Έφθα­σε η ώ­ρα να δρέ­ψω­με τους πι­κρούς καρ­πούς του «ευ­ρω­πα­ϊ­κού εκ­συγ­χρονισμού» μας…

Ὡς γνω­στόν, ἡ Γαλ­λία εἶ­ναι ἴ­σως τὸ μό­νον ἐ­πι­σή­μως ἀ­να­κη­ρυ­γμέ­νον «λα­ϊ­κὸν (κο­σμι­κὸν) κρά­τος» τῆς Εὐ­ρώ­πης. Πῶς ὅ­μως μία χώ­ρα, μὲ μα­κρὰν χρι­στι­α­νι­κὴν πα­ρά­δο­σιν, κα­τήν­τη­σε νὰ ἐ­πι­ση­μο­ποι­ή­σῃ σή­με­ρα ἕ­να ἄ­θρη­σκον (ἄ­θε­ον) κα­θε­στώς;

Μέ­σα ἀ­πὸ τὴν πλη­θὺν τῶν συ­να­φῶν ἱ­στο­ρι­κῶν γε­γο­νό­των θὰ ἀ­πο­μο­νώ­σω­με ὀ­λί­γα, μι­ᾶς μι­κρᾶς πε­ρι­ό­δου, ὅ­πως τὰ ἐ­πα­ρου­σί­α­σε πρὸ αἰ­ῶ­νος ἡ «Ἐκ­κλη­σι­α­στι­κὴ Ἀ­λή­θεια» Κων­σταν­τι­νου­πό­λε­ως (14-01-1910, ἔ­τος Λ΄, ἀρ. 2, σελ. 19-20), ὑ­πὸ τὸν ἀ­νω­τέ­ρω τίτ­λον:

«Ἐκ γαλ­λι­κῆς τι­νος ἐ­φη­με­ρί­δος ὁ «Πάν­ται­νος» τῆς Ἀ­λε­ξαν­δρεί­ας, τὸ ἐ­πί­ση­μον τοῦ ἐ­κεῖ Πα­τρι­αρ­χεί­ου φύλ­λον, με­τα­φέ­ρει τὴν ἑ­ξῆς ἀ­πα­ρί­θμη­σιν τῶν ἀ­πο­τολ­μη­θέν­των ἐν Γαλ­λίᾳ κα­τὰ τῆς θρη­σκεί­ας δι­ω­γμῶν, ὡς ἀ­πο­κα­λεῖ τάς πα­ρα­δό­ξους ἀ­πο­φά­σεις, εἰς ἃς προ­έ­βαι­νον αἱ κα­τὰ και­ροὺς κυ­βερ­νή­σεις, πρὸς ζη­μί­αν τοῦ θρη­σκευ­τι­κοῦ συ­ναι­σθή­μα­τος. Τὸ χρο­νο­γρα­φι­κὸν τοῦ­το ση­μεί­ω­μα, πολ­λὰς σκέ­ψεις προ­κα­λοῦν, ἔ­χει οὕ­τω:

