αναγκάσθηκε να συνεδριάση. Θορυβημένος μεν από τον σάλο, αλλά κρίνο­ντας ότι, μόνον η δικαιοσύνη έχει την δικαιο­δοσία να αποφανθή επί της ουσίας της καταγ­γελίας, ο σύλλογος περιορίσθηκε στην εξέτα­ση των γεγονότων των προηγηθέντων του «βιασμού». Με γνώμονα ότι, για τις σχολικές αρχές, τόσο η πρόσκληση μαθητών για συνά­ντηση στην τουαλέτα του σχολείου, όσο και η αποδοχή της (εθελούσια, σύμφωνα με όλες τις μαρτυρίες και την διαρρεύσασα δικογραφία), συνιστούν παραβατική συμπεριφορά, ο σύλ­λογος καθηγητών του σχολείου επέβαλε ποινή πενθημέρου αποβολής στους τέσσερεις εμπλε­κομένους μαθητές και στην μαθήτρια. Κατό­πιν τούτου, το σύνολο σχεδόν των ηλεκτρονικών και εντύπων Μ.Μ.Ε., καθώς και πολιτι­κοί και άλλοι παράγοντες, επέπεσαν κατά του συλλόγου με μανία. Τον κατηγόρησαν ότι, με την απόφασή του αυτή, εξισώνει τους «θύτες» με το «θύμα», την ίδια στιγμή που -όπως εύγλωττα υπεγράμμισε επιφανές στέλεχος του δημοσιογραφικού κόσμου – ο ίδιος ο Πρόε­δρος της Δημοκρατίας, με την στάση του, «υποδεικνύει μια διαφορετική προσέγγιση» του ζητήματος! Τόσο φορτισμένη ήταν η ατμό­σφαιρα, ώστε γυναικείες και αντιρατσιστικές οργανώσεις μετέβησαν στην Αμάρυνθο, όπου πραγματοποίησαν πορείες διαμαρτυρίας. Πα­ρενέβη και το υπουργείο Παιδείας, το οποίο ανεκάλυψε παρατυπία στην διαδικασία που ακολούθησε ο σύλλογος του Σχολείου της Α­μαρύνθου, ο οποίος, τελικώς, ακύρωσε την απόφασή του. Την 3.11.2006, η υπόθεσις έφθασε να συζη­τείται στην συνεδρία της Βουλής! Αρχηγοί κομμάτων, υπουργοί και βουλευτές όλων των κομμάτων, εστιάσθηκαν στο περιστατικό της Αμαρύνθου και ομοθυμαδόν το εστηλίτευσαν με αποτροπιασμό, λαμβάνοντας ως δεδομένη την ενοχή των μαθητών. Αποτέλεσμα τούτου, ήταν ότι -όπως επεσήμανε η βουλευτής του Κ.Κ.Ε. κ. Λ. Κανέλλη, σε πρωινή τηλεοπτική εκπομπή της επομένης – δεν εμβάθυναν στο σημαντικώτατο θέμα της ημερησίας διατάξε­ως: την επίσκεψη στην Ελλάδα του Αρχηγού των Ενόπλων Δυνάμεων της Τουρκίας. Έτσι απλά, στην Ελλάδα, το λίκνο της Δημοκρα­τίας, και εντός του κτιρίου του Κοινοβουλίου, εκτελεστική και νομοθετική εξουσία, αφ’ ενός μεν, προεδίκασαν την ενοχή ανηλίκων κατη­γορουμένων, ερήμην της δικαστικής εξουσίας, της μόνης αρμοδίας να αποφανθή, σε κάθε πε­ρίπτωση, επί της ένοχης κατηγορουμένων. Αφ’ ετέρου δε, έθεσαν σε δεύτερη μοίρα την πληροφόρηση του λαού, ο οποίος ανησυχεί για την εθνική του κυριαρχία. Μη περιοριζόμενα στην ταυτοποίηση των ανηλίκων κατηγορουμένων ως βεβαίων ενό­χων, τα Μ.Μ.Ε. διηύρυναν το κατηγορητήριό τους. Όπως και στην υπόθεση της Βερροίας, παρέθεσαν άπειρα παραδείγματα της -μέχρι διαστροφής – σεξουαλικής ελευθεριότητος, της παντελούς απουσίας αξιών και ορίων, και της παραβατικότητος των σημερινών μαθη­τών, τις οποίες εστηλίτευσαν με πρωτοφανή αγριότητα. Ως υπευθύνους της ηθικής καταπτώσεως και της εξαχρειώσεώς τους, οι «κατή­γοροι» υπέδειξαν -όπως και για την υπόθεση της Βερροίας – την οικογένεια, την κοινωνία και το εκπαιδευτικό σύστημα, ενώ ορισμένοι -επαναφέροντες την θεωρία της συλλογικής ευθύνης, η οποία, όμως, δεν είναι αποδεκτή για μια δημοκρατία – ενοχοποίησαν το σύνολο της ελληνικής κοινωνίας. Η ελληνική κοινωνία, ωστόσο, γνωρίζει καλά ποιοι ευθύνονται για τον εκβαρβαρισμό των νεωτέρων γενεών. Επί 25 και πλέον χρό­νια, παρακολουθεί, ανήμπορη, τα ίδια τα Μ.