Ορθοδοξία και Ρωμαιοκαθολικισμός (Παπισμός) (Κύριαι Διαφοραί) (Αρχ. Γεώργιος Καψάνης, Ηγούμενος Ιεράς Μονής Οσίου Γρηγορίου Αγίου Όρους)

Σήμερα, αντί άλλου σχολίου, με αφορμή την επίσκεψη του Πάπα στο Οικουμενικό Πατριαρχείο, αλλά και την επικείμενη επίσκεψη του Αρχιεπισκόπου στο Βατικανό, δημοσιεύουμε το βιβλίο του Αρχ. Γεωργίου Καψάνη (που κυκλοφόρησε φέτος) όπου πιστεύουμε από την ανάγνωσή του θα προκύψει πνευματική ωφέλεια.

(ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΣΤΑΜΟΥΛΗΣ, 2006)

Μετά την ανάρρησι του νέου Πάπα, Βενεδίκτου ΙΣΤ’, στον θρόνο της Ρώμης αναγγέλ­θηκε η επανέναρξις του Θεολογικού Διαλό­γου Ορθοδόξων και Ρωμαιοκαθολικών, που είχε διακοπή λόγω του προβλήματος της Ουνίας τον Ιούλιο του 2000. Έχουν γίνει διά­φορες εκτιμήσεις γύρω από την στάσι που θα κρατήση ο νέος Ποντίφηκας απέναντι στα σοβαρά θεολογικά προβλήματα που υ­πάρχουν και δυσχεραίνουν την αποκατά­στασι της εκκλησιαστικής ενότητος. Ανεξάρτητα από αυτές τις εκτιμήσεις, οι Ορθόδοξοι βλέπουμε την αποκατάστασι της εκκλησιαστικής ενότητος ως επιστροφή των Ρωμαιοκαθολικών στην «άπαξ παραδοθείσαν τοις αγίοις πίστιν», από την οποία παρεξέκλιναν με τα αιρετικά δόγματα του παπικού πρωτείου εξουσίας, του αλαθήτου, του Filioque, της κτιστής Χάριτος και άλ­λων. Για να συνειδητοποιηθή τι προσδοκούμε από τον Διάλογο, που φαίνεται πως θα αρχίση πάλι, δημοσιεύουμε με κάποιες τροπο­ποιήσεις ομιλία που είχαμε κάνει το 1998, με θέμα τις βασικές διαφορές Ορθοδόξου Εκκλησίας και Ρωμαιοκαθολικισμού, σε ε­παρχιακή πόλι κατόπιν προσκλήσεως του οικείου Μητροπολίτου, επειδή είχαν παρουσιασθή κρούσματα προσηλυτισμού εις βάρος των Ορθοδόξων εκ μέρους των Ρωμαιοκαθολικών (*).

***

Ένα από τα χαρακτηριστικά της πλου­ραλιστικής εποχής μας είναι η προσπά­θεια προσεγγίσεως των διαφόρων λαών και πολιτισμών. Προς την κατεύθυνσι αυτή κι­νούμενοι εκπρόσωποι των διαφόρων χρι­στιανικών ομολογιών η θρησκειών συνέρ­χονται κατά διαστήματα προς διενέργειαν επισήμων ή ανεπισήμων διαλόγων. Για να γίνη δυνατή η πραγματοποίησις των διαλό­γων αυτών, επιδιώκεται κατ’ αρχήν η εξεύρεσις κάποιων κοινών σημείων μεταξύ των διαλεγομένων μερών. Γι’ αυτό στην παρού­σα ιστορική συγκυρία ίσως να θεωρηθή πα­ράδοξη η απαρίθμησις των διαφορών μετα­ξύ της αγίας Ορθοδόξου πίστεως μας και του Ρωμαιοκαθολικισμού. Όμως ένας επιπόλαιος οικουμενισμός, που παραγνωρίζει τις διαφορές, απομακρύ­νει αντί να φέρη πλησιέστερα την ένωσι. Γι’ αυτόν τον επιπόλαιο οικουμενισμό γράφει ο π. Δημήτριος Στανιλοάε: «Δημιουργείται κάθε τόσο, από την μεγάλη επιθυμία για έ­νωση, ένας εύκολος ενθουσιασμός, που πιστεύει πως μπορεί με την συναισθηματική του θερμότητα να ρευστοποίηση την πρα­γματικότητα και να την ξαναπλάση χωρίς δυσκολία. Δημιουργείται ακόμα και μια δι­πλωματική συμβιβαστική νοοτροπία, πού νομίζει πως μπορεί να συμφιλιώση με αμοι­βαίες υποχωρήσεις δογματικές θέσεις ή γενικώτερες καταστάσεις, που κρατούν τις εκ­κλησίες χωρισμένες. Οι δύο αυτοί τρόποι, με τους οποίους αντιμετωπίζεται -ή παραθεωρείται- η πραγματικότητα, φανερώνουν μία κάποια ελαστικότητα ή κάποια σχετικοποίηση της αξίας που αποδίδεται σ’ ωρι-σμένα άρθρα πίστεως των εκκλησιών. Η σχετικοποίηση αυτή αντικαθρεφτίζει ίσως την πολύ χαμηλή σημασία, που ωρισμένες χριστιανικές ομάδες -στο σύνολό τους ή σ’ ωρισμένους από τους κύκλους τους- δίνουν σ’ αυτά τα άρθρα της πίστεως. Προτείνουν πάνω σ’ αυτά, από ενθουσιασμό ή διπλω­ματική νοοτροπία, συναλλαγές και συμβιβα­σμούς, ακριβώς γιατί δεν έχουν τίποτα να χάσουν με αυτά πού προτείνουν. Οι συμβιβασμοί όμως αυτοί παρουσιάζουν μεγά­λο κίνδυνο για Εκκλησίες, όπου τα αντί­στοιχα άρθρα έχουν σπουδαιότητα πρώτης γραμμής. Για τις Εκκλησίες αυτές παρόμοι­ες προτάσεις συναλλαγής και συμβιβασμού ισοδυναμούν με απροκάλυπτες επιθέσεις» [1]. Υπάρχει και άλλος λόγος που πρέπει να γνωρίζουμε τις διαφορές. Η διατήρησις σε κατάστασι εγρηγόρσεως της δογματικής συν­ειδήσεως των Ορθοδόξων. Ζούμε σε εποχή συγχύσεως, διαχριστιανι­κού και διαθρησκειακού συγκρητισμού (α­ναμείξεως), προωθήσεως της λεγομένης «Νέ­ας Εποχής». Το πλήρωμα της Εκκλησίας μας επηρεάζεται. Πρόσφατα Καθηγητής του Πανεπιστημί­ου Αθηνών έγραφε ότι ημπορεί να ανάψη κερί μπροστά στην εικόνα της Παναγίας, ό­πως και μπροστά στο άγαλμα μιας από τις θεές του Ινδουισμού. Είναι επιτακτικό ποιμαντικό καθήκον των Ποιμένων της Εκκλησίας μας να ομολογούν την Ορθόδοξο Πίστι χωρίς συμβιβασμούς, όταν διαλέγωνται με τους ετεροδόξους, αλ­λά και να την διδάσκουν στον Ορθόδοξο λαό, και μάλιστα εκεί που αυτή συγχέεται λόγω αγνοίας των διαφορών με τα άλλα δόγματα και τις άλλες θρησκείες. Πολύ περισ­σότερο να την διδάσκουν και να δείχνουν τις διαφορές σε περιοχές όπου άμεσα ή έμμε­σα ασκείται προσηλυτισμός. Η συμβουλή του μεγάλου Αποστόλου Παύλου προς τους επισκόπους και πρεσβυτέρους της Εκκλησί­ας αντηχεί και σήμερα: «Προσέχετε ουν εαυτοίς και παντί τω ποιμνίω, εν ω υμάς το Πνεύμα το Άγιον έθετο επισκόπους, ποιμαίνειν την Εκκλησίαν του Θεού, ην περιεποιήσατο δια του ιδίου αίματος» [2]. Ας εξετάσουμε τις σπουδαιότερες διαφο­ρές.