Τῷ 1879, οἱ ἐ­πί­σκο­ποι ἐ­στε­ρή­θη­σαν τοῦ δι­και­ώ­μα­τος τῆς συμ­με­το­χῆς ἐν τοῖς σχο­λει­α­κοῖς συμ­βου­λί­οις. –Τῷ 1880, ἤρ­θη ἡ κυ­ρι­α­κὴ ἀρ­γία τῶν ἐρ­γα­τῶν τῶν ἐν κυ­βερ­νη­τι­καῖς ὑ­πη­ρε­σί­αις. –Τῷ 1881, ἡ θρη­σκευ­τι­κὴ δι­δα­σκα­λία ἐ­κη­ρύ­χθη προ­αι­ρε­τι­κή, τὰ δὲ νο­σο­κο­μεῖα ὡς λα­ϊ­κά. Ἀ­πη­γο­ρεύ­θη εἰς τοὺς δι­δα­σκά­λους νὰ παί­ζω­σιν ἢ να ψάλ­λω­σιν ἐν τοῖς να­οῖς, ἡ δ’ ἀ­πει­κό­νι­σις τῆς σταυ­ρώ­σε­ως τοῦ Κυ­ρί­ου ἀ­πη­γο­ρεύ­θη ἐν τοῖς σχο­λεί­οις. – Τῷ 1883, κα­τηρ­γή­θη­σαν αἱ ἱ­ε­ρο­τε­λε­στί­αι ἐν τῷ στρα­τῷ, ἀ­πη­γο­ρεύ­θη δὲ τοῖς στρα­τι­ώ­ταις ἡ συμ­με­το­χὴ ἐν ἐκ­κλη­σι­α­στι­καῖς πα­νη­γύ­ρε­σι. – Τῷ 1884, ἀ­πη­γο­ρεύ­θη ἡ προ­σευ­χὴ ἡ ἐν ταῖς συ­νε­δρι­ά­σε­σι τῆς Βου­λῆς. – Τῷ 1885, ἀ­πη­γο­ρεύ­θη εἰς τοὺς κυ­βερ­νη­τι­κοὺς ὑ­παλ­λή­λους νὰ με­τέ­χω­σι τῶν θρη­σκευ­τι­κῶν πα­νη­γύ­ρε­ων καὶ πομ­πῶν ἐν στο­λῇ. Κα­τηρ­γή­θη ἡ μι­σθο­δο­σία τῶν μο­να­χῶν, πολ­λῶν ἐ­πι­σκό­πων καὶ ἱ­ε­ρέ­ων, τὰ δὲ σε­μι­νά­ρια ἐ­στε­ρή­θη­σαν τῶν ἐ­πι­δο­μά­των αὐ­τῶν. – Τῷ 1893, ἐ­ψη­φί­σθη νό­μος κα­τὰ τῆς ἐκ­κλη­σι­α­στι­κῆς δι­οι­κή­σε­ως. – Τῷ 1894, ἐ­πε­βλή­θη­σαν βα­ρύ­τα­τοι φό­ροι ἐ­πὶ τῶν ἰ­δι­ο­κτη­σι­ῶν τῶν μο­να­χι­κῶν τα­γμά­των. Ἀ­πη­γο­ρεύ­θη ἡ ὑ­πὸ τῶν δι­δα­σκά­λων ὁ­δη­γία τῶν μα­θη­τῶν εἰς τοὺς να­ούς, ὡς καὶ ἡ τε­λε­σις τῆς λει­τουρ­γί­ας ἐν τοῖς δι­κα­στη­ρί­οις. – Τῷ 1901, ἐ­ψη­φί­σθη νό­μος κα­τὰ τῶν μὴ νο­μι­μο­ποι­η­θέν­των τα­γμά­των. – Τῷ 1903, κα­τηρ­γή­θη­σαν πάν­τα τὰ τά­γμα­τα, τὰ μέ­λη αὐ­τῶν ἐ­ξω­ρί­σθη­σαν ἐκ Γαλ­λί­ας, ἡ δὲ πε­ρι­ου­σία αὐ­τῶν ἐ­πω­λή­θη διὰ δη­μο­πρα­σί­ας. Ἀ­πη­γο­ρεύ­θη ὁ ἑ­ορ­τα­σμὸς τῆς Μ. Πα­ρα­σκευ­ῆς ἐν τοῖς πο­λε­μι­κοῖς πλοί­οις. Οἱ κλη­ρι­κοὶ ἐ­δι­ώ­χθη­σαν ἐκ τῶν ναυ­τι­κῶν νο­σο­κο­μεί­ων. Εἰς τοὺς ὑ­πουρ­γοὺς ὑ­πε­βλή­θη­σαν κα­τά­λο­γοι τῶν κυ­βερ­νη­τι­κῶν ὑ­παλ­λή­λων ἐ­κεί­νων, οἵ­τι­νες φοι­τῶ­σιν εἰς τοὺς να­ούς, ὅ­πως κω­λυ­θῇ ἡ προ­α­γω­γὴ αὐ­τῶν. – Τῷ 1904, κα­τὰ τὴν Μ. Πα­ρα­σκευ­ὴν αἱ εἰ­κό­νες τῆς Σταυ­ρώ­σε­ως τοῦ Χρι­στοῦ ἐ­ξε­βλή­θη­σαν τῶν αἰ­θου­σῶν τῶν δι­κα­στη­ρί­ων. Ἀ­πὸ τῶν να­ῶν πα­ρε­λή­φθη­σαν τὰ χρή­μα­τα, τὰ εἰ­σπρατ­τό­με­να ἐκ μνη­μο­σύ­νων. Ἡ Ἐκ­κλη­σία ἐ­χω­ρί­σθη ἀ­πὸ τοῦ Κρά­τους καὶ ἐ­στε­ρή­θη τῆς ἀ­πὸ τοῦ κεν­τρι­κοῦ τα­μεί­ου ὑ­πο­στη­ρή­ξε­ως. – Τῷ 1905, ἡ Ἐκ­κλη­σία με­τα­βάλ­λε­ται εἰς ἰ­δι­ω­τι­κὸν θρη­σκευ­τι­κὸν σύν­δε­σμον. – Τῷ 1906, γί­νε­ται κα­τα­γρα­φὴ τῶν ἐκ­κλη­σι­α­στι­κῶν πε­ρι­ου­σι­ῶν, συ­νε­πα­γα­γοῦ­σα αἱ­μα­τη­ρὰς πρὸς τοὺς πα­πι­στὰς συμ­πλο­κάς. Ὁ νούν­τσι­ος τοῦ Πά­πα ὑ­πο­στὰς ἀ­στυ­νο­μι­κὴν ἔ­ρευ­ναν ἐ­ξω­ρί­σθη ἐκ Γαλ­λί­ας. Αἱ οἰ­κί­αι τῶν ἐ­πι­σκό­πων καὶ τὰ οἰ­κο­δο­μή­μα­τα τῶν σε­μι­να­ρί­ων κα­τε­γρά­φη­σαν ἐπ’ ὀ­νό­μα­τι τοῦ κεν­τρι­κοῦ τα­μεί­ου. – Τῷ 1907, δι’ ἐγ­κυ­κλί­ου τοῦ Μπρι­ὰν ἐ­δη­μεύ­θη­σαν πάν­τα τὰ κτή­μα­τα, τὰ κλη­ρο­δο­τη­θέν­τα εἰς τὰ ἐκ­κλη­σι­α­στι­κὰ φι­λαν­θρω­πι­κὰ κα­θι­δρύ­μα­τα. – Τῷ 1908, ὑ­πε­βλή­θη­σαν εἰς τὴν Βου­λὴν δύο νο­μο­σχέ­δια πρὸς ὑ­πο­στή­ρι­ξιν τῆς ἀ­θρή­σκου πα­ρα­δό­σε­ως ἐν τοῖς σχο­λεί­οις. – Σή­με­ρον (1909), τέ­λος, ἑ­τοι­μά­ζε­ται ἡ μο­νο­πω­λει­ο­ποί­η­σις οὕ­τως εἰ­πεῖν τῆς δι­δα­σκα­λί­ας διὰ τὸ Κρά­τος, καί, ἑ­πο­μέ­νως, πα­ρα­σκευ­ά­ζε­ται ἡ ἀ­πα­γό­ρευ­σις τοῦ δι­δά­σκε­σθαι τοὺς μα­θη­τάς, οὐ μό­νον ὑ­πὸ μο­να­χῶν καὶ κλη­ρι­κῶν, ἀλ­λὰ καὶ ὑ­πὸ θρη­σκευ­τι­κῶν ὑ­παλ­λή­λων ἐν γέ­νει»…