Μ.Ε. -που, σήμερα, ελεηνολογούν τα παι­διά της για την κατάντια τους – να τα εκμαυλί­ζουν συστηματικά και χωρίς αιδώ, αγνοώντας τις διαμαρτυρίες της. Επί είκοσι πέντε και πλέον χρόνια, η ελληνική οικογένεια παρακο­λουθεί αυτά τα Μ.Μ.Ε. να καταστρέφουν, με πρωτοφανή λύσσα και συστηματικά, τα θεμέ­λια του πολιτισμού της, δηλαδή, να εκθεμελιώνουν τα ίδια τα ερείσματα επί τη βάσει των οποίων η ελληνική κοινωνία οικοδομούσε, επί χιλιετίες, την προσωπικότητα, την ηθική υπό­σταση και την ψυχοπνευματική υγεία των νε­ωτέρων γενεών της. Παρακολούθησε, δηλαδή, τα Μ.Μ.Ε. να καταβαραθρώνουν όλες τις αξίες και τα ιδανικά της, να χλευάζουν τα πρότυπά της, να ειρωνεύονται τις αρετές της, να διακω­μωδούν τους ηθικούς της φραγμούς, να καταρ­ρίπτουν τις αναστολές της, να δαιμονοποιούν τους αμυντικούς μηχανισμούς και τις αντιστά­σεις της, να περιφρονούν τα σύμβολά της, να αμαυρώνουν την Ιστορία της, να αμφισβητούν όχι μόνον τα ιστορικά της επιτεύγματα, αλλά την ίδια την ιστορική της υπόσταση, να κατασυκοφαντούν τους ήρωες και τα ινδάλμα­τά της -εμφανίζοντας ως εγκλήματα τα ανδρα­γαθήματά τους-, να καταρρίπτουν ή να δια­στρέφουν τις πλέον θαυμαστές πνευματικές της κατακτήσεις, να καταστρέφουν την γλώσσα της, να διαλύουν την εθνική και κοι­νωνική της συνοχή, να γελοιοποιούν και να εκθεμελιώνουν την πίστη της, να σκυλεύουν τα ιερά και τα όσιά της, να αμφισβητούν τους θε­σμούς της, να υποτιμούν την νοημοσύνη της, να αποσαθρώνουν τις βεβαιότητές της, να υπονομεύουν τους οικογενειακούς δεσμούς της, να υποσκάπτουν το γονεϊκό της κύρος, αλλά και το κύρος κάθε αρχής και εξουσίας της, να διαβάλουν την αυθεντικότητα των ανθρωπίνων σχέσεων και -το σημαντικώτερο – να εξαλείφουν τον σεβασμό στην ανθρώπινη υπόσταση και ζωή. Παράλληλα με αυτόν τον ψυχοπνευματικό βιασμό της, η ελληνική κοινωνία παρακολού­θησε τα εν λόγω Μ.Μ.Ε. να αυξάνουν την κερ­δοφορία τους, να πληθαίνουν και να κραταιώνονται με το να διοχετεύουν στα παιδιά της -υπό μορφήν «ενημερωτικών» εκπομπών, τη­λεοπτικών θεαμάτων, τηλεπαιχνιδιών, τηλε-διαφημίσεων, τηλεοπτικών σειρών, περιο­δικών ή «μουσικής» – αντίστροφα πρότυπα και αξίες, κοινός παρονομαστής των οποίων είναι το μήνυμα: «δεν υπάρχουν όρια, όλα επι­τρέπονται». Παρακολούθησε η κοινωνία τους ευυπόληπτους σημερινούς τιμητές των παρα­στρατημένων παιδιών της να πλουτίζουν από την δημοσίευση «ροζ» αγγελιών στις «σοβα­ρές» εφημερίδες τους, την κυκλοφορία των οποίων αυξάνουν με την δωρεάν προσφορά ταινιών βίας, τρόμου, ναρκωτικών, σεξουαλικών διαστροφών και οργίων, μαγείας, κ.ο.