Κριτική στο βιβλίο του αρχ. Νικ. Χατζηνικολάου με τίτλο ‘Ελεύθεροι από το γονιδίωμα” (π. Κωνσταντίνος Στρατηγόπουλος)

Στο περιοδικό ΠΑΡΑΚΑΤΑΘΗ­ΚΗ10, δημοσιεύεται άρθρο του π. Κων/νου Στρατηγοπούλου, ο ο­ποίος, αναφερόμενος στο βιβλίο με τίτλο «Ελεύθεροι από το γονιδίωμα», που εξέδωσε το Κέντρο Βιοϊατρικής και Ηθικής Δεοντο­λογίας της Εκκλησίας της Ελλά­δος, λέει τα εξής:
«Το θέμα των μεταμοσχεύσεων οργάνων είναι σπουδαίο και πρέ­πει να λειτουργήσει, γύρω απ’ αυ­τό, ουσιαστική θεολογική σκέψη και διάλογος, προκειμένου η Εκ­κλησία, σε πανορθόδοξο επίπεδο, και όχι απλώς σε τοπικό, να κατα­θέσει λόγο ουσιαστικό.
Ο μέχρι σήμερα προβληματι­σμός είχε ως κεντρικό του άξονα το ζήτημα των κριτηρίων του εγκε­φαλικού θανάτου. Είναι ισχυρά τα δεδομένα αυτού του κριτηρίου, όπως ορίστηκε στο Harvard; Γιατί, υπάρχουν, κατά τα νέα δεδομένα, δύο θάνατοι, εγκεφαλικός και κλι­νικός; Γιατί λαμβάνονται τα όργα­να του δωρητού πριν τον κλινικό θάνατο και μετά τον εγκεφαλικό; Είναι γνωστό, πως τα όργανα, εκτός από εξαιρέσεις, δεν μπορούν να ληφθούν από πτωματικό δότη, αφού, στις περισσότερες περιπτώ­σεις, μετά την παύση της καρδιάς είναι άχρηστα. Είναι βέβαιο πως λαμβάνονται από ζωντανό οργανι­σμό, του οποίου δεν λειτουργεί ο εγκέφαλος, κατά τα διαβλητά κρι­τήρια του Harvard. Ποιος μπορεί να γνωρίζει την ώρα του χωρισμού της ψυχής από το σώμα; Ποιος μπορεί να ορίσει το μυστήριο του θανάτου; Μπορεί η Εκκλησία να συνηγορήσει στην λήψη των οργάνων πριν από την οριστική διάλυση της συναφείας ψυχής και σώματος; Η Εκκλησία, δεν πρέπει να λάβει υπ’ όψιν Της την αντίδραση πολλών επιστημόνων, στην Ελλάδα και το Εξωτερικό, κατά των κριτηρίων του Harvard και κατά της καθιερώσεως διπλού θανάτου, εγκεφαλικού και κλινικού;
Όλα τα προαναφερόμενα, αφορούν τα δεδομένα της μέχρι τούδε προβληματικής. Εμείς, προσωπικά, δεν δυνάμεθα να δεχθούμε παρέμβαση λήψεως οργάνων πριν τον οριστικό θάνατο, εφ’ όσον αντιστοιχεί σε αφαίρεση ζωής, έστω κι αν ο σκοπός είναι η θερα­πεία κάποιου ασθενούς. Ο σκοπός δεν αγιάζει τα μέσα. Το μυστήριο του θανάτου θα παραμείνει για πάντα μυστήριο. Κανείς δεν πρέ­πει να το αποσυνθέσει και να το ορίσει κατά τις προσωπικές του ιατρικές ή θεολογικές αντιλήψεις.
Κι ενώ η όλη συζήτηση βρισκό­ταν στα πλαίσια των προηγουμέ­νων σκέψεων, ήρθε στην κυκλοφο­ρία ένα βιβλίο που άλλαξε όλο το επίπεδο της ευρέσεως λύσεως, που, στο τέλος, θα προσκρούει στο μυ­στήριο του θανάτου. Το βιβλίο εί­ναι γραμμένο από τον αρχιμ. Νικόλαο Χατζηνικολάου και εκδόθη­κε από το «Κέντρο Βιοϊατρικής και Ηθικής Δεοντολογίας» και έ­χει τίτλο «Ελεύθεροι από το γονιδίωμα».
Στο κεφάλαιο «Πνευματική η­θική και παθολογία των μεταμο­σχεύσεων» (σελ. 315-345) εμφανί­ζονται θέσεις που ξεπερνούν την μέχρι τούδε προβληματική. Τις καταθέτουμε, αναμένοντας και α­πάντηση στα ερωτήματα που υπο­βάλλονται μέσα από αυτό εδώ το κείμενο. Στην σελίδα 318 αναφέ­ρονται τα ακόλουθα:
«Η ζωή είναι δώρο του Θεού, αλλά δεν είναι δώρο που ανήκει μόνο στον δωρητή. Ανήκει και στον αποδέκτη της. Είναι και δι­κή μας. Αποτελεί το κατ’ εξοχήν πεδίο εξάσκησης του αυτεξουσί­ου μας. Δεν μας χαρίζεται για να βιώνουμε την φιλαυτία και την κτητικότητά μας, αλλά μας προσ­φέρεται για να είναι τόσο δική μας, ώστε να μπορούμε ακόμη και να την προσφέρουμε. Γι αυτό και την αγαπούμε και την προστατεύ­ουμε περισσότερο απ’ ο,τιδήποτε άλλο. Με περίσκεψη μεν, γιατί εί­ναι του Θεού, αυθόρμητα δε, γιατί είναι δική μας. Ο καλύτερος τρόπος επιστροφής της στον Θεό είναι η προσφορά της στον πλησί­ον. "Ουκ έστιν άλλως σωθήναι, ει μη δια του πλησίον" (άγιος Μα­κάριος ο Αιγύπτιος)».
Ερώτημα 1. Η ζωή μας και φυσικά είναι πεδίο εξασκήσεως του αυτεξουσίου μας. Αν, όμως, το αυτεξούσιο δεν μας οδηγεί στον Θεό, η προσφορά αυτή δεν είναι οριζόντια και απλώς ανθρωπιστι­κή;
Ερώτημα 2. Μήπως η φράση για την ζωή, που είναι «και δική μας», δώσει θεολογικό δικαίωμα για να κάνουμε την ζωή μας ό,τι θέλουμε;
Ερώτημα 3. Τί νόημα έχει η λειτουργική φράση «και πάσαν την ζωήν ημών Χριστώ τω Θεώ παραθώμεθα»;
Ερώτημα 4. Μήπως ο συγγρα­φέας του κειμένου συγχέει την λέ­ξη «διακονία» (εις τους αγίους, Β’ Κορ. 8, 4) με την λέξη «παρατίθημι», όπως «εις χείρας σου παρατίθεμαι το πνεύμα» (Λουκ. 23, 46), ή και το «παρέθεντο εαυτούς τω Κυρίω» (Πράξ. 14, 23), ή και το «πιστώ κτίστη παρατιθέσθωσαν τάς ψυχάς αυτών εν αγαθοποιΐα» (Α’ Πέτρου 4,19);
Ερώτημα 5. Πώς χρησιμοποιεί­ται αυθαίρετα το χωρίο του αγίου Μακαρίου για σκοπούς που δεν ήταν μέσα στις προοπτικές του, όταν ζούσε;
Ερώτημα 6. Η αυθαίρετη και αποσπασματική χρήση του χωρί­ου του αγίου Μακαρίου δεν κινδυ­νεύει να ανοίξει τον δρόμο για να θεωρηθή η ανθρωπιστική προσφο­ρά, σωτηριολογική, από μόνη της, και να θεωρηθεί περιττή η εν τω μυστηρίω ζωή μέσα στην Εκκλη­σία; Μήπως η ισορροπία του χω­ρίου του απ. Πέτρου, που προανα­φέραμε στο ερώτημα 4, δίνει την ολοκληρωμένη απάντηση, χωρίς επικίνδυνες πολωτικές θέσεις;
Ερώτημα 7. Αφού το κείμενο ομιλεί για προσφορά και αγάπη, μήπως, ταυτόχρονα, ομολογεί το γεγονός της λήψεως των οργάνων και από ζωντανό άνθρωπο, εφ’ όσον οι νεκροί, ή και οι κατ’ αυτούς εγκεφαλικά νεκροί, δεν έχουν την δυνατότητα του αυτεξουσίου για προσφορά και αγάπη;
Ερώτημα 8. Μήπως, με ωραίες λέξεις, προσπαθούμε να πείσου­με τον λαό του Θεού για να κάνη μία προσφορά, που δεν είναι προσ­φορά, ή, αν είναι ζωντανός ο δό­της, δεν αφήνει το γεγονός του θανάτου στον Κύριο της ζωής και του θανάτου;
Στην σελ. 319, ομολογείται ευ­θαρσώς πως η λήψη των οργάνων θα γίνει από ζωντανό οργανισμό, με την φράση:
«Ο σεβασμός και η αναγνώρι­ση της αξίας της ζωής που εκφράζονται περισσότερο; Απέναντι στον δότη, που αμετάκλητα αναχω­ρεί, ή, στον λήπτη, που μπορεί να ζήσει;».