Σχε­τι­κῶς, καὶ ἡ Θρη­σκευ­τι­κὴ καὶ Ἠ­θι­κὴ Ἐγ­κυ­κλο­παι­δεία, γρά­φει: «Οἱ (φο­βε­ροὶ) δι­ω­γμοὶ τῆς (Γαλ­λι­κῆς) Ἐ­πα­να­στά­σε­ως (1789) ἀ­να­βι­οῦν δι’ ὀ­λί­γον μὲ τὴν ὑ­πὸ τῆς Κομ­μού­νας, τὸ 1870, ἐ­κτέ­λε­σιν τοῦ ἀρ­χι­ε­πι­σκό­που Πα­ρι­σί­ων καὶ 40 πε­ρί­που κλη­ρι­κῶν καὶ μο­να­χῶν, ἐ­νῶ ὀ­λί­γον ἀρ­γό­τε­ρον ἡ ἀ­νελ­θοῦ­σα εἰς τὴν ἐ­ξου­σί­αν τε­κτο­νι­κὴ κυ­βέρ­νη­σις χω­ρί­ζει ἀ­πο­φα­σι­στι­κῶς τὸ κρά­τος ἀ­πὸ τὴν Ἐκ­κλη­σί­αν. Τὸ ἀν­τι­κλη­ρι­κα­λι­στι­κὸν πνεῦ­μα ἐ­ξε­δη­λώ­θη πο­λι­τι­κῶς καὶ κα­τὰ τὰ ἑ­πό­με­να ἔ­τη, μὲ κύ­ρι­ον στό­χον τὴν ἔ­ξω­σιν τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας ἀ­πὸ τὴν ἐκ­παί­δευ­σιν…» (Θ.Η.Ε., τ. 4 σ. 180).