α) Το Κράτος του Βατικανού

Βατικανό είναι το κέντρο του διοικητι­κού μηχανισμού-συστήματος της Ρωμαιοκαθολικής-Παπικής Εκκλησίας και του Παπικού κράτους. Ο Πάπας είναι αρχηγός της Ρω­μαιοκαθολικής Εκκλησίας και συγχρόνως αρχηγός του κράτους του Βατικανού, που διαθέτει υπουργούς, οικονομία, παλαιότερα στρατό και σήμερα αστυνομία, διπλωματία και ό,τι άλλο συνιστά ένα κράτος. Γνωρίζουμε όλοι πόσοι αιματηροί και μα­κροχρόνιοι πόλεμοι έγιναν στο παρελθόν α­πό τους Πάπες, και μάλιστα κατά τον «περί περιβολής αγώνα» που ήρχισε επί Πάπα Γρηγορίου του Ζ’ το 1075 και διήρκεσε 200 έτη. Σκοπός των πολέμων αυτών ήτο η εξασφάλισις αλλά και η επέκτασις του κράτους του Βατικανού. Και σήμερα παρά την εδα­φική του σμίκρυνσι το Βατικανό αναμιγνύε­ται ενεργώς και προωθεί λύσεις υπέρ των συμφερόντων του, με αποτέλεσμα να πλήτ­τονται άλλοι λαοί και μάλιστα Ορθόδοξοι, όπως πρόσφατα στον πόλεμο Κροατών και Μουσουλμάνων κατά των Ορθοδόξων Σέρβων. Ο Πάπας στις διάφορες χώρες εκπροσω­πείται από τον Νούντσιο, που είναι ο οφθαλ­μός και το αυτί του. Στην Αθήνα υπάρχει ο Λατίνος Αρχιεπίσκοπος, ο Ουνίτης Επίσκο­πος και ο Νούντσιος. Τρεις εκπρόσωποι του Πάπα. Αυτές οι παποκαισαρικές αξιώσεις συνοψίζονται χαρακτηριστικά σε όσα είπε ο Πάπας Ιννοκέντιος ο Γ’ (1198-1216), ο με­γαλύτερος από τους μεσαιωνικούς Πάπες, στον ενθρονιστήριο λόγο του: «Ο έχων την νύμφην είναι ο νυμφίος. Αλλά η νύμφη αύτη (η Εκκλησία) δεν συνεζεύχθη με κενάς τας χείρας, αλλά προσέφερεν εις εμέ ασύγκριτον πολύτιμον προίκα, δηλονότι την πληρότητα των πνευματικών αγαθών και την ευρύτητα των κοσμικών, το μεγαλείον και την αφθονίαν αμφοτέρων… Ως σύμβολον των κοσμικών αγαθών μοι έδωσε το Στέμμα, την Μίτραν υπέρ της Ιερωσύνης, το Στέμμα δια την βασιλείαν και με κατέστησεν αντιπρόσωπον Εκείνου εις το ένδυμα και τω μηρώ του οποίου εγράφη: ο Βασι­λεύς των βασιλευόντων και Κύριος των κυρίων» [3]. Κατά την δυτική παράδοσι, ο αυτο­κράτορας ώφειλε να κρατά το χαλινάρι και τον αναβολέα του παπικού ίππου στις επί­σημες συναντήσεις, καταδεικνύοντας έτσι την υποταγή του στον Πάπα. Η συνύπαρξις στο ίδιο πρόσωπο εκκλη­σιαστικής και πολιτικής αρχής είναι κατά την διδασκαλία του Κυρίου μας και των αγί­ων Αποστόλων απαράδεκτη. Είναι γνωστή η ρήσις του Κυρίου· «Απόδοτε τα Καίσαρος Καίσαρι και τα του Θεού τω Θεώ» [4]. Την συνύπαρξι αυτή ο άγιος Νικόδημος ο Α­γιορείτης χαρακτηρίζει «μίξιν άμικτον και τέρας αλλόκοτον» [5]. Είναι σημείο φοβέρας εκκοσμικεύσεως της Εκκλησίας η σύγχυσις των δυο εξουσιών, της πνευματικής και κο­σμικής· των δυο βασιλείων, του ουρανίου και του επιγείου. Έτσι η Εκκλησία υποκύ­πτει στον δεύτερο πειρασμό του Χρίστου από τον διάβολο, που του ζήτησε να τον προσκύνηση, για να του δώση την εξουσία όλων των βασιλείων του κόσμου. Ο Κύριος τότε του απήντησε: «Κύριον τον Θεόν σου προσκυνήσεις και αυτώ μόνω λατρεύσεις» [6]. Ας θυμηθούμε τον Μέγα Ιεροεξεταστή του Ντοστογιέφσκι. Από αυτήν την άμικτον μίξιν επηρεάζεται δυσμενώς και εκκοσμικεύεται όλος ο θεσμός της Εκκλησίας. Αυτή ή διαφορά μας με το Βατικανό εί­ναι σημαντική και θα πρέπει να συζητηθή στον διεξαγόμενο διάλογο. Πώς μπορεί η Α­γία Ορθόδοξος Εκκλησία να ενωθή με Εκ­κλησία που είναι και Κράτος; Ας σημειωθή εδώ ότι άλλο κρατική εξου­σία και άλλο κατ’ οικονομίαν ανάληψις πρόσ­καιρου εθναρχικής αποστολής προς παρηγορίαν και στηριγμόν των εις καθεστώς δου­λείας ευρισκομένων μελών της Εκκλησίας. Ή Εκκλησία μας πάντοτε σε δύσκολες ιστο­ρικές περιόδους δουλείας και καταπιέσεως ανέθετε στον Πατριάρχη και στους επισκό­πους καθήκοντα Εθνάρχου. Ο Εθνάρχης ό­μως έχει εντελώς διαφορετικό ρόλο από τον πρωθυπουργό ή τον πρόεδρο της δημοκρα­τίας, οι οποίοι έχουν επωμισθή την κρατική εξουσία. Ο Εθνάρχης είναι προστάτης του διωκομένου και βασανιζομένου Ορθοδόξου λαού. Είναι γενικώς γνωστό πόσο σημαντι­κή αποστολή διεδραμάτισαν οι Οικουμενι­κοί Πατριάρχες ως Εθνάρχες, όχι μόνο των Ορθοδόξων Ελλήνων, αλλά όλων των Ορθοδόξων λαών κατά την περίοδο της Τουρ­κοκρατίας, πολλοί εκ των οποίων πλήρω­σαν τον ρόλο τους με το αίμα τους, διότι εβασανίσθησαν και εθανατώθησαν από τους Τούρκους, όπως λ. χ. ο άγιος Γρηγόριος Ε’. Ας έλθωμε τώρα και στις άλλες θεολογι­κές διαφορές.