Ερώτημα 9. Πώς ο συγγραφέ­ας είναι σίγουρος για το «αμετάκλη­το»; Ο Θεός δεν μπορεί να παρέμ­βει και στα δικά μας «αμετάκλητα»;
Ερώτημα 10. Γιατί ο συγγραφέ­ας διερωτάται για το «που» εκφρά­ζεται περισσότερος σεβασμός, ανά­μεσα στον δότη και στον λήπτη; Η Εκκλησία κάνει αξιολογήσεις στο μέτρο του σεβασμού προς ο­ποιοδήποτε πρόσωπο;
Ερώτημα 11. Ο συγγραφέας δέχεται και πάλι το γεγονός του ζωντανού δότη, εφ’ όσον ομιλεί για αμετάκλητη αναχώρηση. Δέχε­ται, άρα, την αφαίρεση της ζωής κάποιου; Μπορεί η Εκκλησία να συνεργήσει στην αφαίρεση μιας ζωής;
Στην ίδια σελίδα 319, ο συγγρα­φέας κάνει λόγο περί «ενός απίθα­νου θαύματος, διότι περί αυτού πρόκειται».
Ερώτημα 12. Υπάρχει άρνη­ση και στην δυνατότητα του θαύμα­τος; Μα, όλα τα θαύματα είναι, α­πό την φύση τους, «απίθανα» γεγο­νότα. Πως ο συγγραφέας προκαθορίζει (αποκλείει) την ελεύθερη παρέμβαση του Θεού για να κά­νει θαύμα; Πώς αποκλείεται ο Θεός μια για πάντα από το θαύμα;
Φοβάμαι, πως ο Λάζαρος, ο νε­κρός της πόλεως Ναΐν, και η κό­ρη του Ιαείρου δεν θα προλάβαι­ναν να αναστηθούν, αν ζούσαν σήμερα, αφού και με τις ευλογίες των ποιμένων της Εκκλησίας θα τους είχαν αφαιρεθή τα όργανα, για λόγους «προσφοράς».
Στην σελίδα 320, αναφέρεται η φράση:
«Η Ιατρική αντιμετωπίζει το δίλημμα και καλείται να τολμή­σει την αγάπη μπροστά σε δύο αν­θρώπους που πεθαίνουν. Σε δύο ανθρώπους, που, τελικά, ο ένας μπορεί να οικοδομήσει την ζωή του από τα ερείπια, τα απομεινά­ρια, της ζωής ενός άλλου».
Ερώτημα 13. Τί είδους «αγά­πη» είναι αυτή, αφού σκοτώνει κάποιον για να ζήσει ο άλλος; Επι­τρέπεται να σκοτώνω εν ονόματι της αγάπης;
Ερώτημα 14. Μήπως ανοίγει, με όλα αυτά, ο δρόμος για μια «θε­ολογία» της ευθανασίας, ή, και μεταγενέστερα, της αυτοκτονίας;
Στην σελίδα 323, διαβάζουμε: «Η "συνειδητή συναίνεση" για την διάθεση του σώματος μετά θά­νατον, αποτελεί μία κατ’ εξοχήν ιερή πράξη αυταπάρνησης και αγάπης, διότι η παροχή της σημαί­νει, ότι ο δότης έχει την ευκαιρία:
Α      
Β       , κ.λπ.
Ζ. Τέλος, να εκχωρήσει, από τις στιγμές της ευδαίμονος νηφαλιό­τητάς του, το δικαίωμα, και συνε­πώς την εμπιστοσύνη στους για­τρούς και στους δικούς του, αντί να σταματήσει λίγο αργότερα, από μόνη της, να του σταματήσουν αυ­τοί, την καρδιά, εκείνην την στι­γμή πού αυτοί κρίνουν, οντάς βέ­βαιος πώς μόνο το καλό του θέλουν
»(!)
Ερώτημα 15. Το κείμενο δεν βρίσκεται σε καίρια νοηματική αντίφαση, αφού, ενώ στην αρχή τονίζει το «μετά θάνατον», μετά ομιλεί για πράξη αγάπης; Υποβάλ­λεται και πάλι το ερώτημα για το «πώς μπορεί κάποιος να αγαπά μετά θάνατον»;
Ερώτημα 16. Ο συγγραφέας δεν αυτοαναιρείται ομιλώντας, με­τά από λίγο, για «ευδαίμονα νηφα­λιότητα»; Ο νεκρός έχει νηφαλιό­τητα;
Ερώτημα 17. Ποιος Ορθόδοξος ορισμός, ή σκέψη, ή παράδοση δίνει το δικαίωμα σε κάποιον για να παρακαλέσει να του σταματή­σουν την καρδιά «αντί να σταματή­σει λίγο αργότερα, από μόνη της»; Το κείμενο είναι πεντακάθαρο. Προτείνεται στην Εκκλησία να δώσει ευλογία για παρέμβαση σε ζωντανό οργανισμό. Ποιος θα πά­ρει τέτοια ευθύνη; Ποια «θεολο­γία» θα συντονιστεί με τα μέτρα των αθεολογήτων αυτών παραλογισμών;
 Στην σελίδα 331, τα κείμενα είναι ξεκάθαρα:
«Υπάρχει, πάλι, περίπτωση, που σεβασμός στον άνθρωπο σημαί­νει, ότι όχι απλώς του επιτρέπουμε, αλλά ακόμη και τον διευκολύνουμε να πεθάνει»(!)
Ερώτημα 18. Που διδάχθηκε ο συγγραφέας, στον χώρο της Ορ-θόδοξης Εκκλησίας, τα περί «διευ­κολύνσεως» για να πεθάνει κά­ποιος;
Ο συγγραφέας, στην συνέχεια, προσπαθώντας να δώσει χροιά Ορθόδοξη στην πρωτοφανή και απαράδεκτη «θεολογία» του, επικα­λείται την «Ευχή εις ψυχορραγούντα» του Μικρού Ευχολογί­ου. Επικαλείται, μάλιστα, την πρό­ταση: «Λύσον τον δούλον Σου της αφορήτου ταύτης οδύνης και της συνεχούσης αυτόν πικράς ασθενεί­ας, και ανάπαυσον αυτόν ένθα των δικαίων τα πνεύματα».