Δὲν εἶ­ναι πα­ρά­δο­ξον τὸ ὅ­τι τὰ ἴ­δια συμ­βαί­νουν σή­με­ρα, με­τὰ ἕ­ναν αἰ­ῶ­να, καὶ εἰς τὴν χώ­ρα μας. «Τὸ κρά­τος, τὸ ὁ­ποῖ­ον προ­η­γου­μέ­νως … ἐ­στή­ρι­ζε τὴν Ἐκ­κλη­σί­αν, ἄλ­λο­τε πρὸς τὸ συμ­φέ­ρον της καὶ ἄλ­λο­τε συν­τεῖ­νον εἰς τὸν δι­α­πο­τι­σμόν της μὲ κο­σμι­κὸν πνεῦ­μα, κα­θί­στα­ται ὁ­λο­νὲν ἐ­χθρι­κώ­τε­ρον ἢ ἁ­πλῶς ἀ­δι­ά­φο­ρον πρὸς τὴν Ἐκ­κλη­σί­αν…» (Αὐ­τό­θι).

Φαί­νε­ται ὅ­τι, με­τὰ τοὺς «ἐξ Ἑ­σπε­ρί­ας» σπό­ρους, ποὺ ἔ­σπει­ρε ὁ νε­ο­ελ­λη­νι­κὸς Δι­α­φω­τι­σμὸς κα­τὰ τὸν ΙΗ΄ αἰ­ῶ­να, ἐ­βλά­στη­σεν ἕ­να νε­ο­ελ­λη­νι­κὸ δέν­δρο κα­τὰ τὸν ΙΘ΄ αἰ­ῶ­να, (μὲ μί­αν «αὐ­το­κέ­φα­λον» Ἐκ­κλη­σί­αν, ποὺ ἀ­δι­α­φο­ροῦ­σε γιὰ τὶς βυ­ζαν­τι­νές της ρί­ζες, καὶ ἕ­να «ἀ­νε­ξάρ­τη­τον» κρά­τος, ποὺ πα­ρα­θε­ω­ροῦ­σε τὸ ἥ­μι­συ τῶν Ἑλ­λή­νων, τῶν εὑ­ρι­σκο­μέ­νων ἐν Μι­κρᾷ Ἀ­σίᾳ), ἁ­πλώ­θη­καν παν­τοῦ τὰ «πα­χιὰ» φύλ­λα τῆς νε­ο­ελ­λη­νι­κῆς ἰ­δε­ο­λο­γί­ας: «Ἀ­νή­κο­μεν εἰς τὴν Δύ­σιν!», κα­τὰ τὸν Κ΄ αἰ­ῶ­να, καὶ ἔ­φθα­σε ἡ ὥ­ρα νὰ δρέ­ψω­με τοὺς πι­κροὺς καρ­ποὺς τοῦ «εὐ­ρω­πα­ϊ­κοῦ ἐκ­συγ­χρο­νι­σμοῦ» μας…

Ἆ­ρά γε, ἡ ἐ­περ­χο­μέ­νη πε­ρι­θω­ρι­ο­ποί­η­σις τῆς Ἑλ­λα­δι­κῆς Ἐκ­κλη­σί­ας θὰ συν­τε­λέ­σῃ σὲ μί­αν ἀ­να­ζω­ο­γό­νη­σιν τῆς πνευ­μα­τι­κῆς δυ­νά­με­ώς της καὶ μί­αν ἀ­φύ­πνι­σιν τῆς χα­μέ­νης αὐ­το­συ­νει­δη­σί­ας τῶν Χρι­στι­α­νῶν σή­με­ρα;

(Διὰ τὴν ἀντιγραφήν, ὁ μονότροπος).

(Πηγή: «Εκκλησιολόγος» 19/7/2010)

[Ψήφοι: 0 Βαθμολογία: 0]