β) Το Filioque

Πρόκειται για την γνωστή προσθήκη «και εκ του Υιού» στο περί Αγίου Πνεύμα­τος άρθρο του Συμβόλου της Πίστεως. Κατά την διδασκαλία τους αυτή, το Άγιο Πνεύμα εκπορεύεται όχι μόνον εκ του Πατρός, ό­πως λέγει ο Κύριος στο ιερό Ευαγγέλιο, αλ­λά και εκ του Υιού. Πρώτος ο Μ. Φώτιος και ακολούθως πολλοί μεγάλοι Πατέρες, ό­πως ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς, ο άγιος Μάρκος ο Ευγενικός και άλλοι εστηλίτευσαν με ακαταμάχητα επιχειρήματα την αιρε­τική αυτή προσθήκη. Γράφει ο Μέγας Φώτιος: «Ο Κύριος και ο Θεός ημών φησί, “το Πνεύμα, ο παρά του Πατρός εκπορεύεται”· οι δε της καινής ταύ­της δυσσεβείας πατέρες, “το Πνεύμα, φησίν, ο παρά του Υιού εκπορεύεται”. Τις ου κλεί­σει τα ώτα προς την υπερβολήν της βλασφη­μίας ταύτης; Αύτη κατά των Ευαγγελίων ίσταται, προς τας αγίας παρατάσσεται Συνόδους, τους μακαρίους και αγίους παραγράφεται πατέρας, τον Μ. Αθανάσιον, τον εν θεολογία περιβόητον Γρηγόριον, την βασίλειον της Εκκλησίας στολήν, τον Μ. Βασίλειον, το χρυσούν της οικουμένης στόμα, το της σοφίας πέλαγος, τον ως αληθώς Χρυσόστομον. Και τί λέγω τον δείνα ή τον δεί­να; Κατά πάντων ομού των αγίων προφη­τών, αποστόλων, ιεραρχών, μαρτύρων και αυτών των δεσποτικών φωνών η βλάσφη­μος αύτη και θεομάχος φωνή εξοπλίζεται» [7]. Σύμφωνα με την διδασκαλία των αγίων Πατέρων ή προσθήκη αύτη είναι αντιευαγγελική. Ο Κύριος ρητώς λέγει ότι το Άγιο Πνεύμα εκπορεύεται εκ του Πατρός. Το Filioque θίγει το ίδιο το Τριαδικό μυστήριο, για­τί εισάγει δυαρχία στην Αγία Τριάδα και εκλογικεύει το υπέρλογο Μυστήριο, δηλα­δή προσπαθεί να το προσέγγιση λογικά και όχι δια της πίστεως. Είναι χαρακτηριστικά όσα λέγει εν προ­κειμένω ο Vl. Lossky: «Εάν εις την πρώτην περίπτωσιν (την του Filioque) η πίστις αναζητή την νόησιν δια να μεταθέση την αποκάλυψιν επί του πεδίου της φιλοσοφίας, εν τη δευτέρα περιπτώσει (εν τη Ορθοδόξω Τριαδολογία) η νόησις αναζητεί τας πραγματικότητας της πίστεως, δια να μεταμορφωθή παραδιδομένη επί μάλλον εις τα μυστήρια της αποκαλύψεως. Επειδή το δόγμα της Τρι­άδος αντιπροσωπεύει την ουσίαν πάσης θε­ολογικής σκέψεως, ανερχόμενον εκ της πε­ριοχής, την οποίαν οι Έλληνες Πατέρες ωνόμαζον κατ’ εξοχήν θεολογίαν, αντιλαμ­βάνεται τις ότι μια διαφορά επί του ουσιώ­δους τούτου σημείου, όσον ασήμαντος και εάν παρουσιασθή εκ πρώτης όψεως, έχει μίαν τόσο αποφασιστικήν σημασίαν» [8]. Πρό­κειται περί «ενός φιλοσοφικού ανθρωπομορφισμού, ο οποίος δεν έχει τίποτε το κοινόν με τον θεοφανειακόν ανθρωπομορφισμόν της Βίβλου». [9] «Δια του δόγματος του Filioque ο Θεός των φιλοσόφων και των επι­στημόνων εισάγεται εις τους κόλπους του ζώντος Θεού, λαμβάνει την θέσιν του Deus abskonditus, όστις “έθετο σκότος αποκρυφήν αυτού”. Η άγνωστος ουσία του Πατρός, του Υιού και του Αγίου Πνεύματος δέχεται χαρακτηρισμούς θετικούς. Γίνεται το αντι­κείμενο μιας φυσικής θεολογίας: Είναι εις “γενικός Θεός” ο οποίος θα ηδύνατο να είναι εξ ίσου ο Θεός του Descartes ή του Leibnitz και ακόμη -τις είδε- πιθανόν, εν τινι μέτρω, ο Θεός του Βολταίρου και των αποχριστιανισθέντων θεϊστών του 18ου αιώ­νος» [10]. Αλλά και ο Παναγιώτατος Οικουμενικός Πατριάρχης, ομιλών στο Πανεπιστήμιο Θεσ­σαλονίκης κατά την 1ην Οκτωβρίου 1997, έδειξε την ιδιαιτέρα σπουδαιότητα των επι­πτώσεων του Filioque στην Εκκλησιολογία [11]. Και αυτό είναι πολύ σημαντικό, γιατί κά­ποιοι Ορθόδοξοι και ετερόδοξοι υποστηρί­ζουν ότι Ανατολή και Δύσις εξέφραζαν με διαφορετικό τρόπο την ίδια αποστολική παράδοσι και αυτή δήθεν είναι η Φωτιανή παράδοσις. Μόνο με φοβερή παραποίησι της Ιστορίας ημπορεί να διατυπώνωνται τέτοιες απόψεις, και μάλιστα να αποδίδωνται στον Μέγα Φώτιο, τον κατ’ εξοχήν ομολογητή της Ορθοδοξίας, που σθεναρώς ήλεγξε την κακοδοξία του Filioque.

γ) Η κτιστή Χάρις

Όταν τον 14ον αιώνα ο Δυτικός μοναχός Βαρλαάμ ήλθε στο Βυζάντιο και εκήρυττε κτιστήν (δηλαδή κτίσμα) την Χάριν του Θεού, τότε οι Ορθόδοξοι δια του αγίου Γρηγορίου του Παλαμά ωμολόγησαν άκτιστον την θείαν Χάριν. Είναι σημαντική και αυτή η διαφορά. Εάν η θεία Χάρις είναι κτιστή, δεν ημπο­ρεί να θεώση τον άνθρωπο. Σκοπός της εν Χριστώ ζωής, εάν η θεία Χάρις είναι κτιστή, δεν ημπορεί να είναι η θέωσις αλλά η ηθική βελτίωσις. Γι’ αυτό οι Δυτικοί δεν ομιλούν περί θεώσεως ως σκοπού της ζωής του αν­θρώπου, αλλά περί ηθικής τελειώσεως· ότι οφείλουμε να γίνουμε καλύτεροι άνθρωποι, όχι όμως θεοί κατά χάριν. Κατά συνέπειαν η Εκκλησία δεν ημπορεί να είναι κοινωνία θεώσεως, αλλά ίδρυμα παρέχον στους αν­θρώπους την δικαίωσι κατά ένα νομικίστι­κο και δικανικό τρόπο δια μέσου της κτι­στής χάριτος. Σε τελική δηλαδή ανάλυσι, καταλύεται ή ιδία ή αλήθεια της Εκκλησίας ως πραγματικότης θεανθρωπίνης κοινωνίας. Στην περίπτωσι αυτή τα Μυστήρια της Εκκλησίας δεν είναι σημεία της παρουσίας του Θεού στην Εκκλησία και της κοινωνίας με την άκτιστο Χάρι του Θεού, αλλά κατά κάποιον τρόπο “βρύσες”, που ανοίγει ή Εκ­κλησία και ρέει κτιστή χάρις, με την οποία περιμένουν οι άνθρωποι να ωφεληθούν και να δικαιωθούν νομικά. Έτσι και τα Μυστή­ρια εκλαμβάνονται δικανικά και όχι εκκλησιολογικά. Η άσκησις επίσης εκπίπτει σε ηθι­κή γυμναστική. Ο αγωνιζόμενος Χριστιανός δεν ημπορεί να λάβη εμπειρία της ακτίστου Χάριτος. Δεν θεάται το άκτιστο, θαβώρειο Φως. Άρα μένει απαράκλητος και ανέρα­στος, κατά τον Μέγαν Παλαμάν, του θείου Φωτός. Δεν μετέχει στην δόξα, την λαμπρό­τητα και την Βασιλεία του Τριαδικού Θεού. Έτσι και η θεολογία χωρίς την πείρα του ακτίστου Φωτός γίνεται σχολαστική και διανοητική. Ο άνθρωπος μένει κλεισμένος στην σκοτεινή φυλακή του παρόντος κό­σμου χωρίς άνοιγμα και πρόγευσι της ερχό­μενης Βασιλείας. Η Ορθόδοξος Εκκλησία μας με τις μεγά­λες Συνόδους του 14ου αιώνος επεκύρωσε την διδασκαλία περί της διακρίσεως ουσίας και ενεργείας του Θεού και περί των ακτίστων Ενεργειών Του και του ακτίστου Φωτός, και κατέστησε αυτήν θεολογία της. Ανεκήρυξε τον άγιο Γρηγόριο τον Παλαμά απλανή διδάσκαλο και φωστήρα της Εκκλη­σίας, και ανεθεμάτισε τους μη δεχομένους την διδασκαλία αυτή. Οι παπικοί μέχρι σή­μερα δεν έχουν αποδεχθή την διδασκαλία αυτή και αρκετοί πολεμούν τον άγιο Γρηγό­ριο τον Παλαμά. Είναι και αυτή σημαντική διαφορά, που δεν έχει συζητηθή στον θεολογικό διάλογο και επιβάλλεται να συζητηθή. Γιατί, εάν οψέ ποτε γίνη ένωσις, ημπορούμε εμείς να πι­στεύουμε σε άκτιστο Χάρι και αυτοί σε κτι­στή; Ας θυμηθούμε εδώ τον λόγο του αγίου Γρηγορίου του Θεολόγου προς τους Πνευματομάχους: «Ει μη Θεός το Πνεύμα το άγιον, θεωθήτω πρώτον, και ούτω θεούτω με τον ομότιμον» [12]. Ακράδαντος πίστις της Ορθοδόξου Εκ­κλησίας είναι ότι η θεία Χάρις είναι άκτιστος ενέργεια του Τριαδικού Θεού και οράται μυστικώς και απορρήτως από τους τε­λείους και αγίους ως άκτιστον Φως, ως θαβώρειον Φως. Αύτη είναι ή εμπειρία της Εκ­κλησίας, όπως την εβίωσαν οι Άγιοι δια μέσου των αιώνων. Κατά τον άγιο Μάρκο Εφέσου τον Ευγε­νικό, «Και ημείς μεν, της ακτίστου και Θείας φύσεως άκτιστον και την θέλησιν και την ενέργειαν είναί φαμεν, κατά τους Πατέρας· ούτοι δε (οι λατινίζοντες) μετά των Λατί­νων και του Θωμά, την μεν θέλησιν ταυτόν τη ουσία, την δε θείαν ενέργειαν κτιστήν είναι λέγουσι, κάν τε θεότης ονομάζοιτο, κάν τε θείον και άϋλον φως, κάν τε Πνεύμα άγιον, κάν τε τι τοιούτον έτερον· και ούτω κτιστήν θεότητα και κτιστόν θείον φως και κτιστόν Πνεύμα άγιον τα πονηρά πρεσβεύουσι κτίσματα» [13]. Παραδείγματα και προσωπικές μαρτυρί­ες συγχρόνων αγίων γερόντων, όπως οι μα­καριστοί γέροντες Σωφρόνιος και Παίσιος, επιβεβαιώνουν του λόγου το αληθές. Ο μα­καριστός μάλιστα γέρων Σωφρόνιος Σαχάρωφ, αγιορείτης και ιδρυτής της Σταυροπηγιακής Μονής του Τιμίου Προδρόμου στο Έσσεξ της Αγγλίας, εξέφρασε την εμπειρία του ακτίστου Φωτός στα σπουδαία βιβλία, τα οποία έγραψε και μας άφησε ως παρακα­ταθήκη από αγάπη [14].