Ερώτημα 19. Ποια σύγκριση υπάρχει μεταξύ της ευχής που πα­ρακαλεί για «λύση της οδύνης», και της διαδικασίας της αφαιρέσε­ως οργάνων, που, εφ’ όσον ο οργα­νισμός είναι ζωντανός, κατά τις προηγηθείσες σκέψεις του συγγρα­φέα, θα επιφέρει αφόρητο πόνο στο σώμα, και θα κάνει πιο οδυνη­ρό το γεγονός του θανάτου;
Ερώτημα 20. Με την βίαιη παρ­έμβαση για την λήψη των οργά­νων από τον ζωντανό δότη, δεν α­ναιρείται η προσευχή για «ειρηνι­κά τα τέλη της ζωής ημών»; Πώς η Εκκλησία προσεύχεται για «ειρη­νικά τέλη», και, ταυτόχρονα, προτεί­νει «βίαια τέλη»;
Η αντιφατικότητα του κειμένου φαίνεται στις ‘καλές’ στιγμές του.
Στην σελίδα 330, αναφέρεται:
«Στο σώμα παρεμβαίνουμε μό­νο θεραπευτικά. Κάθε κίνηση που συνηγορεί στην φθορά του, προσ­βάλλει και την ψυχή, και είναι εφάμαρτη. Γι αυτό, και η διαδικα­σία της φθοράς πρέπει να είναι εντελώς φυσική και ποτέ εξηναγκασμένη».
Και, στην σελίδα 329, διαβάζουμε:
«Επ’ ουδενί λόγω πρέπει να ε­πιταχύνεται ο θάνατος. Δεν δικαιούμεθα ούτε από το σώμα κάτι να πάρουμε, ούτε την συζυγία της ψυχής με το σώμα της να διασπάσουμε, ούτε και τον χρόνο της ψυ­χοσωματικής συμφυΐας κάποια στιγμή να αφαιρέσουμε».
Ερώτημα 21. Ο συγγραφέας δεν πρέπει να ξεκαθαρίσει τι θέση έχουν αυτές οι γραμμές περί «μη επιταχύνσεως του θανάτου», και περί «φυσικής και ποτέ εξηναγκασμένης διαδικασίας φθοράς», αφού πριν από λίγο μιλούσε για «διευκόλυνση» στον θάνατο; Ο συγγραφέας έχει θέσεις συγκεκρι­μένες, που φαίνονται με τα τελευ­ταία αυτά κείμενα να αυτοαναι­ρούνται. Μήπως γίνεται (εσκεμμέ­νη) προσπάθεια αποπροσανατολι­σμού και με κάποιες σωστές θεολογικές σκέψεις;
Ερώτημα 22. Με την φράση «δεν δικαιούμεθα ούτε από το σώμα κάτι να πάρουμε», ο συγγρα­φέας αρνείται και την μεταμόσχευ­ση των διπλών οργάνων από ζωντα­νό δότη σε ζωντανό λήπτη; Αρνεί­ται την μεταμόσχευση του μυελού των οστών; Αρνείται, τέλος, και την μετάγγιση του αίματος;
Στην σελίδα 325, αναφέρονται τα κάτωθι:
«Η μεταμόσχευση δεν έχει τό­ση αξία για τον λήπτη -σ’ αυτόν δίνει βιολογική ζωή-, όσο για τον δότη -αυτός δίνει όργανα-, παίρ­νει χυμούς πνευματικής ζωής».
Ερώτημα 23. Αφού η μεταμό­σχευση δεν έχει τόση αξία για τον λήπτη, γιατί τόση επιχειρηματολο­γία περί αγάπης και προσφοράς; Μήπως θέλουμε να κερδίσει πνευματικά ο δότης;
Ερώτημα 24. Τί σημαίνει η φράση «παίρνει, ο δότης, χυμούς πνευματικής ζωής»; Εδώ, διδά­σκεται μία νέα Ασκητική της Εκ­κλησίας; Πνευματική ζωή αποκτούμε δια της ασκήσεως μέσα στον χώρο της Χάριτος του Αγίου Πνεύματος. Δηλαδή, από τώ­ρα και μετά, ο άνθρωπος, θα έχει πνευματική ζωή, όταν δίνει, ζωντανός, τα όργανά του; Θα γίνεται «πνευματικός άνθρωπος» (στιγ­μιαία) την ώρα που πεθαίνει (κατ’ αυτόν τον τρόπον);
Στην σελίδα 335, διαβάζουμε:
«Ο ίδιος ο Κύριος, στις υποθή­κες Του στους αγίους Αποστό­λους, κατά την διάρκεια του Μυστι­κού Δείπνου, ως μείζονα έκφραση της αγάπης παρουσιάζει την προσ­φορά και αυτής της ζωής μας για τον άλλο: "Μείζονα ταύτης αγάπην ουδείς έχει, ίνα τις την ψυχήν αυτού θη υπέρ των φίλων αυτού"11».
Ερώτημα 25. Επιτρέπεται να χρησιμοποιούμε τα χωρία για να εξυπηρετούν τις θεολογικές απαιτή­σεις μας;
Ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστο­μος, ερμηνεύοντας το «και την ψυ­χήν μου τίθημι υπέρ των προβά­των»12, γράφει: «Συνεχώς αυτό λέγει δια να δηλώση, ότι δεν είναι πλάνος»13
Στο κείμενο του κατά Ιωάν­νην1 «… ότι εγώ τίθημι την ψυχήν μου, ίνα πάλιν λάβω αυτήν ου­δείς αίρει αυτήν απ’ εμού, αλλ’ ε­γώ τίθημι αυτήν απ’ εμαυτού. Εξουσίαν έχω θείναι αυτήν και εξουσίαν έχω πάλιν λαβείν αυτήν», πά­λιν ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστο­μος γράφει:
«Ας προσέχωμεν δε με όλην την προσοχήν μας εις το λεγόμενον "Εξουσίαν έχω να θυσιάσω την ζωήν μου", λέγει. Και ποιος δεν έχει εξουσίαν να θυσιάση την ζωήν του; Διότι, ο καθένας που θέ­λει, ημπορεί να θανατώση τον ε­αυτόν του. Αλλ’ όχι έτσι, λέγει. Αλλά, πώς; Έχω τέτοιαν εξουσίαν να θυσιάσω την ζωήν μου, ώστε κανείς να μην ημπορέση, εάν δεν το θέλω εγώ, να το κάνη αυτό, πρά­γμα που δεν είναι δυνατόν να γίνη εις τον άνθρωπον· διότι ημείς δεν έχομεν εξουσίαν να θυσιάσωμεν την ζωήν μας κατ’ άλλον τρόπον, αλλά θανατώνοντες μόνον τον εαυ­τόν μας. Εάν δε ηθέλομεν πέσει εις ανθρώπους που μας επιβουλεύ­ονται και που ημπορούν να μας φονεύσουν, δεν έχομεν τότε εξουσίαν να θυσιάσωμεν ή όχι την ζωήν μας, αλλά χωρίς να το θέλωμεν εκείνοι μας την αφαιρούν. Εις την περίπτωσιν του Κυρίου όμως δεν έχει το πράγμα έτσι, αλλά, αν και τον επεβουλεύοντο άλλοι, ο ίδιος ήτο κύριος να μη θυσιάση την ζωήν του.