κ.. Επί εικοσιπέντε χρόνια, τους παρακολουθεί να προσφέρουν στα παιδιά της -αντί της συ­νταγματικώς προβλεπόμενης καλλιέργειας, ψυχαγωγίας και ενημερώσεως – καταστάσεις, ιδέες, εικόνες και πράξεις απολύτου περιφρο­νήσεως της ανθρωπίνης ζωής και αξιοπρεπεί­ας, τα οποία βυθίζουν την φαντασία των παι­διών στον πλέον σκοτεινό οχετό του πιο ακραία αρρωστημένου νου. Σήμερα πλέον, η ελληνική κοινωνία διαπι­στώνει με απόγνωση ότι, πολλά από τα παιδιά της -ως θύματα του ψυχοπνευματικού βια­σμού, τον οποίον η ίδια υπέστη, αλλά και του συστηματικού φροντιστηρίου εξαχρειώσεως, το οποίον υπέστησαν αυτά – φθάνουν στο ση­μείο να διαπράττουν, με απόλυτη φυσικότητα, πράξεις μέχρι πρότινος αδιανόητες, πράξεις πρωτοφανείς στην πολυαίωνη ιστορική της πορεία. Ωστόσο, οι θύτες της δεν αρκούνται σ’ αυτό: όχι μόνον την ενοχοποιούν για την «κα­τάντια» των παραστρατημένων παιδιών της, αλλά τα διαπομπεύουν αναίσχυντα, κατακρί­νοντάς τα με βάση τους ηθικούς κανόνες και πολιτιστικά ερείσματα, τα οποία οι ίδιοι ξερρίζωσαν από την ψυχή των θυμάτων τους. Αλλά, ας μην αυταπατώνται αυτοί οι ιεροφάντες του μηδενισμού, της διαστροφής, του εκφυλισμού και της παραπλανήσεως. Για κάθε παιδί που παρεκτρέπεται, η ευθύνη βαρύνει αποκλειστι­κώς και μόνον αυτούς. Διότι κάθε παραβατικό παιδί είναι το ανθρωποπροϊόν του 25χρονου βιασμού, τον οποίον οι ίδιοι διέπραξαν εις βάρος της ελληνικής κοινωνίας. Ως εκ τούτου, είναι δικό τους παιδί. Είναι πνευματικό τους τέκνο. Την 6.11.2006, παρενέβη η ΕΣΗΕΑ, η οποία -επικαλουμένη την δημοσιογραφική δεοντολογία – κατήγγειλε τα τηλεοπτικά μέσα διότι «τεμαχίζουν εν ψυχρώ την ανθρώπινη αξιοπρέπεια»! Ως δια μαγείας, ο ορυμαγδός για το περιστατικό της Αμαρύνθου έπεσε κα­τακόρυφα. Τα Μ.Μ.Ε. -ορισμένα εκ των οποί­ων έκαναν την αυτοκριτική τους για την έλλει­ψη ψυχραιμίας, την οποίαν είχαν επιδείξει επανήλθαν στα τρέχοντα θέματα της επικαιρό­τητας, με αιχμή του δόρατος του εντυπωσια­σμού το…σκήνωμα του μακαριστού μοναχού Βησσαρίωνος. Εν τω μεταξύ, ο Αρχηγός των Ενόπλων Δυνάμεων της Τουρκίας είχε πλέον απέλθει. Από την 9.11.2006, τα Μ.Μ.Ε. εγκατέλει­ψαν τον μακαριστό Βησσαρίωνα και έστρεψαν την προσοχή τους στην απόφαση του Μισθοδικείου να αυξήσει κατά 30%, και αναδρο­μικώς, τους μισθούς των δικαστικών. Συγχρόνως, εδημοσιοποίησαν, αλλά σε πανελλήνια εμβέλεια, και τις δηλώσεις του κ. Αντωνίου Αντωνιάδη, ναυάρχου εν αποστρατεία, πρώ­ην υπαρχηγού ΓΕΕΘΑ και αρχηγού ΓΕΝ. Αρχαιολάτρης και μέγας θαυμαστής των ιδεών του περιοδικού Δαυλός, αλλά και του υλισμού του Κεμάλ Ατατούρκ (Το Παρόν, 5.11.2006), ο κ. Αντωνιάδης απεκάλεσε το μεν αμυντικό δόγμα Ελλάδος-Κύπρου, “αρλούμπα”, τον δε Χριστιανισμό, χειρότερο από τα παραμύθια του Άντερσεν, αιμοσταγή και αιμοδιψή θεοκρατική θρησκεία, αντάξια υπανάπτυκτων, αμόρφωτων ή Ζουλού. Στην συ­γκεκριμένη όμως στιγμή οι δηλώσεις αυτές επέφεραν ισχυρώτατο πλήγμα -στο ηθικό σθέ­νος και στην μαχητικότητα όσων από “τα παι­διά της Ελλάδος” είναι έτοιμα να θυσιάσουν την ζωή τους για την ανεξαρτησία της χώρας και “για του Χριστού την πίστη την Αγία”. Σε σχετικό σχόλιό του, στην εβδομαδιαία εφημε­ρίδα Το Παρόν της 12.11.2006, ο Αντιστράτη­γος εν αποστρατεία, επίτιμος διοικητής στρα­τιάς και Αρχηγός ΓΕΕΦ, κ. Δημήτριος Δή­μου, υπεγράμμισε χαρακτηριστικά: «μεγαλυτέρα υπηρεσία στους Τούρκους δεν μπορούσε άλλως να προσφερθεί…». Οι δε κατηγορηθέντες ανήλικοι μαθητές της Αμαρύνθου -αν, τελικώς, το δικαστήριο τους αποδώση αθώους στην κοινωνία – έχουν όντως «στιγματισθεί για μια ζωή».

(Πηγή: “Παρακαταθήκη” ΣΕΠ-ΟΚΤ 2006)

[Ψήφοι: 0 Βαθμολογία: 0]