δ) Πρωτείον εξουσίας, αλάθητο

Με την διδασκαλία του Filioque, περί της «και εκ του Υιού εκπορεύσεως του Αγίου Πνεύματος», εισάγεται δυαρχία στην Αγία Τριάδα, που συνιστά διθεΐα [15], και υποτιμά­ται το Άγιο Πνεύμα [16]. Η υποτίμησις αυτή του Αγίου Πνεύματος δημιούργησε ένα σο­βαρό κενό στην Εκκλησία, που έπρεπε κά­ποιος να αναπληρώση. Αυτό θέλησε να το κάνη ένας άνθρωπος, και αυτός είναι ο Πά­πας. Έτσι το δια του Αγίου Πνεύματος αλά­θητο της Εκκλησίας μεταβιβάζεται σ’ έναν άνθρωπο “αλάθητο” και εξουσιαστή όλης της Εκκλησίας. Για να μη αδικήσουμε την Ρωμαιοκαθολι­κή Εκκλησία, παραθέτουμε στην συνέχεια χαρακτηριστικό απόσπασμα από την «Δο­γματική Διάταξη περί Εκκλησίας», ένα από τα βιβλία που περιέχουν τις αποφάσεις της Β’ Βατικανείου Συνόδου, της κατά τους Ρω­μαιοκαθολικούς 20ής οικουμενικής [17]: «Αλλά ο Σύλλογος, ή το Σώμα των Επι­σκόπων, δεν έχει εξουσία, αν δεν βρίσκεται σε κοινωνία με τον Επίσκοπο Ρώμης, τον διάδοχο του Πέτρου και Κεφαλή του Συλλόγου, διότι παραμένει ακέραιη η εξουσία του Πρωτείου πάνω σ’ όλους τους ποιμένες και τους πιστούς. Πραγματικά, ο Επίσκο­πος Ρώμης με το αξίωμά του ως αντιπροσώ­που του Χριστού και ποιμένα όλης της Εκκλησίας, έχει πλήρη, υπέρτατη και παγκόσμια εξουσία μέσα στην Εκκλησία, την ο­ποία μπορεί πάντοτε ελεύθερα να εξασκεί… Ο Επίσκοπος Ρώμης, σαν διάδοχος τον Πέ­τρου, είναι η διαρκής και ορατή Αρχή και το θεμέλιο της ενότητας, τόσο των Επισκό­πων, όσο και του πλήθους των πιστών» [18]. Παραθέτουμε σχετικά αποσπάσματα και από την επίσημη «Κατήχηση της Καθολικής Εκκλησίας»: «Η μοναδική Εκκλησία του Χριστού… είναι εκείνη, τη διαποίμανση της οποίας ο Σωτήρας μας, μετά την Ανάσταση Του, α­νέθεσε στον Απόστολο Πέτρο (βλ. Ιω. 21, 17), κι εμπιστεύθηκε σ’ αυτόν και στους άλ­λους Αποστόλους τη διάδοση και τη διακυ­βέρνησή της… Αυτή η Εκκλησία, που έχει συσταθεί και οργανωθεί σαν κοινωνία μέ­σα στον κόσμο, ενυπάρχει στην Καθολική Εκκλησία, πού διοικείται από το διάδοχο του Αποστόλου Πέτρου κι από τους επι­σκόπους πού βρίσκονται σε κοινωνία μαζί του» [19]. «Ο σύλλογος των επίσκοπων ασκεί την εξουσία πάνω σε όλη την Εκκλησία με επίσημο τρόπο την Οικουμενική Σύνοδο”. “Δεν μπορεί να υπάρξει Οικουμενική Σύνοδος αν δεν επικυρωθεί, ή τουλάχιστον αν δεν γίνει δεκτή, από τον διάδοχο του Πέτρου”» [20]. «Αυτό το αλάθητο έχει ο επίσκο­πος Ρώμης, κεφαλή του συλλόγου των επι­σκόπων, χάρη στο αξίωμά του, όταν, σαν πρώτος ποιμένας και διδάσκαλος όλων των πιστών, πού στηρίζει στην πίστη τους αδελ­φούς του, διακηρύσσει με οριστική πράξη μία διδασκαλία σχετική με την πίστη και την ηθική..» [21]. «[…] Για την κανονική χειρο­τονία ενός επισκόπου απαιτείται σήμερα ει­δική άδεια του επισκόπου Ρώμης, λόγω της ιδιότητας του να είναι υπέρτατος ορατός σύνδεσμος της κοινωνίας μεταξύ των τοπι­κών Εκκλησιών μέσα στη μία Εκκλησία και εγγύηση για την ελευθερία τους» [22]. Είναι ακόμη αξιοπρόσεκτο ότι ο Πάπας σε επίσημα κείμενα δεν υπογράφει ως Επί­σκοπος Ρώμης, αλλά ή ως Επίσκοπος της καθολικής Εκκλησίας ή απλώς με το όνομά του, π.χ. Ιωάννης-Παύλος Β’ [23]. Προφανώς θεωρεί τον εαυτόν του ως Υπερεπίσκοπον η ως Επίσκοπον των Επισκόπων. Το δόγμα του “αλαθήτου” αναγνωρίσθη­κε και τονίσθηκε περισσότερο από την Β’ Βατικάνειο Σύνοδο: «Λυτή η θρησκευτική υποταγή (submission) της θελήσεως και του νου πρέπει να δεικνύεται κατά έναν ειδικό τρόπο στην αυθεντική διδακτική εξουσία του Ρωμαίου Ποντίφηκος, ακόμη και όταν δεν ομιλή ex cathedra» [24]. Δηλώνεται με τα παραπάνω ότι το αλά­θητο επεκτάθηκε σε κάθε απόφασι του Πά­πα. Δηλαδή, ενώ με την Α’ Βατικάνειο Σύνοδο μόνον οι από καθέδρας και με την χρήσι του όρου definimus (ορίζομεν) αποφάσεις του Πάπα ήσαν αλάθητοι, η Β’ Βατικάνειος Σύνοδος αποφάνθηκε, ότι ο Πάπας είναι αλάθητος όχι μόνον όταν αποφαίνεται επι­σήμως ως Πάπας αλλά οσάκις αποφαίνεται. Είναι ακόμη φανερό από τα ανωτέρω, ό­τι ή οικουμενική συνοδός γίνεται ένα συμ­βουλευτικό σωματείο των Πάπων. Το αλά­θητο στην Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία δεν ανήκει στην οικουμενική συνοδό, αλλά στον Πάπα. Ποιός όμως ανεκήρυξε τον Πάπα α­λάθητο; Η λαθητή σύνοδος; Με αυτόν τον τρόπο η συνοδική αρχή, η παραδοθείσα από τους άγιους Αποστό­λους, αντικαθίσταται από την παποκεντρική αρχή. Ο “αλάθητος” Πάπας καθίσταται κέντρο και πηγή ενότητος της Εκκλησίας, που σημαίνει ότι η Εκκλησία έχει ανάγκη από έναν άνθρωπο για να την διατηρή σε ενότητα. Έτσι παραμερίζεται και υποβαθμίζεται η θέσις του Χριστού και του Αγίου Πνεύματος. Και ακόμη με την μεταφορά του αλαθήτου από το Άγιο Πνεύμα στο πρόσωπο του Πάπα περιορίζεται ή εσχατο­λογική προοπτική της Εκκλησίας μέσα στην ιστορία και καθίσταται εγκοσμιοκρατική. Οι Ορθόδοξοι με βαθειά λύπη, αν μη και με ιερά αγανάκτησι, διαβάζουμε τις ανωτέ­ρω αποφάσεις. Τις θεωρούμε βλασφημία κατά του Αγίου Πνεύματος. Έτσι κατανοούμε τον αυστηρό αλλά και φιλάνθρωπο λόγο του μακαριστού π. Ιουστίνου Πόποβιτς: «Εις την ιστορίαν του ανθρωπίνου γένους υπάρ­χουν τρεις κυρίως πτώσεις: του Αδάμ, του Ιούδα, του Πάπα» [25]. Παρόμοια αυστηρή γλώσσα με αυτήν του π. Ιουστίνου Πόποβιτς χρησιμοποίησε η Ορθόδοξος Εκκλησία δια μέσου των αιώνων. Στις παπικές αξιώσεις για το πρωτείο εξου­σίας και το αλάθητο οι Ορθόδοξοι αντέτασσαν πάντοτε την Ορθόδοξη Εκκλησιολογία: Κατά τον Μητροφάνη Κριτόπουλο, Πα­τριάρχη Αλεξανδρείας: «Ουδέποτε ηκούσθη άνθρωπον θνητόν και μυρίαις αμαρτίαις ένοχον κεφαλήν λέγεσθαι της Εκκλησίας. Ε­κείνος γαρ άνθρωπος ων θανάτω υπόκειται. Εν όσω δε άλλος εκλεχθή εις διαδοχήν εκεί­νου, ανάγκη εν τοσούτω την Εκκλησίαν ακέφαλον είναι. Αλλ’ ώσπερ σώμα δίχα κεφα­λής ουδ’ εν ριπή γουν στήναι δυνατόν, ού­τω την Εκκλησίαν δίχα της προσηκούσης αυτή κεφαλής μείναι καν βραχεί αδύνατον. Τοιγαρούν αθανάτου κεφαλής χρεία τη Εκ­κλησία, ίνα πάντοτε ζώσα και ενεργής η, καθάπερ και η κεφαλή…Έστι δε τοιαύτη κεφαλή της Καθολικής Εκκλησίας ο Κύριος Ιησούς Χριστός, ος εστί η κεφαλή πάντων, εξ ου παν το σώμα συναρμολογείται…» [26]. Κατά δε τον Δοσίθεο Ιεροσολύμων, στην γνωστή «Ομολογία» του επί Τουρκοκρατίας (1672): «Της Καθολικής Εκκλησίας (αναφέ­ρεται στην Ορθόδοξη Εκκλησία), επειδή θνητός άνθρωπος καθόλου και αϊδιος κεφα­λή είναι ου δύναται, αυτός ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός εστι κεφαλή και αυτός τους οίακας έχων εν τη της Εκκλησίας κυ­βερνήσει, πηδαλιουχεί (αυτήν) δια των αγί­ων πατέρων» [27]. Το 1895 η Σύνοδος του Οικουμενικού Πατριαρχείου, επί Πατριάρχου Ανθίμου Ζ’, εξέδωσε μία εξαιρετικής σπουδαιότητος εγ­κύκλιο προς τον ιερόν κλήρον και το ευσε­βές πλήρωμα του πατριαρχικού θρόνου Κων­σταντινουπόλεως, εις απάντησιν εγκυκλίου επιστολής του Πάπα Λέοντος ΙΓ’, ο οποίος απευθυνόμενος προς τους ηγεμόνας και τους λαούς της οικουμένης και προς την Ορθόδοξο Εκκλησία, τους προσκαλούσε να προσέλ­θουν στην παπική Εκκλησία, αφού αναγνω­ρίσουν το αλάθητο, το πρωτείο εξουσίας και την παγκόσμιο εξουσία του Πάπα εφ’ ό­λης της Εκκλησίας. Παραθέτουμε απόσπα­σμα: «Η ορθόδοξος ανατολική και καθολική του Χριστού Εκκλησία, εκτός του αφράστως ενανθρωπήσαντος Υιού και Λόγου του Θεού, ουδένα άλλον γινώσκει αλάθητον επί γης υπάρξαντα’ και αυτός ο απόστολος Πέτρος, ούτινος διάδοχος οίεται είναι ο πά­πας, τρις ηρνήθη τον Κύριον, και ηλέγχθη δις υπό του αποστόλου Παύλου ως μη ορθοποδών προς την αλήθειαν του Ευαγγελίου» [28]. […] Ενώ η Ορθόδοξος Εκκλησία δια­τηρεί την ευαγγελικήν πίστιν ανόθευτον, «η νυν Ρωμαϊκή εστιν Εκκλησία των καινο­τομιών, της νοθεύσεως των συγγραμμάτων των εκκλησιαστικών Πατέρων και της πα­ρερμηνείας της τε Αγίας Γραφής και των ό­ρων των αγίων Συνόδων διό και ευλόγως και δικαίως απεκηρύχθη και αποκηρύσσε­ται, εφ’ όσον αν εμμείνη εν τη πλάνη αυτής. “Κρείσσων γαρ επαινετός πόλεμος”, λέγει και ο θείος Γρηγόριος ο Ναζιανζηνός “ειρήνης χωριζούσης Θεού» [29]. Στο σημείο αυτό θα ήθελα να απαντήσω σε κάποια πιθανή ένστασι. Τελευταία ο Πάπας και Ρωμαιοκαθολικοί θεολόγοι ομιλούν πότε-πότε ευφήμως για την Ορθόδοξο Εκκλησία μας και προβαί­νουν σε κάποιες φιλορθόδοξες εκδηλώσεις. Μήπως κάτι άλλαξε, που δικαιολογεί και την εκ μέρους ημών των Ορθοδόξων αλλαγή στά­σεως έναντι του Παπισμού; Υπάρχουν πράγματι μεμονωμένα πρόσ­ωπα Ρωμαιοκαθολικών, που με ειλικρίνεια εκφράζουν φιλορθόδοξες θέσεις. Η επίσημη γραμμή και πολιτική του Βατι­κανού ωστόσο είναι διαφορετική. Το Βατι­κανό χρησιμοποιεί διγλωσσία. Όταν απευ­θύνεται σε εμάς χρησιμοποιεί εκφράσεις α­γάπης. Άλλοτε, και κυρίως όταν απευθύνε­ται προς τους Ρωμαιοκαθολικούς, χρησιμο­ποιεί τις παλαιές γνωστές σκληρές θέσεις του. Επίσης δεν πρέπει να λησμονούμε, ότι κάθε φιλορθόδοξη δήλωσι δεν αναφέρεται οπωσδήποτε στην Ορθόδοξο Εκκλησία αλ­λά γενικά στην Ανατολική Εκκλησία, που για πολλούς Ρωμαιοκαθολικούς ταυτίζεται με τις ουνιτικές κοινότητες. Παραπέμπουμε σε κείμενο του μακαρι­στού καθηγητού της Καινής Διαθήκης της θεολογικής σχολής του πανεπιστημίου Αθη­νών Ιωάννου Παναγοπούλου, που κάθε άλ­λο παρά ημπορεί να χαρακτηρισθή ως αντι-οικουμενιστής, ο οποίος σχολιάζοντας την εγκύκλιο με θέμα την ένωσι των Εκκλησιών, που απηύθυνε την 25η Μαΐου 1995 ο Πάπας Ιωάννης-Παύλος Β’ προς τους Ρωμαιοκαθο­λικούς και όλους τους χριστιανούς, αναφέ­ρει: «[…] Στην Ορθόδοξη Εκκλησία (η εγκύ­κλιος) ιδιαίτερα αφιερώνει αρκετές παρα­γράφους (50-61). Ενώ ως προς τις άλλες χρι­στιανικές κοινότητες αποδέχεται, ότι διατη­ρούν ωρισμένα γνήσια στοιχεία της χριστια­νικής αλήθειας και αγιότητος (10-13), αντί­θετα η Ορθόδοξη Εκκλησία αναγνωρίζεται ως αδελφή Εκκλησία, ο άλλος “πνεύμονας” του σώματος του Χριστού (54), η οποία ωστόσο βρίσκεται χωρισμένη από την Ρωμαιο­καθολική Εκκλησία. Αναγνωρίζονται επί­σης ευθέως η αποστολική διαδοχή και τα Μυστήρια της και τιμάται ειλικρινά ο πνευ­ματικός και λειτουργικός πλούτος της. Ωσ­τόσο, παρά την παραχώρηση αυτή, υπονο­είται σαφώς, ότι και η Ορθόδοξη Εκκλη­σία δεν κατέχει την πλήρη χριστιανική αλή­θεια, όπως και οι προτεσταντικές ομολογί­ες, όσο χρόνο δεν εισέρχεται σε κοινωνία με την Ρωμαϊκή Έδρα. Η Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία επιθυμεί να εμφανίζεται και πάλι ως πηγή, εσχάτη αυθεντία και κριτής της εκκλησιαστικότητος όλων των χριστιανικών κοινοτήτων. […] Η Εγκύκλιος επανέρχεται με αδιαλλαξία και ακαμψία στις διακηρύ­ξεις του Διατάγματος περί Οικουμενισμού της Β’ Βατικανής Συνόδου. Η βασική της αρχή είναι: “Ή κοινωνία όλων των επί μέ­ρους Εκκλησιών με την Εκκλησία της Ρώ­μης: αναγκαία προϋπόθεση για την ενότητα”. Το πρωτείο του επισκόπου Ρώμης είναι θεμελιωμένο στο θέλημα του Θεού και κα­τανοείται ως επαγρύπνηση (“επισκοπή”) πάνω στην εκκλησιαστική ενότητα, στη με­τάδοση της πίστεως, στη μυστηριακή και λειτουργική ιεροτελεστία, στην ιεραποστο­λή, στην κανονική τάξη και στην χριστια­νική ζωή γενικά. Μόνον ή κοινωνία με τους διαδόχους του Πέτρου εγγυάται την πληρό­τητα της μίας, αγίας, καθολικής και απο­στολικής Εκκλησίας. Κάθε συζήτηση για την εκκλησιαστική ενότητα προϋποθέτει την άνευ όρων αποδοχή του Παπικού πρω­τείου, το οποίο ο Θεός ίδρυσε “ως παντοτεινή και ορατή αρχή και θεμέλιο ενότητας”. […] Οι Ορθόδοξοι πιστοί πρέπει να ομολο­γήσουμε την πλήρη απογοήτευση μας ως προς την νέα αυτή Εγκύκλιο του Πάπα. Δι­ότι ή παραδοσιακή αυτή Ρωμαιοκαθολική αντίληψη περί της Εκκλησίας και της ενό­τητας αποτέλεσε ήδη από τον 5ο αιώνα την πέτρα του σκανδάλου και παρά τις θεολογι­κές συζητήσεις 1500 χρόνων δεν καταλήξα­με σε κανένα θετικό αποτέλεσμα και ούτε φυσικά πρόκειται να καταλήξουμε εφόσον η Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία επιμένει α­διάλλακτα στην αξίωση του παπικού πρω­τείου. […] Είναι συνεπώς ασυγχώρητη αφέ­λεια, αν Ισχυριζόταν κανείς, ότι ή νέα παπι­κή Εγκύκλιος αφήνει ανοικτό το ζήτημα του πρωτείου. Η μόνη καινοτομία της στο ζήτημα, τούτο είναι η παραπομπή του στους άλλους και η απαίτηση με διπλωματικό τρό­πο να επιδείξουν όλοι “αυθεντικό ηρωισμό” και “θυσία ενότητος”» [30]. Η στάσις αυτή του Βατικανού και κυρίως η ανορθόδοξος δράσις της Ουνίας ανάγκα­σε το Οικουμενικό Πατριαρχείο να διακόψη τον διάλογο με τους Ρωμαιοκαθολικούς. Εί­ναι επίσης αξιοσημείωτο ότι ο Παναγιώτατος εδήλωσε προ ολίγων μηνών σε Αυστρι­ακούς δημοσιογράφους, ότι αι Ορθόδοξοι Εκκλησίαι δεν απεδέχθησαν την συμφωνίαν του Balamand πλην της Εκκλησίας της Ρου­μανίας. Μεταξύ των δύο Εκκλησιών υπάρχουν και άλλες διαφορές [31], όπως είναι η διδασκα­λία περί του καθαρτηρίου πυρός και η διδα­σκαλία περί της Παναγίας μας, την οποία ο­νομάζουν Μαριολογία. Διακηρύσσοντας ως δόγμα την άσπιλο σύλληψι της Παναγίας, δεν κατανοούν ότι με αυτό την ξεχωρίζουν από το ανθρώπινο γένος, γεγονός που έχει σωτηριολογικές συνέπειες για την ανθρωπό­τητα: Εάν η Παρθένος έφερε άλλη φύσι, τό­τε ο Κύριος προσλαμβάνοντας την ανθρωπι­νή φύσι εξ Αυτής εθέωσε άλλην φύσι και ό­χι την κοινή όλων των ανθρώπων. Όλες αυτές οι διαφορές έχουν ως κοινό παρονομαστή τον ανθρωποκεντρισμό. Γέν­νημα του ανθρωποκεντρισμού είναι το δι­κανικό και νομικίστικο πνεύμα του Ρωμαιοκαθολικισμού, το οποίο φαίνεται στο Κανο­νικό Δίκαιο και σε πάρα πολλούς θεσμούς της Δυτικής Εκκλησίας. Ένα απλό παράδειγμα που επιβεβαιώνει τα ανωτέρω είναι ο τρόπος με τον οποίο γί­νεται το μυστήριο της Εξομολογήσεως. Ο πνευματικός και ο εξομολογούμενος μπαί­νουν σε δύο θαλαμίσκους, χωρίς να βλέπουν ο ένας τον άλλο, και εκεί διεξάγεται ένα εί­δος “δίκης”, κατά την οποία ο εξομολογού­μενος απαριθμεί τις αμαρτίες του και λαμβά­νει το επιτίμιο που ορίζουν οι κανόνες της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας. Για την Ορθόδοξη Εκκλησία το μυστήριο αυτό κατανοείται με εντελώς διαφορετικό τρόπο: Υπάρχει μία άμεση προσωπική σχέσις μεταξύ πνευ­ματικού και εξομολογουμένου, στην οποία ο πνευματικός είναι ο πατέρας και ο εξομολογούμενος το πνευματικό παιδί, που πηγαί­νει να ανοίξη την καρδιά του, να πη τον πόνο του, τις αμαρτίες, του και να λάβη την δέουσα πνευματική θεραπεία. Ο ανθρωποκεντρισμός της Ρωμαιοκαθο­λικής Εκκλησίας φαίνεται ακόμη και στις συνεχείς καινοτομίες της. Αντίθετα, η Ορθόδοξος Εκκλησία είναι ακαινοτόμητος, δεν προσέθεσε τίποτε σε αυτά που εδίδαξε ο Κύριος μας και οι άγιοι Απόστολοι. Είναι ή Εκκλησία η κατ’ εξοχήν ευαγγελική και α­ποστολική, και αυτό εκφράζεται στην ζωή και στους θεσμούς της, οί όποιοι είναι απο­λύτως ευαγγελικοί και αποστολικοί. Όλα τα ορθόδοξα είναι θεανθρωποκεντρικά. Αντιθέτως όλα τα δυτικά, είτε παπικά είτε προτεσταντικά, έχουν δεχθή λίγο ως πο­λύ την επίδρασι του ανθρωποκεντρισμού. Γι’ αυτό και ο μακαριστός Ρώσος θεολόγος και φιλόσοφος Κομιακώφ έλεγε ότι παπι­σμός και προτεσταντισμός είναι δυο αντί­θετες όψεις του ιδίου νομίσματος. Αλλά και ο άγιος Νεκτάριος έγραφε χα­ρακτηριστικά, συγκρίνοντας την Δυτική Εκ­κλησία με τον Προτεσταντισμό: «Μόνη δε διαφορά μεταξύ των δύο αυτών συστημάτων είναι η εξής: Εν μεν τη Δυτική Εκκλησία το άτομον, ήτοι ο Πάπας, συγκεντροί περί ε­αυτόν πολλά βωβά και ανελεύθερα πρόσω­πα συμμορφούμενα εκάστοτε προς τας αρ­χάς και τα φρονήματα του επικαθημένου ατόμου. Εν δε τω Προτεσταντισμώ η Εκκλη­σία συνεκεντρώθη περί το