Αφού είπε, λοιπόν, ότι "κανείς δεν ημπορεί να την αφαιρέση από εμένα", τότε προσέθεσεν "έχω εξουσίαν να θυσιάσω την ζωήν μου", δηλαδή "μόνον εγώ είμαι κύριος να θυσιάσω αυτήν", πράγμα που εσείς δεν ημπορείτε να το κά­νετε· καθ’ όσον και πολλοί άλλοι είναι κύριοι να αφαιρέσουν την ζωήν σας από εσάς. Αλλ’ αυτό, δεν το είπεν από την αρχήν (ούτε βέβαια επρόκειτο να πιστευθή ο λόγος), αλλά, όταν έλαβε την μαρτυρίαν από τα ίδια τα πράγματα, και τον επεβουλεύθησαν πολλές φορές και δεν ημπόρεσαν να τον συλλάβουν (καθ’ όσον έφυγε από τα χέρια των μυρίας φοράς), τό­τε, πλέον, λέγει: "Κανείς δεν ημπο­ρεί να αφαίρεση την ζωήν μου".
Εάν δε αυτό είναι αληθές, συν­άγεται, ότι και εκείνο είναι, το, ό­ταν θέληση να την λάβη, θα ημπορέση και πάλιν· διότι, εάν ο θάνα­τός του ήτο ανώτερος από τον θάνατον των ανθρώπων, μη αμφιβάλλης, λοιπόν, και δι’ εκείνο· καθ’ ό­σον, το ότι αυτός μόνος είναι κύρι­ος να θυσιάση την ζωήν του, δεί­χνει, ότι είναι κύριος, από την ιδίαν εξουσίαν, το να λάβη αυτήν. Βλέ­πεις, πως από το πρώτον απέδει­ξε και το δεύτερον, και από τον θάνατον έδειξε και την ανάστασιν αναμφισβήτητον;»15.
Στο «τιθέναι τάς ψυχάς υπέρ των αδελφών», ο άγιος Ιωάννης απαντά, λέγοντας:
«Είπεν ο Κύριος, ότι "αυτά, σας τα είπα διά να αγαπάτε ο ένας τον άλλον", δηλαδή, "δεν τα λέγω αυτά δια να σας κατηγορήσω, ότι θυσιάζω δηλαδή την ζωήν μου, αφού πρώτα επεδίωξα την γνωριμίαν μου με εσάς, αλλά δια να σας οδηγήσω εις την φιλίαν". Έπει­τα, επειδή ο διωγμός εκ μέρους των πολλών και αι κατηγορίαι ή­σαν κάτι το φοβερόν και ανυπόφορον και ικανόν να ταπεινώση και την υψηλόφρονα ψυχήν, διά τούτο, αφού τους προείπε πάρα πολλά, τότε πλέον ανέφερεν ο Χριστός αυτό· αφού δηλαδή προητοίμασε την ψυχήν των, τότε έρχεται εις αυτά και δείχνει με αφθονίαν, ότι αυτά λέγονται δι’ αυτούς…»16.
Με θεολογικούς ακροβατισμούς ή ακροβολισμούς, δεν μπορούμε να πείσουμε το πλήρωμα της Εκ­κλησίας. Η ευθύνη είναι μεγάλη και κανείς δεν μπορεί να προκα­λεί, με αντιφατικές θέσεις, την απο­δοχή ενός γεγονότος, που, αν δεν αντιμετωπισθεί με θεολογική σύνε­ση, μπορεί να οδηγήσει σε δύσκο­λες στιγμές την στάση της Ορθοδοξίας απέναντι στον σεβασμό του κάθε προσώπου και στο μυστήριο του θανάτου».

Η τελεσίδικη απάντησις στο θέμα των μεταμοσχεύσεων ζωτι­κών οργάνων.

Ο π. Κων/νος Στρατηγόπουλος, σε κατηχητική ομιλία του, την 28η/2/2002, αναφέρθηκε έμμεσα στο βιβλίο του π. Νικολάου Χατζηνικολάου με τίτλο «Ελεύθεροι από το γονιδίωμα». Σε αυτήν, είπε τα εξής σχετικά17:
«… Διά τούτό με ο πατήρ αγα­πά ότι εγώ τίθημι την ψυχήν μου, ίνα πάλιν λάβω αυτήν»18. «Γι αυ­τό μ’ αγαπάει ο Πατέρας, λέει, για­τί εγώ βάζω την ζωή μου, την ψυ­χή μου, για να την πάρω πάλι πί­σω».
 Κοιτάξτε αυτό που λέει εδώ. Είναι εκείνο που έλεγε την προη­γούμενη φορά με το «την ψυχήν μου τίθημι»19, αλλά διευρυμένο. Προσέξτε αυτό το «διευρυμένο». Δεν λέει (τώρα) μόνο «τίθημι την ψυχήν μου», αλλά προσθέτει «ίνα λάβω αυτήν». Εδώ, σημαίνει κά­τι τρομερά εξουσιαστικό. Κανείς δεν μπορεί να πη την φράση ολοκληρωμένη «εγώ, θα βάλω την ψυ­χή μου εδώ, δηλ. θα θυσιασθώ γι αυτό», χωρίς να έχη και το δεύτε­ρο στοιχείο. Έβαλες την ψυχή σου. Μετά, τί γίνεται;
Ο Χριστός, όμως, είναι κυρίαρ­χος, και λέει «ίνα λάβω αυτήν». Την βάζω και την παίρνω. Που την βάζει την ψυχή του; Πρέπει να θεολογήσωμε εδώ. «Τίθημι», λέει. Πού; Για ποιούς; Για τον λαό. Πού; Εδώ, είναι καθαρή η θεολο­γία περί Αναστάσεως και η περί καθόδου στον Άδη θεολογία της Ορθοδοξίας μας.
Το λέει και το τροπάριο: «Εν τάφω σωματικώς, εν Άδου δε με­τά ψυχής, ως Θεός…, πάντα πληρών ο απερίγραπτος».Υπάρχει, εδώ, μία θεολογία. Είναι η κάθοδος στον Άδη, που κατεβαίνει ο Χριστός, με την ψυχή Του, γιατί το σώμα Του είναι στον τάφο. Και κατεβαίνει ως νικητής, και είναι κυρίαρχος του Άδη, και αίρει τις ψυχές επάνω.
Ο κάθε νεκρός, όμως, δεν μπο­ρεί να κυριαρχήση στα πράγμα­τα. Αλλά, ο Χριστός κυριαρχεί στα πράγματα. Είναι η ιδιαιτερό­τητα αυτού του νεκρού. Μέχρι τότε, όλοι οι δίκαιοι πήγαιναν στον Άδη, και δεν μπορούσαν να έχουν μία άρση της ψυχής τους από μέ­σα. Και έρχεται ο Χριστός και κά­νει αυτήν την κίνηση, που κατεβαί­νει και (τραβώντας) μπορεί να ανεβή και να πάρη όλες τις ψυχές μα­ζί Του.
Γι’ αυτό, λέει, «αίρω αυτήν». «Δεν είναι απλώς, ότι μπορούν να με σκοτώσουν (λέει). Φυσικά, και μπορεί να με σκοτώσουν, ανά πάσα στιγμή. Αλλά, εγώ, κυριαρχώ στα πράγματα. Και αν ακόμη με σκοτώ­σουν, κατά την κοινή λογική η ψυ­χή μου θα πάη στον Άδη». Με την θεία, όμως, λογική, θα τους πάρη όλους από τον Άδη και θα τον αδειάση τον Άδη. Και, εδώ, έχει τα ουσιαστικά στοιχεία της θεο­λογίας της καθόδου στον Άδη.
Και, δευτερευόντως, ως ήθος, δηλώνει και κάτι πολύ ουσιαστι­κό. Όταν ένας Χριστιανός μπαίνη σε έναν δύσκολο χώρο, αν έχη κουράγιο και είναι άνθρωπος πνευματικός, τον καθαρίζει τον χώρο. Περνάει μαρτυρικά, αλλά τον καθα­ρίζει.
Αλλά, το χωρίο, εδώ, είναι συγ­κεκριμένο. Το χωρίο αυτό, αφορά τον Χριστό, και μόνο Αυτόν… Λέ­ει ακριβώς ο άγιος Ιωάννης ο Χρυ­σόστομος, ότι αυτό το χωρίο αναφέ­ρεται μόνο στο πρόσωπο του Χρί­στου· και κανείς δεν μπορεί να κά­νη χρήση του χωρίου αυτού για τον εαυτό του. Γιατί κανείς δεν μπορεί μόνος του «να άρη την ψυχήν αυτού». Γιατί κανείς δεν μπο­ρεί να σώση κάποιον. Μόνον ο Χριστός σώζει, μ’ αυτήν την νίκη του επάνω στον θάνατο. Κι εμείς ακολουθούμε πια τον Χριστό, ενω­νόμαστε μαζί Του, και έχοντας αυ­τήν την ένωση μαζί Του, ξεπερνού­με τον θάνατο. Αλλά, εν Χριστώ.
Πρωτογενώς, Εκείνος το έκα­νε. Εμείς, απλώς μετέχομε στην ζωή Του. Χριστοποιούμεθα. Και, επειδή Εκείνος είναι ο νικητής του Άδη, εμείς, έχοντας ζωή μέ­σα στην ζωή του νικητή του Άδη, νικούμε τον Άδη. Αλλά, όχι πρωτογενώς. Εδώ, το λέει Εκείνος. Λέει «αίρω αυτήν, ίνα πάλιν λά­βω αυτήν». Μιλάει προσωπικά. Εμείς, (όμως) μετέχομε στον Χρι­στό. Εκείνος, μιλάει προσωπικά. Αφορά μόνο τον Χριστό αυτό το κομμάτι. Και το τονίζω, γιατί αυτό το χωρίο είναι καίριο.
Και είναι μια πιο προωθημένη απάντηση, αυτό ειδικά το δεύτερο μέρος, στην θεολογία περί μεταμο­σχεύσεων, που προσπαθούν να θε­μελιώσουν, μέσα από αυτό το χω­ρίο. Είναι αιρετική η χρήσις του χωρίου αυτού για τις μεταμοσχεύ­σεις. Γιατί, δεν μπορείς να πης, ό­τι δίνεις τα όργανά σου και «θέτεις την ψυχήν σου». Μπορείς να την λαβής; Και τι είναι αυτό που λένε οι Πατέρες, ότι μόνο τον Χριστό άφορα αυτό το κομμάτι;
Τουλάχιστον, γιατί χρησιμοποι­ούν αυτό το χωρίο οι διαστρέφοντες την θεολογία των μεταμοσχεύ­σεων; Για να δείξουν ψευτο-αγαπητική διάθεση; Είναι δύο πράγμα­τα, που τρέχουν γύρω από αυτήν την ιστορία… Πρέπει να ξεκαθαρίσωμε τα πράγματα. Ο λαός πρέ­πει να ξέρη. Και μπορεί να ξέρη μόνο μέσα από την θεολογία του, και τίποτε άλλο. Και αυτά είναι κείμενα θεολογικά.
Και από τους άλλους, δεν ζητώ τίποτε. Ας κάνουν επιστήμη. Αυτός είναι ο ρόλος τους. Μακάρι να θεο­λογούσαν, κι όλας. Αλλά, από μας ζητώ θεολογία. Και τα κείμενα αυτά είναι αναλλοίωτα. Ούτε τον Ιωάννη (τον Ευαγγελιστή) αλλά­ζεις, ούτε τον Χρυσόστομο αλλάζεις. Σου αρέσει, δεν σου αρέσει. Θέλεις δεν θέλεις. Δεν γίνεται αλ­λιώς. Δεν είναι δική σου επιθυμία πως θα τον χρησιμοποίησης. Πρέπει να έχωμε, λοιπόν, δύο πράγματα στον νου μας. Δυο βασικώτατα στοιχεία. Για να έχετε ξεκαθαρισμένο νου. Με ενδιαφέρει οι Χριστιανοί να έχουν με απλότητα ξεκαθαρισμένο νου. Να ξέρουν ένα-δυό πράγματα, ώστε να είναι ξεκαθαρισμένος ο νους τους.
Προσέξτε: Αφετηριακά, κανείς δεν μπορεί να αρνηθή τις μεταμο­σχεύσεις. Αν έχω πραγματικά πε­θάνει και μου πάρουν το δάκτυ­λό μου, δεν με νοιάζει. Αν είναι κάποιος εν ζωή και θέλη να δώση στο παιδί του, που είναι άρρω­στο, το νεφρό του, εγώ δεν έχω αν­τίρρηση. Αφετηριακά, δεν έχομε αντίσταση, αντίδραση. Αρκεί, εκείνος από τον οποίο παίρνομε τα όργανά του να είναι νεκρός.
Η αντίδρασις αρχίζει από ε­κείνο το σημείο ακριβώς. Ότι, ε­μείς πιστεύομε, ότι δεν είναι νε­κρός. Εκεί αρχίζει το καίριο ση­μείο. Γι’ αυτό ακριβώς άλλαξαν τον όρο. Έκαναν τον θάνατο «εγκε­φαλικό». Και υπάρχει και ο κλι­νικός θάνατος. Δύο, δηλ. «θάνα­τοι», υπάρχουν γι’ αυτούς! Γιατί; Για να πάρουν στο (υποτιθέμενο) ενδιάμεσο, τα όργανα (δηλ., για να κάνουν χρήση του τεχνητού κατασκευάσματος του εγκεφαλι­κού θανάτου και να πάρουν κά­ποιου τα όργανα). Λοιπόν, δεν αρνούμεθα αυτές καθ’ εαυτές τις μεταμοσχεύσεις. Και οι άγιοι Ανάργυροι έκαναν μεταμόσχευση. Πήραν το πόδι ενός μαύρου, μετά 4 ημέρες από τον θά­νατο του, και το έβαλαν σε έναν ασθενή. Έτσι… Ας μη φοβόμαστε, μήπως στον Παράδεισο θα είμαστε χωρίς μέλη (εάν μας τα πά­ρουν εδώ). Δεν είναι αυτή η θεο­λογία.
Άρα, βλέπετε, το πρώτο (επιχείρημά μας εναντίον των κατηγό­ρων μας) είναι, ότι δεν αρνούμεθα. Αλλά, δεν θέλομε να σκοτώ­νουν ανθρώπους για να παίρνουν τα όργανα. Αυτό, είναι το πρώτο βασικό που πρέπει να έχετε στον νου σας. Αυτό, είναι το πρώτο ου­σιαστικό και βασικό.
Προκειμένου, όμως, να πείσουν τους Χριστιανούς για να δίνουν τα όργανά τους, δεν μπορούν να χρησιμοποιούν αυτό το χωρίο. Και, όμως, το χρησιμοποιούν. Αυτό είναι το λάθος. Δεν μπορούν, όμως, οι θεολόγοι, να πλανούν τους πι­στούς. Δεν είπα «η Εκκλησία». Η Εκκλησία δεν έχει πάρει ακό­μη επίσημη απόφαση, παρ’ όλο που οι εισηγήσεις, που γίνονται από τους θεολόγους, αυτό το χω­ρίο χρησιμοποιούν. Αιρετικώτατα. Σκανδαλωδώς αιρετικώτατα. Αν δεν ξέρουν τι λένε οι Πατέ­ρες, να σωπάσουν. Ας μιλήσουν για ουράνια πράγματα, περί αγγέ­λων, αρχαγγέλων, Σεραφείμ, κ.λπ., και να σταματήσουν την άκαιρη ανθρωπολογία τους. Δεν μπορεί κανείς να παίζη με αυτά τα πράγμα­τα και με την ζωή του λαού.