άτομον. Όθεν η Δυτική Εκκλησία είναι άτομον και ουδέν πλέον. Αλλά τις δύναται να εγγυηθή ημίν περί της ομοφροσύνης όλων των Παπών; Αφού δε πας Πάπας κρίνει περί του ορθού κατά το δοκούν αυτώ και ερμηνεύει την Γραφήν, ως βούλεται, και αποφθεγματίζεται, ως θεωρεί ορθόν, κατά τι διαφέρει ούτος των παντοίων δογματιστών της Προτεσταν­τικής Εκκλησίας; οποία διαφορά των αρ­χόντων; Ίσως εν μεν των Προτεσταντών έκαστον άτομον αποτελεί μίαν Εκκλησίαν, εν δε τη Δυτική όλην την Εκκλησίαν αποτε­λεί εν άτομον, ουχί πάντοτε το αυτό, αλλ’ αείποτε έτερον» [32]. Η ουσία είναι αυτή, δη­λαδή η ατομοκρατία. Στον μεν Παπισμό η α­τομοκρατία του Πάπα, στον δε Προτεσταν­τισμό η ατομοκρατία του κάθε Προτεστάν­τη, όπου ο κάθε ένας είναι κριτήριο της α­ληθείας. Στην Ορθόδοξη Εκκλησία την θεανθρωποκεντρικότητα μαρτυρούν όλα όσα συνι­στούν την ζωή και την διδασκαλία της. Ή εκκλησιαστική τέχνη, ή αγιογραφία, ή αρ­χιτεκτονική, η μουσική κ.λπ. Αν συγκρίνου­με μία Μαντόνα της Αναγεννήσεως με μία βυζαντινή Παναγία, θα διαπιστώσουμε την διαφορά. Η Μαντόνα είναι μία ωραία γυ­ναίκα, ενώ ή βυζαντινή Παναγία είναι ο θεωμένος άνθρωπος. Αν συγκρίνουμε τον Ναό του Αγίου Πέτρου με τον Ναό της Α­γίας Σοφίας, θα διαπιστώσουμε πόσο αν­θρωποκεντρισμό εκφράζει ο Ναός του Αγί­ου Πέτρου, που προσπαθεί να επιβληθή με το βάρος της ύλης. Αντίθετα, μπαίνοντας στην Αγία Σοφία, αισθάνεσαι ότι βγαίνεις στον ουρανό. Ο Ναός της Αγίας Σοφίας δεν προσπαθεί να εντυπωσιάση με τον πλούτο του ούτε με την ύλη του. Το ίδιο συμβαίνει και με την βυζαντινή εκκλησιαστική μουσι­κή, που κατανύσσει και ανάγει στον ουρα­νό και που δεν έχει καμμία σχέσι με την πο­λυφωνική ευρωπαϊκή μουσική, που απλώς τέρπει συναισθηματικά τον άνθρωπο. Για όλους αυτούς τους λόγους η ένωσις δεν είναι υπόθεσις συμφωνίας μόνο σε κά­ποια δόγματα, αλλά αποδοχής του ορθοδό­ξου, θεανθρωποκεντρικού, χριστοκεντρικού, τριαδοκεντρικού πνεύματος στα δόγματα, στην ευσέβεια, στην εκκλησιολογία, στο κα­νονικό δίκαιο, στην ποιμαντική, στην τέ­χνη, στην άσκησι. Για να γίνη αληθινή ένωσις θα πρέπει ή εμείς να παραιτηθούμε από τον Ορθόδοξο θεανθρωποκεντρισμό μας ή οι Παπικοί από τον δικό τους ανθρωποκεντρισμό. Το πρώτο είναι αδύνατο να συμβή με την Χάρι του Κυρίου μας, διότι αυτό θα ήταν προδοσία στο Ευαγγέλιο του Χριστού μας. Αλλά και το δεύτερο είναι δύσκολο να συμβή. Όμως «τα αδύνατα παρά ανθρώποις δυνατά πα­ρά τω Θεώ εστίν» [33]. Πιστεύουμε ότι δεν συμφέρει και στους μη Ορθοδόξους να παραιτηθούμε εμείς από την Ορθοδοξία μας. Όσο υπάρχει η Ορθοδοξία, σώζεται η ακαινοτόμητος ευαγγελι­κή πίστις, η «άπαξ παραδοθείσα τοις Αγίοις» [34]. Υπάρχει ζωντανή ή μαρτυρία της πραγματικής κοινωνίας του Θεού με τον άν­θρωπο· η αλήθεια της Εκκλησίας ως θεανθρωπίνης κοινωνίας. Έτσι ακόμη και οι ετερόδοξοι που την έχασαν, γνωρίζουν ότι κά­που υπάρχει. Ελπίζουν. Ίσως κάποτε την αναζητήσουν μεμονωμένα ή συλλογικά. Θα την βρουν και θα αναπαυθούν. Ας κρατή­σουμε αυτήν την αγία πίστι όχι μόνο για μας αλλά και για όλους τους αδελφούς ετεροδόξους και για όλο τον κόσμο. Η θεωρία περί δυο πνευμόνων, δια των οποίων αναπνέει η Εκκλησία, δηλαδή του Παπισμού και της Ορθοδοξίας, δεν μπορεί να γίνη δεκτή από Ορθοδόξου πλευράς, διότι ο ένας πνεύμων (ο Παπισμός) δεν ορθοδοξεί και το γε νυν έχον νοσεί ανιάτως. Ευχαριστούμε την Παναγία και Ζωαρχική Τριάδα για το μεγάλο δώρο Της, την α­γία Ορθόδοξο Πίστι μας και για τους ευσε­βείς προγόνους, διδασκάλους, ιερείς και αρ­χιερείς και πνευματικούς μας πατέρας, που μας εδίδαξαν και παρέδωσαν αυτήν την α­γία Πίστι. Ομολογούμε, ότι δεν θα αναπαυόμασταν σε μία Εκκλησία που εν πολλοίς υποκαθι­στά τον Θεάνθρωπο Χριστό με τον “αλάθη­το” άνθρωπο “πάπα” ή “προτεστάντη”. Πιστεύουμε ότι η Εκκλησία μας είναι η Μία, Αγία, Καθολική και Αποστολική Εκ­κλησία του Χριστού, που έχει το πλήρωμα της Αληθείας και της Χάριτος. Λυπούμεθα, γιατί οι ετερόδοξοι Χριστιανοί δεν ημπορούν να χαρούν αυτό το πλήρωμα, και μά­λιστα κάποτε προσπαθούν και να παρα­σύρουν και προσηλυτίσουν τους Ορθοδό­ξους στις κοινότητές τους, όπου μόνον μία μερική, αποσπασματική και διαστρεβλωμέ­νη άποψι της αληθείας έχουν. Εκτιμούμε την όση αγάπη έχουν για τον Χριστό και ό-σα καλά έργα κάνουν, αλλά δεν ημπορού­με να δεχθούμε ότι η ερμηνεία που δίδουν στο Ευαγγέλιο του Χριστού είναι σύμφωνη με την διδασκαλία του Χριστού, των άγιων Αποστόλων, των αγίων Πατέρων και των αγίων Τοπικών και Οικουμενικών Συνόδων. Προσευχόμεθα ο αρχιποίμην Χριστός, ο μόνος αλάθητος Αρχηγός και Κεφαλή της Εκκλησίας, εκείνους μεν να οδήγηση στην Αγία Ορθόδοξο Εκκλησία, που είναι το πα­τρικό τους σπίτι, από το οποίο κάποτε απεσκίρτησαν, εμάς δε τους Ορθοδόξους να φω­τίση, ώστε να παραμείνουμε άχρι θανάτου πιστοί στην αγία και ακαινοτόμητο Πίστι μας, όλο και περισσότερο στερεούμενοι και εμβαθύνοντες σ’ αυτήν, «μέχρι καταντήσωμεν οι πάντες εις την ενότητα της πίστεως και της επιγνώσεως του Υιού του Θεού, εις άνδρα τέλειον, εις μέτρον ηλικίας του πλη­ρώματος του Χριστού» [35]. Αμήν.

(*) Βλέπε περιοδ. ΜΑΡΤΥΡΙΑ, Ι. Μητροπόλεως Κυδωνίας και Αποκορώνου, τεύχος 192, Ιανουάριος-Φεβρουάρι­ος 1998, Χανιά Κρήτης.

ΠΑΡΑΠΟΜΠΑΙ: [1] Dimitru Staniloae, Για ένα Ορθόδοξο Οικουμενισμό, εκδ. ΑΘΩΣ, Πειραιεύς 1976, σελ. 19-20. [2] Πράξ. κ’ 28. [3] Migne, PL 217, 665ΑΒ. Βλ. και Αρχιμ. Σπ. Μπιλάλη, Ορθοδοξία και Παπισμός, Έκδ. Αδελφ. «Ευνίκη», Αθή­ναι 1988, σελ. 155. [4] Μαρκ. ιβ’ 17. [5] Πηδάλιον, εκδ. Β. Ρηγοπούλου, Θεσ/νίκη 1982, σελ. 109. [6] Ματθ. δ’ 10. [7] Μ. Φωτίου, Επιστολή 1, 13, 16, PG 102, 728D, 729Α. [8] Βλαδιμ. Λόσκι, Κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωσιν Θεού, εκδ. Β. Ρηγοπούλου, Θεσ/νίκη 1974, σελ. 72. [9] Ένθ ανωτ., σελ. 78. [10] Ένθ’ ανωτ., σελ. 80. [11] Βλ. τεύχος ΕΠΕΣΚΕΨΑΤΟ ΗΜΑΣ (Πατριαρχικαί επι­σκέψεις εις την συμβασιλεύουσαν, 1997-1999-2000), έκδ. Ι. Μητροπόλεως Θεσσαλονίκης, Θεσ/νίκη 2000. [12] Αγίου Γρηγορίου Θεολόγου, Εις τους απ’ Αιγύπτου επιδημήσαντας, ΕΠΕ, Θεσ/νίκη 1985, τομ. 2, § 12, σελ. 142. [13] Αγ. Μάρκου Εφέσου του Ευγενικού, Εγκύκλιος «Τοις απανταχού της γης και των νήσων ευρισκομένοις Ορθοδόξοις Χριστιανοίς», εν Ιω. Καρμίρη, Τα δογματικά και Συμβολικά μνημεία της Ορθοδόξου Καθολικής Εκκλησίας, Εν Αθήναις 1960, τομ. 1, σελ. 428. [14] Οψόμεθα τον Θεόν καθώς εστί, Γέρων Σιλουανός, Πε­ρί προσευχής, κ.α. [15] Αγ. Φωτίου, «Εγκύκλιος Επιστολή προς τους της Ανα­τολής αρχιερατικούς θρόνους», εν Ιω. Καρμίρη, Τα δο­γματικά…, ένθ. ανωτ., τ. 1, σελ. 323, § 9. [16] Ένθ’ ανωτ., σελ. 324, § 11. [17] Οι Ρωμαιοκαθολικοί ως γνωστόν δεν παρέμειναν στην 7η Οικουμενική Σύνοδο, αλλά συνεκάλεσαν άλλες δε­κατρείς. Αυτές αι σύνοδοι σήμερα είναι γι’ αυτούς με­γάλη τροχοπέδη, διότι, αν και θα ήθελαν να υπερβούν τον σχολαστικισμό και το δικανικό πνεύμα, δεν μπορούν, επειδή είναι δεσμευμένοι από τις αποφάσεις αυ­τών των συνόδων. Στο συμπέρασμα αυτό καταλήγει ο μελετητής της «Κατηχήσεως της Καθολικής Εκκλησί­ας», που είναι η τελευταία επίσημη κατήχησις μετά την Β’ Σύνοδο του Βατικανού και απηχεί το πνεύμα της. [18] Β’ Σύνοδος Βατικανού, LUMEN GENTIUM (Δογμα­τική διάταξη Περί Εκκλησίας), Γραφείον καλού τύ­που, 1964, σελ. 44, 45. [19] Κατήχηση της Καθολικής Εκκλησίας, Βατικανό, έκδ. Κάκτος, Αθήναι 1996, § 816, σελ. 271. [20] Ένθ’ ανωτ., § 884, σελ. 293. [21] Ένθ’ ανωτ., § 891, σελ. 295. [22] Ένθ’ ανωτ., § 1559, σελ. 488. [23] Ένθ’ ανωτ., σελ. 16. [24] Τhe Documents of Vatican – New York 1966, σελ. 48. (Μετάφρασις δική μας) [25] Αρχιμ. Ιουστίνου Πόποβιτς, Ορθόδοξος Εκκλησία και Οικουμενισμός, έκδ. Ι. Μονής Αρχαγγέλων Τσέλιε, Βάλιεβο Σερβίας, σελ. 212. [26] Ι. Καρμίρη, Δογματικά και συμβολικά μνημεία, τ. Β’, Αθήναι 1953, σελ. 560. [27] Ένθ’ ανωτ., σελ. 752. [28] Ένθ’ ανωτ., σελ. 941. [29] Ένθ’ ανωτ., σελ. 942. [30] Ιωάννου Παναγοπούλου, Το Βατικανό και η Ένωση των Χριστιανικών Εκκλησιών, εφημερίς ΚΑΘΗΜΕΡΙ­ΝΗ, Κυριακή 30 Ιουλίου 1995. [31] Εκτενέστερα αναφέρεται στις διαφορές αυτές ο Σεβ. Μητροπολίτης Ναυπάκτου κ. Ιερόθεος, Ενιαύσιο 2001, έκδ. Ι. Μητροπόλεως Ναυπάκτου και Αγίου Βλασίου, σελ. 199. [32] Αγίου Νεκταρίου, Αι Οικουμενικαί Σύνοδοι, έκδ. Β. Ρηγοπούλου, Θεσ/νίκη 1972, σελ. 73. [33] Λουκ. ιη’ 27. [34] Πρβλ. Ιούδα, 3. [35] Εφεσ. δ’ 13.

Διαβάστε άλλα κείμενα του γέροντα πατώντας εδώ

[Ψήφοι: 0 Βαθμολογία: 0]