Έτσι, λοιπόν, εδώ, είναι συγκε­κριμένο το πράγμα. Είναι μόνο για τον Χριστό αυτό το κομμάτι. Δεν μπορούν να λένε και αυτοί: «Την ψυχήν μου τίθημι υπέρ των προβάτων», και να εννοούν, ότι και αυτοί μπορούν να κάνουν το ίδιο. Εσύ, που το λες αυτό, τί είσαι; Σωτήρ, είσαι;
Να βρεθή τρόπος να πάρουν τα όργανά μου μετά τον θάνατο μου, καμμία αντίρρηση. Αλλά, δεν γίνεται (αυτό) σήμερα. Πρέπει το όργανο να είναι ζωντανό. Αν έχης πεθάνει, δεν μπορεί να στο πάρη. Άρα, πρέπει να σε σκοτώση για να σου το πάρη.
Η ιστορία είναι "μόλις τρία δευ­τερόλεπτα ακόμα και θα πεθάνη’ (λένε). Για μένα, όμως, τρία δευτερόλεπτα είναι αιώνας. Για το μά­τι του Χριστού είναι αιώνας. Δεν μπορεί ο λαός να πλανάται με ψευτοθεολογίες.
Τί είναι, όμως, αυτό το φαινόμε­νο; Εγώ, αυτό το λέω «μία κακοδο­ξία του ψευτοαγαπισμού». Έτσι το λέω. Είναι κακοδοξία του ψευτοαγαπισμού. Υπήρχαν και παληά, και στον αιώνα μας, στον χώρο ει­δικά της Ρωμαιοκαθολικής «Εκ­κλησίας», τέτοιες κακοδοξίες ψευ­τοαγαπισμού, σε άλλα όμως μεγέ­θη… Επανέρχεται, όμως, αυτή η ορολογία κάτω από νέο πρίσμα. Είναι η κακοδοξία του ψευτοαγα­πισμού.
Έτσι, πείθεται ο λαός, συγκι­νείται, και λέει: «Να, κοίταξε, το έκανε και ο Χριστός». Τί έκανε ο Χριστός; (Ο Χριστός) κατέβηκε ως νικητής στον Άδη και έσωσε εμάς. Και, δεν σημαίνει το «τίθημι την ψυχή μου», του Χριστού, δεν ερμηνεύεται, σήμερα, με το: «Πάρε­τε τα όργανά μου για να σωθήτε»!
Μακάρι να βρη η επιστήμη τρό­πο και να τα παίρνη μετά τον θά­νατο μου. Εγώ, προσωπικά, δεν έχω αντίρρηση. Αλλά, όχι έτσι. Όχι πλανώντας τον κόσμο και μπαίνοντας σε μία διεργασία πρα­γματικού θανάτου για τον άλλον, ενώ ζη ακόμη. Εμείς δεν μπορούμε να μη θεολογήσωμε.
Το Κράτος να πάρη τις ευθύ­νες του. Αλλά, εμείς δεν μπορούμε να γίνωμε αγκωνάρι στο κράτος για να πετύχη τα επιδιωκώμενα. Και το Κράτος καίγεται. Και έχει τρομερά την ανάγκη της Εκκλησί­ας γι’ αυτό το θέμα. Η Ελλάδα είναι η τελευταία χώρα σε δότες στην Ευρώπη. Και, αν η Εκκλησία πη λόγο (υπέρ του εγκεφαλικού θανάτου) θα ανοίξουν οι κρου­νοί…
Η Εκκλησία, όμως, δεν πρέπει να πη λόγο. Και, δεν πρέπει να παίξη το παιχνίδι τους, για λόγους θεολογικούς. Γιατί, εμείς οι Ορθόδοξοι, έχομε (γνήσια) θεολο­γία. Δεν έχομε άκαιρη ανθρωπολο­γία.
Και, κάτι ουσιαστικό και τελι­κό: Αυτό το κομμάτι του Ευαγγε­λίου που αρχίζει με την φράση «αίρω την ψυχή μου …» κ.λπ. έχει μία μοναδικότητα μέσα της. Μία μοναδικότητα και ένα κάλλος, που κανείς δεν μπορεί να υποκαταστήση αυτό το κάλλος, και να παίζη με αυτά τα πράγματα.
Και να «αποκτήσωμε», λοιπόν, αγάπη, και να λέμε: «Ξέρεις, μα και οι μάρτυρες έδιναν το αίμα τους…». Μα, τί; Είναι το ίδιο πρά­γμα; Το άκουγα προχθές, που το έλεγε ένας καθηγητής της Θεολογι­κής Σχολής… Είναι το ίδιο πράγμα;
Και, το τελευταίο επιχείρημα, είναι, ότι ο Χριστός θέλει και κά­νει αυτό που κάνει. Ένας, ο οποίος είναι, κατ’ αυτούς, νεκρός, θέλει να κάνη αυτό πού εκείνοι θέλουν; Είπε «εγώ θέλω»; Όχι. Δεν είπε το «θέλω» του. Δεν είπε: «Ναι, σκοτώστε με και πάρτε τα όργανά μου».
Το θέμα είναι ανοικτό; Όχι. Το θέμα είναι κλειστό. Το θέμα, πιστεύω, πως, από εδώ και μετά, δεν σηκώνει κουβέντα. Και, δεν σηκώνει κουβέντα, πιστεύω, για έναν λόγο. Δεν χρειάζεται πια να γίνεται διαμάχη στο διπλό επίπε­δο, τι λέει η επιστήμη, τι λέει η θε­ολογία. Η μεν επιστήμη πήρε τον δρόμο της. Η επιστήμη τόσο γνωρί­ζει. Ξέρει που πεθαίνει το σώμα. Μπορεί να δη τι ώρα φεύγει η ψυ­χή; Απλώς, διαπιστώνει πως ο άν­θρωπος είναι ζωντανός ακόμα, και ότι θα πεθάνη σύντομα. Και (εφ’ όσον θα πεθάνη σύντομα), του παίρνουν τα όργανα. Η θεολο­γία ξέρει πότε φεύγει η ψυχή από το σώμα; Όχι. Ούτε αυτή το ξέ­ρει. Αφού μιλούν τα τροπάρια πε­ρί «του μυστηρίου του θανάτου»;
Ε, λοιπόν, πρόκειται περί μυ­στηρίου. Αυτή είναι η ιστορία. Η ώρα που χωρίζεται το σώμα από την ψυχή είναι μυστήριο. Ποιος μπορεί να μπη στο μυστήριο; Η επιστήμη; Αδύνατον. Η θεολο­γία; Αδύνατον. Άρα, η θεολογία είναι περιφεριακή (και όλα αυτά που σας λέω), για να αποτραπή το έγκλημα, και η επιστήμη είναι ανύπαρκτη (ανίκανη), ώστε να μπορή να έχη λόγο για την ώρα του χωρισμού της ψυχής από το σώμα.
Εφ’ όσον, λοιπόν, πρόκειται περί μυστηρίου, οποιοσδήποτε λό­γος είναι περιττός, περί (εγκεφαλι­κού) θανάτου. Οποιοιδήποτε άλλοι μιλούν, (τί κάνουν); Πάνε να ερευ­νήσουν το μυστήριο. Αλλά, «ου φέρει το μυστήριον έρευναν».
Αυτό πήγε να κάνη ο Βαρλα­άμ, και αντιτάχθηκε ο Παλαμάς. (Ο Βαρλαάμ) πήγε να ερευνήση το μυστήριο της γνώσεως της ου­σίας του Θεού. Είναι δυνατόν να γίνη; Και εκεί χτυπήθηκαν οι δύο πολιτισμοί. Του εγκεφαλισμού, και του μυστηρίου του Θεού, πριν από επτά αιώνες. Εμείς, δεν μπο­ρούμε να επανέλθωμε σε Νεοβαρλααμισμούς… Να ερευνούμε το μυ­στήριο. Ό,τι και να πουν, ό,τι και να βρουν, όπως και αν ορίσουν τον θάνατο, ο θάνατος θα παραμένη μυστήριο. Το τι ώρα φεύγει η ψυχή από το σώμα.
Γι’ αυτό, εμείς, πρέπει να περιμένωμε το σώμα πραγματικά να είναι πεθαμένο. Ας το διαπιστώνωμε, όπως το διεπίστωνε η παληά Ιατρι­κή, ο παληός ο γιατρουδάκος, ώστε να είμαστε σίγουροι. Το πότε ακρι­βώς πέθανε ένας άνθρωπος δεν ξέρομε. Γι’ αυτό, δεν πρέπει να γίνωνται άκαιρες παρεμβάσεις. «Ου φέρει, λοιπόν, τό μυστήριον έρευ­ναν».
Και, σ’ αυτό, ποιος θα έχη (θα μπορή) να απάντηση; Να πη κά­τι; Κανείς. Ποιος θα έχη να πη κά­τι για το μυστήριο; Άρα, τονίζω και φωνάζω, από σήμερα και με­τά, ότι «το θέμα δεν σηκώνει κου­βέντα». Παύσετε να κουβεντιάζε­τε, θεολογικά. Ή, χρησιμοποιώντας την Ιατρική σαν δεκανίκι. Δεν γί­νεται. Πρόκειται περί μυστηρίου. Και, πίσω από εκεί, είναι (κρυμμέ­νο) το μυστήριο της εν Χριστώ σω­τηρίας, του ανθρώπου. Βλέπετε, το κείμενο τι επικαιρότητα απο­κτά τώρα; Βλέπετε, πως τα λέει ο Χριστός! Με τι προοπτικές τα λέ­ει! Τι έχει στον νου του! Βλέπει το αύριο και το μεθαύριο, Εκείνος.
Έτσι, μετά από αυτά που λέει (στην αρχή), επανέρχεται και λέ­ει: «Ίνα λάβω αυτήν». Και συνεχί­ζει το κείμενο: «Ουδείς αίρει αυτήν απ’ εμού, αλλ’ εγώ τίθημι αυτήν απ’ εμαυτού. Εξουσίαν έχω θείναι αυτήν και εξουσίαν έχω πάλιν λα­βείν αυτήν’ ταύτην την εντολήν έλαβον παρά του πατρός μου»20. «Κανείς δεν μπορεί να πάρη την ψυχή μου, λέει, κι ας με σκοτώσουν. Εγώ, την καταθέτω, και έχω, απ’ εμαυτού, εξουσίαν να την θύσω, και πάλιν έχω εξουσίαν ίνα λάβω αυτήν, γιατί έτσι μου είπε ο Πατέρας μου». Βλέπετε την μοναδι­κότητα της εξουσίας; Αυτός μόνο (μπορεί να το κάνη). «Εξουσίαν έχω, λέει, παρά του πατρός μου».
Δεν έχει το κείμενο μοναδικότη­τα; Μπορεί κανείς να το χρησιμο­ποίηση για οποιαδήποτε άλλη πε­ρίπτωση; Μπορεί ένας να πη, ότι «εξουσίαν έχω να πάρω την ψυ­χή μου και να την δώσω»; Έχο­με, εμείς, τέτοια εξουσία; Που ση­μαίνει, (εγώ) σώζω τον άλλον;
Σωζόμεθα εν Χριστώ. Και, αγα­πώντας τον άλλον, του ανοίγομε τον δρόμο για τον Χριστό. Όλος ο κόσμος. Αυτό που κάνετε εσείς, και αυτό που κάνω εγώ. Ο καθέ­νας μας, με τον τρόπο του, από τον χώρο και το μετερίζι που βρίσκεται μέσα στην Εκκλησία, γίνεται ένας βοηθός σωτηρίας του άλλου.
Βλέπετε, η Εύα ήταν «βοηθός κατ’ αυτόν (τον Αδάμ)». Δηλ., βο­ηθός σωτηρίας του Αδάμ. Αυτό παραμένει το μοναδικό μέγεθος. Και ένας ιερέας, ένας πνευματι­κός, ένας επίσκοπος, τί είναι; Είναι αυτό το μέγεθος που βοηθεί, ανοί­γει δρόμο, αλλά ένας είναι ο σώζων. Ο Χριστός.
Δεν μπορεί κάποιος να πάρη αυτήν την εξουσία και να πη: «Ε­γώ θα σώσω». Αν το πη, θα κρύ­βεται πίσω ένας τρομερός εγωι­σμός… Είμαστε εν δυνάμει συνερ­γοί της σωτηρίας του άλλου. Συνεργοί της σωτηρίας του άλλου… Διακονούμε την σωτηρία των άλ­λων… Αυτό είναι το κύριο, το πρω­τογενές έργο του κάθε ανθρώπου, όπου και αν βρίσκεται.
Ο Χριστός, (όταν γιατρεύη), γιατρεύει και τα δύο. Και την ψυ­χή και το σώμα. Δεν υπάρχει αγά­πη μονομερής, που αντιμετωπίζει τον άνθρωπο μονομερώς (που θέ­λει δηλ. να γιατρέψη μόνο το σώμα, και αδιαφορεί για την ψυχή). Ό­σο βλέπομε την αγάπη μονομερώς, τότε ή θα την κουκουλώνομε με την τραγωδία μας, ή θα κομματια­ζόμαστε. Και ο Χριστός επιτρέπει να κομματιαζώμαστε για να δούμε την αποτυχία μας. Δεν υπάρχει α­γάπη μονομερής.
…Ακόμη και η κουβέντα περί αγάπης είναι δαιμονισμένη, πολ­λές φορές, αν κρύβη την αλήθεια (την περί ζωής αλήθεια). Π.χ. «αγαπηθήτε, αγαπάτε, και μη σας νοιάζη για τα υπόλοιπα». Και, εν ονό­ματι μιας ψευτοαγάπης, διχάζουν τον κόσμο.
Ξέρω, πως είναι μυστήριο ο θάνατος. Και, επειδή θα περάσω από το μυστήριο του θανάτου, προτρέχω (και προσπαθώ να μπω) μέσα στο μυστήριο της παρουσίας του Χριστού, για να ζήσω τον θάνα­το ως μυστήριο χριστοειδές, και όχι ως μυστήριο χαμού. Προσεγ­γίζω το μυστήριο βιωματικά πια.
Και, πραγματικά, εκεί φθάνει όλη αυτή η αναζήτηση, για τον εγκεφαλικό θάνατο, κ.λπ. Δεν μπο­ρούμε πια να πούμε τίποτε. Η επι­στήμη χίλια να πη, δεν μπορεί να εισέλθη (στο μυστήριο). Θα λέη πάντα πως είναι το σώμα. Βλέπει την ψυχή; Έχει όργανα (για να την ανιχνεύση);
…Η ψυχή, κατά τους Πατέρες, διαχέεται σ’ όλο το σώμα. Σταμάτησε (έστω) ο εγκέφαλος. Η ψυχή, δεν είναι στα άλλα μέρη του σώμα­τος; Δεν μπορώ να το αγνοήσω αυτό το πράγμα.
Ο άγιος Νικόδημος, λέει, ότι μαζεύεται στα μέσα στοιχεία του σώματος. Συγκεντρώνεται μέσα, ακόμη και αν δεν υπάρχη ψυχή στον εγκέφαλο, και (ο άνθρωπος) δεν κινείται. Πέθανε ο άνθρωπος; Όχι. Να, η δογματική της Εκκλη­σίας: Ότι διαχέεται παντού η ψυ­χή. Σ’ όλο το σώμα. Πότε φεύγει οριστικά, τελευταία-τελευταία, δεν ξέρομε. Αλλ’ εφ’ όσον υπάρ­χη ακόμη (μέσα στο σώμα), δεν μπορούμε να τον αγγίξωμε (τον άνθρωπο).
Άκουσα, προχθές, έναν καθηγη­τή να χρησιμοποιή, ανοήτως, το πείραμα του βατράχου, που κά­νουν όλοι οι πρωτοετείς φοιτητές της Ιατρικής (στο μάθημα της Βιολογίας), (για να δώση λύση στο θέμα του εγκεφαλικού θανάτου). Μα, αυτά, είναι ανόητα πράγματα…
Παίρνουν τον βάτραχο, του κό­βουν το κεφάλι (κατά ακρίβειαν, του νεκρώνουν τον εγκέφαλο με μία βελόνα) και παρατηρούν, ότι ο βάτραχος ακόμη κινείται. Είναι ο μυϊκός τόνος. Και, λένε: «Κοίτα­ξε, δεν έχει εγκέφαλο σε λειτουρ­γία, αλλά κινείται». Είναι ο μυϊ­κός τόνος. Αλλά, ξεχνάνε, ότι ο βάτραχος δεν έχει ψυχή, που έχει εικόνα του Θεού επάνω της.
Και, αυτό, το είπε ο καθηγη­τής για να επιβεβαίωση (υποστηρίξη) τις μεταμοσχεύσεις! Και έφε­ρε (ως απόδειξη), σε κληρικούς και θεολόγους, το πείραμα του βα­τράχου! Μα, είναι σοβαρά πράγμα­τα αυτά;
… Συγγνώμη, αλλά ξέρεις πό­τε πεθαίνει ο άνθρωπος; Εσύ, βλέ­πεις τον εγκέφαλο. Λες μόνο, ότι «πέθανε ο εγκέφαλος». Και, μου λες, μόνος σου, ότι «η καρδιά ζει ακόμη», και, γι’ αυτό, λες, «μπορώ να την πάρω». Άρα, ζει η καρδιά.
Και, εγώ μεν σου μιλάω για το «μυ­στήριο του θανάτου», και ότι η ψυχή παραμένει ακόμη στο σώμα, και εσύ μου λες για το «μυστήριο του βατράχου»! Ε, δεν μπορεί να γίνη διάλογος έτσι. Μιλάμε για ανόμοια πράγματα.
Αν μετά από ένα τροχαίο δυστύχημα, ένας καταλήξη εγκεφαλικά νεκρός, και δηλωθή ως εγκεφαλι­κά νεκρός, αλλά όχι κλινικά νε­κρός, εγώ δεν μπορώ να πάρω τα όργανά του. Με την προοπτική ό­τι θα πεθάνη μετά από πέντε δευτε­ρόλεπτα, εγώ όργανα δεν μπορώ να πάρω. Αδυνατώ.
Μας έλεγε, προχθές, ο π. Κων/νος, από το Ασκληπιείο (Βούλας), ένα πολύ ωραίο παράδειγμα. Και, μας τόνισε την προσωπική του ευ­θύνη πάνω σ’ αυτό το γεγονός…
Παληά, πριν αρχίση όλη αυτή η διαμάχη (για τις μεταμοσχεύσεις), όταν ήταν εφημέριος του Νοσο­κομείου, ο παππούλης, έρχεται έ­νας πατέρας και λέει στον π. Κων/νο: «Το παιδί μου είναι εγκεφα­λικά νεκρό, και μου ζητούν οι για­τροί να υπογράψω για να πάρουν τα όργανά του. Παππούλη, τι να κάνω;» Του λέει εκείνος: «Δώστα». Δεν ήξερε, τότε, ο παππούλης.
Ο πατέρας, πηγαίνοντας να υπογράψη, πέρασε από το εκκλησά­κι του νοσοκομείου, τον άγιο Παντελεήμονα. Του λέει: «Άγιε Παντε­λεήμονα, πες μου τί να κάνω; Είμαι σε προβληματισμό». Και λέει, με­τά: «Ας το αφήσω, μέχρι αύριο το πρωΐ, και μετά υπογράφω». Το άλλο πρωΐ, το παιδί του γίνεται καλά! Και, μας ρωτάει ο π. Κων/νος: «Εγώ, τί ευθύνη θα είχα μετά;».
Αλλά, και πόσοι γονείς υπέγρα­ψαν, χωρίς να ξέρουν οι άνθρωποι… Δεν ζητούμε ευθύνες, δεν κάνομε δικαστήριο. Κάνομε θεολογία. Πε­ρί θανάτου θεολογία, για να μη λειτουργήση ένα άνομο σύστημα αγρίας εκμεταλλεύσεως του άλλου… Ούτε εγείρεται θέμα σωτηρίας για εκείνον που έδωσε τα όργανά του. Αυτά, είναι ανόητα πράγματα…
…Ηθελημένα μιλάνε για διπλό θάνατο… Ιατρικά, (το θέμα του χωρισμού της ψυχής) ποτέ δεν θα το λύσουν. (Επιφανειακά), αυτοί, το έλυσαν. Έβαλαν τον όρο "εγκε­φαλικός θάνατος", και το έλυσαν. Αλλά, στην πράξη, κατά αλήθειαν, δεν το έλυσαν. Απόδειξις, ότι δεκάδες επιστήμονες, παγκοσμίως, διαμαρτύρονται. Αυτό, δεν λέει κάτι; Όταν δε είπαμε (σ’ αυτούς), ότι δεκάδες επιστήμονες διαμαρτύ­ρονται, ξέρετε τι απάντηση πήρα­με; «Όσοι διαμαρτύρονται, διαμαρ­τύρονται όχι ιατρικά, αλλά φιλοσο­φικά. Είναι φιλόσοφοι, αγνοήστε τους»!
Μα, αυτά, είναι σοφίσματα. Δεν μπορούμε, δια σοφισμάτων, (να βρούμε άκρη, και) να αναιρούμε όλους τους γιατρούς που δεν συμ­φωνούν μαζί μας και να λέμε, ότι είναι φιλόσοφοι, επειδή δεν συμφω­νούν (μαζί μας). Λένε, ότι οι Πατέ­ρες της Εκκλησίας δεν έχουν επαρ­κείς αποδείξεις. Αν ζούσαν σήμε­ρα, λένε, άλλα πράγματα θα έλε­γαν. Έτσι, πετάμε και τους Πατέ­ρες, και μένει η δική μας γνώμη μόνο! Ακρότατα Βατικάνειο (πνεύμα). Όμως, σ’ αυτόν τον τόπο, δεν μπορεί να λειτουργήση Βατικάνειο (πνεύμα). Υπάρχει (εδώ, Ορθόδοξη) θεολογία. Και τίποτε άλλο να μην υπάρχη, υπάρχει το μυστήριο του θανάτου, που θα τους κυνηγά­ει μέχρι τον θάνατο…».
 

 

ΠΑΡΑΠΟΜΠΕΣ:
 

 
10. Τεύχος Ιανουαρίου – Φεβρουαρίου 2002, σελ. 17
11. Ιωάν. 3, 16.
12. Ιωάν. 10, 15.
13. ΕΠΕ, 14, 121.
14. 10, 17-18.
15. ΕΠΕ, 14, 125-127.
16. ΕΠΕ, 14, 481.

17. Απόσπασμα από μαγνητοφωνημένη ομιλία.
18. Ιωάν. 10, 17.
19. Ιωάν. 10, 15.
20. Ιωάν. 10, 18.

 


(Πηγή: "Θεοδρομία")

[Ψήφοι: 2 Βαθμολογία: 5]